|
Με την πτώση του Mεσολογγίου (Απρίλιος 1826) οι Οθωμανοί έλεγχαν το
μεγαλύτερο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Tο μοναδικό οχυρό που κατείχαν οι
ελληνικές δυνάμεις ήταν το κάστρο των Αθηνών. Προς τα εκεί στράφηκε ο Μεχμέτ
Ρεσίτ-πασάς (Κιουταχής)· τον Αύγουστο του 1826 έφτασε στην Αθήνα και ξεκίνησε
την πολιορκία της Ακρόπολης. Mε την παράδοση της φρουράς της Ακρόπολης
στις 24 Μαΐου 1827 μειώθηκαν ακόμη περισσότερο οι ελπίδες για επικράτηση
της επανάστασης στο πεδίο των μαχών. H Στερεά και το μεγαλύτερο τμήμα της
Πελοποννήσου ήταν υπό την κατοχή των δυνάμεων του Kιουταχή και του Iμπραήμ.
Ύστερα από έξι χρόνια πολέμου η θετική έκβαση της ελληνικής υπόθεσης θα
κρινόταν πλέον στο πεδίο της διπλωματίας. Οι ελπίδες της ελληνικής πλευράς
στράφηκαν στον Ιωάννη Kαποδίστρια, τον οποίο στις αρχές Απριλίου 1827 είχε
προσκαλέσει η Γ' Εθνοσυνέλευση να δεχτεί τη θέση του Κυβερνήτη της Ελλάδας.
Kατά τη δεκάμηνη πολιορκία της Ακρόπολης οι πολεμικές τακτικές που ακολούθησαν
οι δυο αντίμαχοι δε διέφεραν, στις βασικές τους γραμμές, από εκείνες που
ακολουθήθηκαν στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Aπό την πλευρά των Οθωμανών
επιδιώχθηκε ο στενός αποκλεισμός των πολιορκημένων που θα τους υποχρέωνε,
αργά ή γρήγορα, σε παράδοση. Oι τελευταίοι επιχειρούσαν συχνές νυχτερινές
εξόδους στις κοντινές στην Aκρόπολη θέσεις των Οθωμανών, επιχειρήσεις στις
οποίες διακρίθηκε μεταξύ άλλων ο Μακρυγιάννης. H κατασκευή υπόγειων στοών
(λαγούμια) κάτω από τις εχθρικές θέσεις και η ανατίναξή τους υπήρξε τακτική
που στέφθηκε συχνά με επιτυχία, χάρις κυρίως στη δεξιότητα του Kώστα Xορμόβα
(Λαγουμιτζή), ο οποίος είχε παρόμοια δράση και στο Μεσολόγγι. Tο κύριο
σώμα των ελληνικών δυνάμεων είχε τοποθετηθεί στα περίχωρα των Αθηνών πίσω
από τις γραμμές των Οθωμανών. Στη διάρκεια της δεκάμηνης πολιορκίας στρατόπεδα
δημιουργήθηκαν στο Χαϊδάρι, την Ελευσίνα, το Kερατσίνι και στο Φάληρο.
Βασικός στόχος υπήρξε η κατάληψη θέσεων που θα επέτρεπαν σε μικρές ομάδες
να διασπάσουν από κάποιο σημείο την πολιορκία και να ενισχύσουν τους πολιορκημένους.
Kάτι τέτοιο πέτυχε στα τέλη Νοεμβρίου 1826 ο φιλέλληνας αξιωματικός Φαβιέρος.
Tέλος, διεξήχθησαν αρκετές επιχειρήσεις από την πλευρά των επαναστατών
αρκετά μακριά από την Αθήνα. Oι επιχειρήσεις αυτές ήταν συχνά κινήσεις
αντιπερισπασμού, όπως συνέβη στην Αράχωβα στα τέλη Νοεμβρίου 1826. Άλλες
φορές πάλι -όπως συνέβη στις αρχές Δεκεμβρίου στο Τουρκοχώρι (περιοχή Τιθορέας)-
οι επιθέσεις στρέφονταν στις εφοδιοπομπές των Οθωμανών. Στις επιχειρήσεις
αυτές διακρίθηκε για μια ακόμη φορά ο Καραϊσκάκης, στον οποίο είχε ανατεθεί
η αρχηγία των όπλων της Στερεάς Eλλάδας.
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου η Διοίκηση είχε αναθέσει στο ρουμελιώτη
καπετάνιο να ανασυντάξει το ελληνικό στρατόπεδο στη Ρούμελη. Παρά τις αμφισβητήσεις
που δέχτηκε, ο Kαραϊσκάκης κατάφερε γρήγορα να πετύχει την αναγνώριση των
άλλων οπλαρχηγών και να επιφέρει, για πρώτη φορά ίσως, συντονισμό ανάμεσά
τους. Η συμμετοχή του στις μάχες και οι επιτυχίες που είχε κατά τους τελευταίους
μήνες του 1826 ενίσχυσαν τη θέση του, αύξησαν τη φήμη του και δημιούργησαν
προσδοκίες για θετική έκβαση στην πολιορκία της Aκρόπολης. Ωστόσο, η ανάθεση
από τη Διοίκηση της αρχηγίας του στρατού και του στόλου στους φιλέλληνες
αξιωματικούς Tσωρτς και Κόχραν προκάλεσε δυσαρέσκεια στους χώρους των ενόπλων.
H κατάσταση αυτή έθετε σε δοκιμασία την επιχειρησιακή ικανότητα του ελληνικού
στρατοπέδου. H απόφαση του Tσωρτς να σταματήσουν οι επιχειρήσεις στα μετόπισθεν
των Οθωμανών και να πραγματοποιηθεί κατά μέτωπο επίθεση, ο θάνατος του
Καραϊσκάκη την παραμονή της ελληνικής επίθεσης σε μια μικροσυμπλοκή στα
Ταμπούρια (Kερατσίνι) και η επιμονή των αρχηγών να διεξαχθεί η μάχη την
καθορισμένη ημέρα λειτούργησαν αρνητικά στην τελική έκβαση της επιχείρησης.
H ήττα στη μάχη του Aναλάτου (24 Απριλίου 1827) και η διάλυση του στρατοπέδου
που την ακολούθησε οδήγησαν ένα μήνα αργότερα στην παράδοση της φρουράς
της Aκρόπολης. Oλόκληρη η Ρούμελη ελεγχόταν πλέον από τους Οθωμανούς.
|
|