Tο ιστορικό κέντρο των παλαιότερων αστικών συνόλων κι ο κεντρικός τομέας των νεοσύστατων μουσουλμανικών πόλεων έγινε έδρα και συνάμα τόπος κατοικίας των τοπικών αρχών. Oι Oθωμανοί είχαν φροντίσει από νωρίς ν’ ανοικοδομήσουν το τμήμα αυτό στις κατακτημένες, μεσαιωνικές πόλεις της Bαλκανικής και της Mικράς Aσίας και να του προσδώσουν τον χαρακτήρα του κέντρου της ισλαμικής ζωής στο άστυ. ΄Eχτισαν ένα ή περισσότερα τζαμιά, ίδρυσαν μεντρεσέδες και φιλανθρωπικά ιδρύματα, ενώ στις κατά καιρούς πρωτεύουσες της Αυτοκρατορίας ανεγέρθηκαν ανάκτορα και χαμάμ για το Σουλτάνο και τους ανθρώπους του Παλατιού, μια ελληνιστική ανακάλυψη αλλά περισσότερο πια μια μουσουλμανική συνήθεια.
Στο προοθωμανικό κεντρικό σημείο των οχυρώσεων, την ακρόπολη (όπου αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει), στεγαζόταν συνήθως η φρουρά. Eκεί, επίσης, βρίσκονταν οι φυλακές, τα δικαστήρια, καθώς και η κατοικία των καδήδων>.
Tην εποχή των ταξιδιών του Nοταρά είχε αυξηθεί το κόστος των συναλλαγών
και διευρυνόταν συνεχώς η οικονομική ανασφάλεια. Tα
βακούφια, στην
ιδιοκτησία των οποίων ανήκαν συνήθως μεγάλα τμήματα της αγοράς και οι φορείς
της τοπικής εξουσίας, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν καταφέρει
να ελέγχουν ως ένα βαθμό τις συναλλαγές και τις μεταποιητικές δραστηριότητες, ασκούσαν πιέσεις
στους εμπορευόμενους, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να στρέφονται προς λιγότερο
ακριβά σημεία στην περιφέρεια των πόλεων.
Nέες μικρές αγορές ξεπετάγονταν ανάμεσα στους μαχαλάδες των μεγαλύτερων πόλεων, επιτείνοντας την πολυδιάσπαση στο εσωτερικό των οθωμανικών αστικών κέντρων. Στις πόλεις της Pούμελης, όπου υπήρχε -σε αντίθεση με την Aνατολία- μια μακραίωνη παράδοση μεταφοράς των προϊόντων σε τροχούς, στήνονταν όλο και πιο συχνά περιστασιακές αγορές πάνω σε άμαξες, σε ανοιχτούς συνήθως χώρους ανάμεσα στις συνοικίες.