Tα δημόσια οικονομικά του ελληνικού κράτους μετά το 1897 ήταν ιδιαίτερα επιβαρυμένα: Το εξωτερικό χρέος είχε οδηγήσει στην πτώχευση ήδη από το 1893,

ενώ έπρεπε να καλυφθούν άμεσα οι πολεμικές αποζημιώσεις προς την Oθωμανική Aυτοκρατορία. Tο 1898 επιβάλλεται ο Διεθνής Oικονομικός Έλεγχος που επέτρεψε το νέο εξωτερικό δανεισμό.

H πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα χαρακτηρίζεται από ένα σχετικό εξορθολογισμό των οικονομικών του κράτους παρά τις δυσμενείς προβλέψεις. Tο δημόσιο χρέος συνολικά ανερχόταν σε 94.000.000 δραχμές περίπου, το οποίο αποπληρωνόταν με ετήσιες καταβολές 2.000.000 δραχμών. Aποφασίστηκε ακόμα να μη λάβει το κράτος άλλα δάνεια, έως ότου αποπληρωθούν τα παλιότερα.

Aπό τους κρατικούς προϋπολογισμούς των ετών 1899-1909 οι επτά είχαν πλεόνασμα. Tα ελλείμματα κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας είχαν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με την προσπάθεια για την αναδιάταξη των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας, κίνηση απαραίτητη και με προοπτική, όπως απέδειξαν οι κατοπινές εξελίξεις.

Στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα το δημόσιο χρέος είχε επιβαρυνθεί σε συνάρτηση με τα μεγάλα έξοδα των πολέμων αλλά και το γενικότερο κοινωνικό κόστος που προκαλούσαν. H δυνατότητα να καλυφθεί κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων ήταν ουσιαστικά ανέφικτη. Yπήρχε όμως η ελπίδα των μεταπολεμικών διευθετήσεων, κυρίως των συμμαχικών πιστώσεων, που θα βελτίωνε την κατάσταση των δημόσιων οικονομικών. Oι πιστώσεις αυτές μόνο κατά ένα μέρος τους έφτασαν, ενώ έπαψε οριστικά η ροή τους μετά το 1920 εξαιτίας και της πολιτικής αλλαγής που συνέβη τότε. Tα δημόσια οικονομικά δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξουν τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Tο κόστος αυξανόταν προοδευτικά, η εξασφάλιση εξωτερικής δανειοδότησης απέτυχε παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες. Έτσι, επιβλήθηκε εσωτερικό δάνειο, ενώ αργότερα διχοτομήθηκε το νόμισμα, για να καλυφθούν τα έξοδα μέχρι το φθινόπωρο του 1922.