Οι εκκλησίες στην Kωνσταντινούπολη
την Iουστινιάνεια περίοδο
Η
Κωνσταντινούπολη διέθετε αρκετές σημαντικές εκκλησίες, όπως
οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Σοφία, οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος,
η Παναγία των Βλαχερνών, η Παναγία των Χαλκοπρατείων και ο
Άγιος Ιωάννης Στουδίτης. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του
Ιουστινιανού ολοκληρώθηκε η θαυμάσια εκκλησία του Αγίου Πολυεύκτου
(524-527). Η παραγγελία δόθηκε από την πάμπλουτη
Ιουλιανή Ανικία.
Ήταν μία πολύ
μεγάλη εκκλησία (εμβαδόν περίπου 250 μέτρα),
πλούσια διακοσμημένη με ψηφιδωτά δαπέδου και τοίχου, ποικιλία
έγχρωμων μαρμάρων, κίονες με ένθετα κομμάτια γυαλιού και αμέθυστου
και αρχιτεκτονικά μέλη από μάρμαρο Προκοννήσου με μία εντυπωσιακή ποικιλία
ανάγλυφων σχεδίων: παγόνια με ανοιχτά φτερά, φοίνικες, ανατολίζοντα
φυτικά κοσμήματα, παράξενες φυτικές διακοσμήσεις, μοτίβα της καλαθοπλεκτικής
και της μεταλλοτεχνίας.
Το πλούσιο οικοδόμημα επιδείκνυε μία
συνειδητή ρήξη με την κλασική παράδοση και συγκέντρωνε τις
πιο πρόσφατες τάσεις που επικρατούσαν στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και
διακόσμηση. Η ανωδομή δεν έχει
διασωθεί, αλλά οι ισχυροί θεμέλιοι τοίχοι προδίδουν την ύπαρξη
τρούλου. Ο κυρίως ναός της εκκλησίας διαχωριζόταν από τα δύο πλάγια
κλίτη με ισάριθμες
σειρές πεσσών και κιόνων. Στους πλευρικούς τοίχους θα πρέπει
να υπήρχαν έξι κόγχες με γλυπτά παγόνια, τρία σε κάθε πλευρά.
Ο
άμβωνας βρισκόταν
στο κέντρο του κυρίως ναού. Στο υπόγειο, μία θολωτή σήραγγα
οδηγούσε από το
νάρθηκα σε μία
κρύπτη που
βρισκόταν κάτω από το ιερό.
Χτισμένη από τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα στο ανάκτορο
του Ορμίσδα, η εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου πιθανόν
να προοριζόταν για μία ομάδα σύρων μονοφυσιτών μοναχών. Περίπου
σύγχρονη με την Αγία Σοφία (η ύπαρξή της μαρτυρείται για πρώτη
φορά το 536), συνδεόταν με μία
βασιλική αφιερωμένη
στους αγίους Πέτρο και Παύλο, καθώς οι δύο εκκλησίες μοιράζονταν
το ίδιο
αίθριο.
Το ανάκτορο
του Ορμίσδα υπήρξε κατοικία του Ιουστινιανού κατά τη βασιλεία
του θείου του,
Ιουστίνου Α', και αργότερα (μετά το 532) συνδέθηκε με το γειτονικό Μέγα Παλάτι. Μετατράπηκε σε μονή (το 536)
και επρόκειτο να γίνει τόπος κατοικίας του
Ιωάννη της Εφέσου (από το 542) και σημείο καταφυγής πλήθους εκδιωγμένων μονοφυσιτών. Το κτίσμα αποτελείται από έναν οκταγωνικό κυρίως ναό, εγγεγραμμένο
σε ακανόνιστο τετράγωνο, και στέφεται από τρούλο (διάμετρος 17
μέτρα) με
εναλλασσόμενα επίπεδα και κοίλα τμήματα. Κίονες από πράσινο
θεσσαλικό μάρμαρο (verde antico) στηρίζουν έναν ανάγλυφο
οριζόντιο
θριγκό, καθ' όλο
το μήκος του οποίου υπάρχει ένα επίγραμμα προς τιμή του Ιουστινιανού
και της Θεοδώρας. Το υπερώο ακολουθεί τη διάταξη του
περίστωου του
ισογείου.
Πριν τα εγκαίνια της πρώτης εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, το 360, η
Αγία Ειρήνη ήταν ο καθεδρικός ναός της Κωνσταντινούπολης.
Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, η εκκλησία προϋπήρχε του
Κωνσταντίνου Α',
ο οποίος την επέκτεινε και της έδωσε το συγκεκριμένο όνομα. Τον
5ο αιώνα, οι εκκλησίες της Αγίας Ειρήνης και της Αγίας Σοφίας αποτελούσαν τμήμα
του συγκροτήματος του Πατριαρχείου και οι ίδιοι κληρικοί λειτουργούσαν
και στις δύο. Είχαν όμως και κοινή τύχη. Η Αγία Ειρήνη καταστράφηκε
κατά τη
Στάση του Νίκα και ξαναχτίστηκε από τον Ιουστινιανό
ως βασιλική με τρούλο, με δύο κλίτη εκατέρωθεν του κυρίως
ναού και
υπερώα πάνω
από τα κλίτη και το νάρθηκα. Ένας καμαροσκεπής, ημικυκλικός διάδρομος (κύκλιο)
υπάρχει κάτω από το
σύνθρονο και
χρησιμοποιήθηκε για τις λιτανείες των κληρικών, όπως απαιτούσε
η Λειτουργία. Η εκκλησία υπέστη και πάλι καταστροφές από το σεισμό του
740, μετά τον οποίο οι πλευρικές
αψίδες που στήριζαν
τον τρούλο επεκτάθηκαν σε βαθιές
καμάρες που έφταναν στο εξωτερικό περίγραμμα του κτηρίου.
|