Δευτερογαμία και μεικτοί γάμοι

Οι θρησκευτικές και κοινωνικές παραδόσεις των χριστιανικών πληθυσμών που κατοικούσαν στον ελληνικό χώρο ευνοούσαν τη σύναψη δεύτερου γάμου μόνο σε ειδικές περιστάσεις. Το ενδεχόμενο αυτό γινόταν πιο εύκολα αποδεκτό στην περίπτωση δύο χήρων, ενώ η καχυποψία μεγάλωνε, όταν μια γυναίκα χήρα εκδήλωνε την πρόθεση να παντρευτεί ανύπαντρο άντρα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η τελετουργία του δεύτερου γάμου πολύ λίγο θύμιζε εκείνη του πρώτου. Οι προετοιμασίες και ο εορτασμός ήταν υποτυπώδεις και αρκετά συχνά γίνονταν μόνο οι απολύτως απαραίτητες ενέργειες για την επικύρωση της σύναψης του γάμου. Αλλάζε ακόμα και το τυπικό της θρησκευτικής ακολουθίας. Γινόταν λίγοτερο πανηγυρικό και περισσότερο απολογητικό για μια πράξη, την οποία επέβαλε η "ανθρώπινη αδυναμία" αλλά και η "ανάγκη". Ως μεγαλύτερη ανάγκη εκλαμβάνονταν οι μεγάλες δημογραφικές απειλές. Τις στιγμές που ακολουθούσαν τον αποδεκατισμό μιας κοινότητας από έναν πόλεμο ή μια θανατηφόρα επιδημία οι ενστάσεις και οι αναστολές παρακάπτονταν. Τα ποσοστά των γάμων συνήθως αυξάνονταν μερικούς μήνες μετά το τέλος μιας επιδημίας πανώλης, ενώ δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο οι κάτοικοι μιας περιοχής να στρέφονται όλοι μαζί προς συγκεκριμένα χωριά, τα οποία επλήγησαν λιγότερο από την επιδημία, αναζητώντας αποκατάσταση. Στα 1594, το Πατριαρχείο επέτρεψε ακόμα και τη δευτερογαμία ιερέων και πρεσβυτέρων, οι οποίοι είχαν χάσει τις συντρόφους τους στο μεγάλο λοιμό που αποδεκάτισε την προηγούμενη διετία την πόλη του Χάνδακα.

Αλλά και στις μουσουλμανικές κοινότητες υπήρχαν περιθώρια για γάμους διαφορετικούς από τους συνηθισμένους. Ο ιερός νόμος του Ισλάμ επέτρεπε για παράδειγμα το γάμο του πιστού με χριστιανή, ενώ ο γάμος ενός "απίστου" με μωαμεθανή θεωρούνταν έγκλημα, που επέσυρε την ποινή του θανάτου. Αξιοσημείωτη είναι μια ιδιότυπη μορφή γάμου, σύμφωνα με την οποία ένας μωαμεθανός μπορούσε να παντρευτεί προσωρινά μια χριστιανή και να αποκτήσει μαζί της νόμιμα παιδιά. Ο γάμος αυτός γινόταν μπροστά στον καδή και η διάλυσή του ήταν πολύ εύκολη. Η Εκκλησία δεν τον αναγνώριζε. Στην ουσία επρόκειτο για μια πρακτική, η οποία τις περισσότερες φορές νομιμοποιούσε την αρπαγή χριστιανών γυναικών από μουσουλμάνους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, επιτρεπόταν στις χριστιανές συζύγους να διατηρήσουν τη θρησκεία τους. Στην Ήπειρο μάλιστα, όπου από τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής κυριαρχίας καταγράφτηκαν αρκετές περιπτώσεις μεικτών γάμων, τα παιδιά που γεννιόνταν δεν ανατρέφονταν πάντοτε ως μουσουλμάνοι· συχνά τα κορίτσια ασπάζονταν την πίστη της μητέρας τους, την ώρα που οι αδελφοί τους ακολουθούσαν τον πατέρα τους στο τζαμί.