Στη διάρκεια ανάπτυξης έργων ιστορικού περιεχομένου είναι αναμενόμενο να τίθεται εκ βάθρων το ζήτημα των πηγών. Από καταβολής της ιστορικής επιστήμης οι πηγές χρησιμοποιήθηκαν, «ερωτήθηκαν» και έγιναν αντικείμενο προβληματισμού. Όχι μόνο για το αν είναι ειλικρινείς ή παραπλανητικές, έγκυρες, αδαείς, αυθεντικές ή παραποιημένες. Αλλά επίσης για το ρόλο που μπορούν να κρατήσουν στην ανασύσταση μιας πραγματικότητας, για την οργάνωση και προέλευση των εκδοχών και τελικά για την ερμηνεία. Οποιοδήποτε σύγχρονο ιστορικό έργο δεν μπορεί παρά να ανατρέχει σε αυτές σταθερά, με την κριτική ανησυχία του επιστημονικού λόγου, και να τις εντάσσει στο σώμα της ιστορικής αφήγησης, τόσο ως τεκμήρια, όσο και ως αντικείμενο του ιστορικού γίγνεσθαι. Γιατί οι πηγές δεν αποτελούν ένα «νεκρό μουσειακό έκθεμα», αλλά το αντικείμενο που ο ιστορικός καλείται να δομήσει και να επεξεργαστεί προκειμένου να το καταστήσει «ιστορία».