ΙΣΤΟΡΙΑ & ΨΗΦΙΑΚΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ

Η ιστορική έρευνα συνδέεται με το πλέον φιλόδοξο, αλλά και πλέον ουτοπικό ανθρώπινο εγχείρημα καταγραφής και οργάνωσης της γνώσης προς αναπαράσταση του παρελθόντος. Φιλόδοξο γιατί δε θέτει τίποτα λιγότερο ως στόχο του από την αναπαράσταση του κόσμου ολόκληρου. Ουτοπικό γιατί η κινητικότητα και η πολυπλοκότητα του ζωντανού κόσμου, σε οποιοδήποτε χρονικότητα, δεν είναι εφικτό να αναπαρασταθούν στη στατική εικόνα της καταγραφής του. Τα γνωσιολογικά αυτά προβλήματα, γνωστά ήδη στον Ηράκλειτο και τον Αριστοτέλη, δεν έπαψαν να απασχολούν στη διάρκεια των αιώνων όλους όσοι είχαν και έχουν να κάνουν με τη διαχείριση της γνώσης και της πληροφορίας (ιστορικής κυρίως, αλλά όχι μόνο). Μια μακρά σειρά συμβάσεων έγινε αποδεκτή, πολλές από τις οποίες έχουν τη ρίζα τους σε συμβάσεις τόσο θεμελιώδεις όσο κι εκείνες που επιτρέπουν τη λειτουργία της γλώσσας και συνεπώς της γραφής και της ανάγνωσης. Η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών για την παραγωγή, αποθήκευση, επεξεργασία, οργάνωση και διαχείριση κειμενικής και οπτικοακουστικής πληροφορίας, και η συνακόλουθη έλευση του παγκόσμιου ιστού, μετέβαλλαν, έθεσαν υπό αμφισβήτηση ή ακόμα και ακύρωσαν ορισμένες από τις συμβάσεις και παραδοχές που χαρακτήριζαν ως τώρα το ιστορικό έργο. 



Η γραμμικότητα υπήρξε για αιώνες ο γενικός αναγνωστικός κανόνας που επιβαλλόταν σε κάθε γραπτό έργο, και βέβαια στις λογής λογής «ιστορίες». Ακόμα και όταν χρησιμοποιήθηκαν  διακειμενικές παραπομπές δεν επρόκειτο παρά για υπεκφυγές μπροστά στη συνολική αδυναμία να υπάρξει πραγματική και γενικευμένη διασύνδεση της γνώσης. Η μονοσήμαντη ταξινόμηση υπήρξε μια άλλη υποχρεωτική σύμβαση, καθώς κανένα έντυπο έργο δεν μπορούσε να διαχειριστεί πολλαπλές και τεμνόμενες ιεραρχήσεις (π.χ. να ακολουθεί αυστηρά χρονική και ταυτόχρονα αυστηρά θεματική οργάνωση). Άλλη μια περιοριστική παραδοχή, αυτή τη φορά εξαιτίας του φορέα της ιστορικής γνώσης -του εντύπου- ήταν η σύσταση των ιστορικών έργων αποκλειστικά από κείμενα και στατικές εικόνες, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου το θέμα από τη φύση του είχε διαφορετικές απαιτήσεις (π.χ. «βυζαντινή μουσική»). Τέλος τα έντυπα ιστορικά έργα, όπως το σύνολο σχεδόν των γραπτών έργων, υπήρξαν κλειστά και οριστικά, συνθήκη που επιχείρησαν να απαλύνουν οι αλλεπάλληλες ανανεωμένες εκδόσεις, προσκρούοντας πάντοτε σε περιορισμούς χρόνου, κόστους και όγκου.

Στο ηλεκτρονικό περιβάλλον των υπολογιστών και της δικτυακής επικοινωνίας τους όλες οι παραπάνω συμβάσεις έχουν αναθεωρηθεί. Η θεωρητική και πρακτική ανάπτυξη των βάσεων δεδομένων και η υποστήριξη από τα συστήματα αυτά κινούμενης εικόνας και ήχου μετέβαλλε συνολικά τη μορφή και τις λειτουργίες αυτού που σήμερα αποκαλούμε «ψηφιακή ή ηλεκτρονική δημοσίευση» (digital or e-publication).

 
      
 
 
      
      
      
 
      
copyright © ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ