Στη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. τα εργαστήρια τορευτικής που παράγουν μεταλλικά αγγεία ταυτίζονται συχνά με εκείνα που κατασκευάζουν χάλκινα ειδώλια. Επομένως, ακολουθούν κάθε φορά τις ιδιαιτερότητες της τοπικής παράδοσης. Το αργειακό εργαστήριο πρέπει να ήταν εγκατεστημένο κοντά στο Ηραίο και τα δημιουργήματά του ξεχωρίζουν για τη φροντίδα της λεπτομέρειας και τον επιμελή σχεδιασμό τους. Κατασκεύαζε άμφωτα κύπελλα, τρίποδες, λέβητες και υδρίες. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι τα εγχάρακτα γλωσσωτά κοσμήματα που καλύπτουν σε δύο ζώνες το αγγείο, στοιχείο που αργότερα απαντά και στην Κόρινθο. Στη Λακωνία τα σχήματα είναι περισσότερο γεωμετρικά και τα κοσμήματα στις προσφύσεις των λαβών είναι εμπνευσμένα από το ρεπερτόριο των μυθικών τεράτων. Τα λακωνικά γοργόνεια ξεχωρίζουν για την έντονα ζωώδη όψη τους. Εκτός από υδρίες είναι βέβαιο ότι κατασκευάζονταν και μεγάλοι ελικωτοί κρατήρες με σφυρήλατο σώμα και χυτές λαβές.


Το σημαντικότερο όμως κέντρο της αρχαϊκής τορευτικής ήταν η Κόρινθος, τόσο από πλευράς ποικιλίας σχημάτων και διακόσμησης, όσο και εξαιτίας της ευρείας διάδοσης των προϊόντων της. Πράγματι τα κορινθιακά μεταλλικά αγγεία ταξίδευαν όπου έφταναν Έλληνες, από την Κολχίδα μέχρι την Κύμη της Ιταλίας και από τη βόρεια Αφρική ως το εσωτερικό των Βαλκανίων. Οι υδρίες και οι οινοχόες φέρουν συχνά μορφές κούρων και λιονταριών στις λαβές τους. Άλλοτε πάλι γυναικείες προτομές ή λεοντοκεφαλές τοποθετούνται ακριβώς πάνω από το στόμιο του αγγείου, συνδυάζοντας την αποτροπαϊκή λειτουργία του συμβόλου με την καλαίσθητη παρουσίασή του. Οι κρατήρες αποτελούν μία ακόμα εμπορική επιτυχία των κορινθίων τορευτών. Τοποθετούνται συχνά πάνω σε τρίποδα και κοσμούνται με ανάγλυφες ή ολόγλυφες μορφές. Κατασκευάζονται επίσης ραμφόστομες πρόχοι, ποδανηπτήρες, κάδοι και φιάλες, ενώ μεταξύ των αγγείων πόσης κυριαρχούν οι κοτύλες. Στην Πελοπόννησο δρουν και άλλα εργαστήρια τορευτικής, από τα οποία βεβαιωμένο είναι εκείνο της Ολυμπίας -όπου μάλλον δούλευαν τεχνίτες από διάφορα μέρη- ενώ εικάζεται η ύπαρξη τοπικών εργαστηρίων στην περιοχή της Σικυώνας και του Αιγίου.


Στη Μακεδονία τα ισχύοντα ταφικά έθιμα επέτρεψαν να διασωθούν πλούσια δείγματα της τορευτικής του 6ου αιώνα, που είτε προέρχονται από τοπικά εργαστήρια, είτε είναι εισηγμένα από τη νότια και την ανατολική Ελλάδα. Ορισμένοι τύποι που παλαιότερα αποδίδονταν σε πελοποννησιακά εργαστήρια, όπως οι λεγόμενοι "αργολικοί" κρατήρες, φαίνεται από τις νεότερες έρευνες πως είναι πρωτότυπα, ντόπια δημιουργήματα.


Πολύ σημαντική ήταν αναμφισβήτητα και η τορευτική παραγωγή της Μεγάλης Ελλάδας. Ξεχωρίζουμε λακωνίζουσες και κορινθιανίζουσες περιοχές, αλλά ο περιορισμένος αριθμός των αγγείων που προέρχονται από αυτές δυσχεραίνει την ακριβή διάκριση των τοπικών κέντρων. Ένα από αυτά βρισκόταν στην Καμπανία, ενώ ένα άλλο πρέπει να ήταν ο Τάραντας στην Απουλία. Ευρήματα από την Ποσειδωνία, το Μεταπόντιο, τους Λεοντίνους και τη Γέλα είναι γνωστά από παλαιότερα. Οι ανασκαφές των τελευταίων δεκαετιών, ωστόσο, κατέδειξαν τους στενούς δεσμούς (ιδιαίτερα της Aπουλίας) με τις κορινθιακές αποικίες στο Ιόνιο και με τη Mακεδονία.
Σε κατωιταλιώτικο εργαστήριο θα πρέπει να αποδοθεί και το μεγαλύτερο σωζόμενο χάλκινο αγγείο της αρχαιότητας, ο κρατήρας του Vix, που βρέθηκε σε τάφο κέλτιδος πριγκίπισσας στη Bουργουνδία.


| εισαγωγή | γράμματα | τέχνες | θρησκεία | Αρχαϊκή Περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.