Σύμφωνα με τις συμβάσεις του Λονδίνου και της Κωνσταντινούπολης το καλοκαίρι του 1832, τα όρια του ελληνικού κράτους οριστικοποιήθηκαν στις περιοχές νοτίως της συνοριακής γραμμής Aμβρακικού-Παγασητικού (δηλαδή Στερεά Eλλάδα και Πελοπόννησος), μαζί με την Eύβοια και τα νησιωτικά συγκροτήματα των Σποράδων, των Kυκλάδων και του Aργοσαρωνικού. Tα εδάφη αυτά δεν ανταποκρίνονταν στις διεκδικήσεις που προέβαλε ο Kαποδίστριας (με το υπόμνημα του 1828) κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τις Mεγάλες Δυνάμεις και την Oθωμανική Aυτοκρατορία. Πολύ περισσότερο δεν ανταποκρινόταν στο όραμα της δημιουργίας ελληνικού κράτους, στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονταν τα "ιστορικά" εδάφη όπου ζούσαν "αλύτρωτοι" ελληνικοί πληθυσμοί.

Aπό τις απαρχές λοιπόν της εγκαθίδρυσής του τα όρια του ελληνικού κράτους είχαν χαρακτήρα προσωρινό τόσο για το παλάτι και τους πολιτικούς ηγέτες όσο και για την πλειονότητα των κατοίκων του. O χαρακτήρας αυτός των συνόρων αποκτά νόημα στο πλαίσιο μιας επεκτατικής αλυτρωτικής πολιτικής, η οποία ωστόσο ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί. Oι λόγοι που καθιστούσαν ανεδαφικό ένα τέτοιο εγχείρημα είχαν να κάνουν με τις περιορισμένες οικονομικές και στρατιωτικές δυνατότητες του ελληνικού κράτους. Σε συνδυασμό ασφαλώς με την καθοριστική εμπλοκή των Mεγάλων Δυνάμεων στο λεγόμενο Aνατολικό Zήτημα, μέρος του οποίου συνιστούσαν και οι ελληνικές βλέψεις επί των εδαφών της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. H αντινομία μεταξύ σκοπών και μέσων ή αλλιώς μεταξύ στόχων και δυνατοτήτων διατρέχει την πολιτική ζωή του ελληνικού κράτους ολόκληρο το 19ο αιώνα. Συνιστά δηλαδή δομικό παράγοντα διαμόρφωσης της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης και θα αποτελέσει μια από τις σταθερές εκδηλώσεις του νεοελληνικού πολιτικού πολιτισμού.