Η Γραμμική γραφή Β, η επίσημη γραφή των μυκηναϊκών ανακτόρων, πρωτοεμφανίστηκε στην Κνωσό στο τέλος της Πρωτοανακτορικής περιόδου και συνδέεται με την κατάκτηση της Κρήτης από τους Μυκηναίους, γύρω στο 1450 π.Χ.

Τα δείγματα της Γραμμικής Β σώζονται σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από εκείνα της Γραμμικής Α και της ιερογλυφικής. Η δομή αυτού του γραφικού συστήματος αποτελείται από 87 στοιχεία που χωρίζονται σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες: τα συλλαβογράμματα, τα ιδεογράμματα και τους αριθμούς. Τα συλλαβογράμματα χρησίμευαν ως φωνητικά σύμβολα, ενώ τα ιδεογράμματα συμβόλιζαν σχηματικά τις έννοιες. Οι αριθμοί και τα σύμβολα μέτρησης αποτελούσαν ξεχωριστά στοιχεία που συνόδευαν συνήθως τα ιδεογράμματα, υποδεικνύοντας τις ποσότητες των αγαθών.

Ολα τα κείμενα της Γραμμικής Β ήταν χαραγμένα σε πήλινες πινακίδες και φυλάσσονταν στα ανακτορικά αρχεία. Το περιεχόμενο των πινακίδων ήταν καθαρά διοικητικού χαρακτήρα και αναφερόταν στην καταγραφή των προϊόντων που συγκεντρώνονταν στις ανακτορικές αποθήκες και τη μετακίνηση ανθρώπων μέσα στην επικράτεια των ανακτόρων. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν στοιχεία για τη χρήση της Γραμμικής Β σε κείμενα μη οικονομικού χαρακτήρα. Ορισμένες αναφορές, ωστόσο, στην προέλευση των εμπορεύσιμων προϊόντων και στους κύκλους των τεχνιτών, αποκαλύπτουν τοπωνύμια, ονόματα ανθρώπων και θεών φωτίζοντας έτσι ενδιαφέρουσες πτυχές της κοινωνικής οργάνωσης και της θρησκείας της Ανακτορικής εποχής.

Ένα γεγονός που προκαλεί έκπληξη είναι ότι τα διοικητικά στελέχη που κατέγραφαν με εξωνυχιστική σχολαστικότητα τα είδη και τις ποσότητες των προϊόντων που παράγονταν και διακινούνταν, δεν είχαν μεριμνήσει και για την καταγραφή των διεθνών συναλλαγών, που είναι βεβαιωμένες από τη συνεχή παρουσία εισηγμένων προϊόντων. Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις διεθνείς συμφωνίες δεν καταγράφονταν επάνω σε πηλό αλλά σε πολυτιμότερα υλικά, όπως ο πάπυρος και η περγαμηνή που δεν έχουν διασωθεί.
Στα δείγματα της Γραμμικής Β προστίθενται και ενεπίγραφοι αμφορείς που συνήθως αναφέρονται στο περιεχόμενο ή στην προέλευση των μεταφερομένων αγαθών. Τέτοια σκεύη κρητικής προέλευσης βρέθηκαν και σε περιοχές μακριά από την Κρήτη, όπως στο ανάκτορο της θηβαϊκής Καδμείας, και είναι δείγματα των στενών εμπορικών σχέσεων ανάμεσα στα σημαντικά κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου.