Η λεγόμενη «Οικία του Κάδμου» ή «Παλαιό Καδμείο» είχε κτιστεί πάνω στον κεντρικό από τους λοφίσκους της Καδμείας. Οι ανασκαφές του Αντώνιου Κεραμόπουλλου στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. αποκάλυψαν τα ερείπια του μεγαλύτερου και καλύτερα μέχρι στιγμής διατηρημένου μυκηναϊκού κτίσματος στο κέντρο περίπου του βορείου τμήματος της μυκηναϊκής ακρόπολης των Θηβών, στην καρδιά της σύγχρονης πόλης. Τα ερείπια αυτά, μέσα από τα οποία ήρθαν στο φως αντικείμενα από χρυσό, αχάτη, ελεφαντοστό και άλλα πολύτιμα υλικά, ερμηνεύτηκαν από τον πρωτοπόρο της έρευνας της μυκηναϊκής Θήβας ως τα κατάλοιπα της «Οικίας του Κάδμου», του ανακτόρου δηλαδή του μυθικού ιδρυτή και βασιλιά της πόλης.
Οργάνωση και χρήση των χώρων:
Το οικοδόμημα αυτό, το οποίο γενικότερα αποκαλείται «Παλαιό Καδμείο», αν και δεν έχει αποκαλυφθεί πλήρως, καθώς ο γύρω χώρος του καταλαμβάνεται από την παράπλευρη Οδό Πινδάρου και από σύγχρονα κτίρια, παρουσιάζει μια κατεύθυνση από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά, καταλαμβάνοντας μια έκταση συνολικού εμβαδού 720 m2. Η μέθοδος κατασκευής του, κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε μεγάλη ποσότητα ξύλινων δοκαριών για την ενίσχυση της πλίνθινης και λίθινης τοιχοδομίας του, όπως και το υλικό που περιείχαν οι ψευδόστομοι αμφορείς, προφανώς δυνάμωσαν την μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε το κτίριο. Έτσι, ένα χαρακτηριστικό της στρωματογραφίας σε όλη την έκταση του συγκροτήματος ήταν οι μεγάλου πάχους καμένες αποθέσεις, αποτελέσματα της καταστροφικής φωτιάς.
Η κάτοψη του συγκροτήματος συνίσταται σε μια σειρά 15 τουλάχιστον σχετικά μικρών δωματίων, τα οποία είναι προσβάσιμα μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος στενών διαδρόμων, ένα χαρακτηριστικό που παρατηρείται στα μινωικά ανάκτορα. Η αρχιτεκτονική διαμόρφωση των δωματίων του συγκροτήματος αυτού είναι περισσότερο σαφής στη δυτική του πλευρά εκτός από τη βορειοδυτική του γωνία, η οποία έχει καταστραφεί. Αντίθετα, η διαμόρφωση της ανατολικής πλευράς, μεγάλο τμήμα της οποίας έχει καταστραφεί από την παρακείμενη Οδό Πινδάρου, είναι προβληματική. Για το τμήμα αυτό του κτιρίου ο Κεραμόπουλλος υποστήριξε την πιθανότητα να αντιστοιχεί στο τριμερές μυκηναϊκό μέγαρο που είναι γνωστό από τις Μυκήνες, την Τίρυνθα και την Πύλο, μια ερμηνεία που, αν και δεν έχει επαρκή στοιχεία τεκμηρίωσης, γίνεται αποδεκτή από τις προτεινόμενες αναπαραστάσεις.
Η είσοδος του κτιρίου γινόταν προφανώς από την ανατολική πλευρά μέσω του βορείου στενού διαδρόμου Κ-Ζ-Ε-Δ, ο οποίος διατρέχει όλο το πλάτος του κτιρίου, αφήνοντας δεξιά του τα δωμάτια Ι, Θ και Η και αριστερά του τα δωμάτια Π και Ν, και, περιστρεφόμενος γύρω από το δωμάτιο Η, το οποίο προφανώς ήταν φωταγωγός, καταλήγει βόρεια στο δωμάτιο Β, τον πιθανολογούμενο πρόδομο του μεγάρου. Μια άλλη είσοδος βρισκόταν πιθανώς στη δυτική πλευρά του συγκροτήματος. Εκεί, ο διάδρομος Π1 διέτρεχε όλο το πλάτος της δυτικής πλευράς του κτιρίου μεταξύ των δωματίων Π και Π5 και ενωνόταν με τον κεντρικό επιμήκη διάδρομο Φ-Μ, ο οποίος ακολουθούσε πορεία κατά μήκος του κεντρικού άξονα του νοτίου τμήματος του συγκροτήματος και διέτρεχε όλο το μήκος του, αφήνοντας δεξιά του τα δωμάτια Λ, Ο1, Π2, Π3 και Π4(;), και αριστερά του τα δωμάτια Ν, Ξ, Ο, Π, Π5, και Π6(;), ενώ συναντούσε βόρεια μεταξύ των δωματίων Λ και Ν τον διάδρομο Κ. Έτσι, μέσω αυτού του δαιδαλώδους συστήματος των διαδρόμων, στους οποίους είχαν πρόσβαση τα δωμάτια, γινόταν η επικοινωνία μεταξύ των διαφόρων χώρων του κτιρίου.
Ωστόσο, φαίνεται πως οι διάδρομοι αυτοί, αν και πολύ στενοί, χρησίμευαν και για την αποθήκευση των μεγάλων ψευδόστομων αμφορέων που έφταναν από την Κρήτη. Έτσι, στα δυο πρώτα τμήματα (Δ-Ε) του βόρειου διαδρόμου, που περιέτρεχαν από βόρεια και δυτικά το δωμάτιο Η και των οποίων το πλάτος δεν υπερβαίνει τα 1,12 μ., ήταν αποθηκευμένοι οι πολυάριθμοι μεγάλοι ψευδόστομοι αμφορείς του Καδμείου, πολλοί από τους οποίους φέρουν επιγραφές σε Γραμμική γραφή Β. Η στενότητα του χώρου υποδηλώνει, σύμφωνα με τον Κεραμόπουλλο, ότι το μεγάλο πλήθος των αγγείων ήταν τοποθετημένο σε ράφια που κρέμονταν από τους τοίχους και την οροφή του κτιρίου. Έτσι, από το τμήμα Δ του διαδρόμου, που έχει πλάτος 1 περίπου μέτρο και μήκος 4 μέτρα, προέρχονται περί τους 80 ψευδόστομοι αμφορείς, ενώ ο αριθμός που βρέθηκε στο τμήμα Ε δεν διευκρινίζεται. Πάντως, ο συνολικός αριθμός των ψευδόστομων που ήταν αποθηκευμένοι στα δυο αυτά τμήματα του διαδρόμου, πολλοί από τους οποίους είναι ακέραιοι, υπερβαίνει τους 120, ενώ οι περισσότεροι από τους μισούς αντιστοιχούν σε ενεπίγραφους. Σύνολο τέτοιων αγγείων βρέθηκε και στη συνέχεια του διαδρόμου στο τμήμα Ζ μαζί με κεραμική που περιλάμβανε κύλικες, κύπελλα και πινάκια, ενώ δυο ακόμα κομμάτια ψευδόστομων καθώς και κύπελλα βρέθηκαν και στο τμήμα Κ του ίδιου διαδρόμου. Τίποτα άλλο δεν βρέθηκε στον διάδρομο αυτό εκτός από το στρώμα καύσης και χαλάσματα, που άλλωστε κάλυπταν ολόκληρο το συγκρότημα. Ο Κεραμόπουλλος αναφέρει επίσης μεγάλο πλήθος κεραμικής από υψίποδες κύλικες, πινάκια και τριποδικά αγγεία που βρέθηκαν και στους άλλους διαδρόμους.
Μεγάλοι ψευδόστομοι βρέθηκαν και στα δωμάτια Ι και Θ, τα οποία φαίνεται πως αποτελούσαν αποθηκευτικούς χώρους. Στο μεν πρώτο ο Κεραμόπουλλος βρήκε μέσα στο στρώμα της καύσης από την καταστροφή του κτιρίου 5 τέτοιους ακέραιους αμφορείς και το πάνω τμήμα ενός ακόμη ψευδόστομου αμφορέα, μαζί με άλλη κεραμική, ένα λίθινο αγγείο και ανάγλυφα κομμάτια λίθινου πλαισίου θυρώματος, ενώ για το άλλο δωμάτιο ο Κεραμόπουλλος αναφέρει την εύρεση ενός ακέραιου και τμημάτων από άλλους 30 ψευδόστομους αμφορείς. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των ψευδόστομων από το Καδμείο ανέρχεται συνολικά στους 158, από τους οποίους οι 67 είναι ενεπίγραφοι και προέρχονται από το τμήμα Δ του διαδρόμου, αποτελώντας σχεδόν το σύνολο των ενεπίγραφων ψευδόστομων αμφορέων της Θήβας.
Ο χαρακτήρας του συγκροτήματος, μέσα στο οποίο βρέθηκαν αποθηκευμένοι οι μεγάλοι ψευδόστομοι αμφορείς, μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητός αν δούμε τα ευρήματα που προέρχονται από τα διάφορα δωμάτιά του. Μεγάλες ποσότητες κεραμικής βρέθηκαν στα δωμάτια Λ και Π, ενώ μικρότερες ποσότητες υπήρχαν σε κάθε δωμάτιο. Πρόκειται για λεπτή κεραμική, κυρίως για αγγεία πόσης, όπως υψίποδες κύλικες και κύπελλα, αλλά και για πινάκια καθώς και για τριποδικά αγγεία. Τοιχογραφίες βρέθηκαν στα δωμάτια Λ, Ν, Ξ και Π, ενώ η καλύτερα διατηρούμενη τοιχογραφία που βρισκόταν στο δωμάτιο Ν παρίστανε πομπή γυναικών. Άλλα ευρήματα περιλαμβάνουν μεγάλες ποσότητες χαντρών από υαλόμαζα στα δωμάτια Ν και Ξ, χρυσά κοσμήματα και κομμάτια χρυσού στα δωμάτια Ν, Ξ και Π, χάλκινες αιχμές βελών και μια αιχμή δόρατος στο δωμάτιο Ξ, κομμάτια από ορεία κρύσταλλο στο ίδιο δωμάτιο, καθώς και λίθινο αγγείο από το δωμάτιο Ι. Έντονη είναι επίσης η παρουσία κατεργασμένων και ακατέργαστων ημιπολύτιμων λίθων όπως και κοσμημάτων από αχάτη, ορεία κρύσταλλο και χρυσό.
Με βάση λοιπόν τα ευρήματα από τους διαφόρους χώρους του, το Παλαιό Καδμείο φαίνεται πως συνδύαζε αποθηκευτικές και εργαστηριακές λειτουργίες. Μπορούμε λοιπόν να αναγνωρίσουμε δύο τμήματα στο συγκρότημα, ανάλογα με τη χρήση των χώρων των τμημάτων αυτών. Το βόρειο τμήμα του συγκροτήματος αφορούσε κυρίως αποθηκευτικούς χώρους και προοριζόταν πρωτίστως για την αποθήκευση των μεγάλων ψευδόστομων αμφορέων, ενώ το νότιο τμήμα παρουσιάζει μια πιο σύνθετη λειτουργία συνδυάζοντας τους αποθηκευτικούς, όπου αποθηκευόταν κυρίως λεπτή κεραμική πόσης, με τους εργαστηριακούς χώρους.
Έτσι, σε αντίθεση με το βόρειο τμήμα, τα δωμάτια του νοτίου τμήματος του συγκροτήματος που αναπτύσσονται εκατέρωθεν του διαδρόμου Μ-Φ παρουσιάζουν διαφορετικό χαρακτήρα, ο οποίος φαίνεται αφενός από την παρουσία τοιχογραφιών και ποικιλίας ευρημάτων από πολύτιμα υλικά και αφετέρου από την απουσία ψευδόστομων αμφορέων. Έτσι, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σύνολο πολυάριθμων κοσμημάτων και ακατέργαστων κομματιών από όνυχα και αχάτη με ίχνη πριονισμού βρέθηκε στον διάδρομο μπροστά από το δωμάτιο Π. Στο δωμάτιο Λ βρέθηκαν σπαράγματα τοιχογραφίας, καθώς και μεγάλη ποσότητα κεραμικής που αριθμούσε πάνω από 100 κύπελλα πόσης. Απέναντι ακριβώς από το Λ, στο δωμάτιο Ν ο Κεραμόπουλλος βρήκε πολυάριθμα σπαράγματα τοιχογραφίας που παρίστανε πομπή γυναικών, ανάλογη με τις αντίστοιχες των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών και της Τίρυνθας. Από το εσωτερικό του δωματίου αυτού προέρχεται επίσης πολυάριθμη κεραμική, κομμάτια χρυσού και εκατοντάδες χάντρες από υαλόμαζα. Το στρώμα καταστροφής του διπλανού δωματίου Ξ περιείχε κομμάτια χρυσού, επεξεργασμένα κομμάτια από ορεία κρύσταλλο, φύλλα μολύβδου και χάντρες από υαλόμαζα. Στο ίδιο στρώμα καταστροφής από το διπλανό δωμάτιο Ο βρέθηκαν μερικά σπαράγματα τοιχογραφιών, πολλές χάντρες από υαλόμαζα, χάλκινες αιχμές βελών και μια αιχμή ακοντίου, κομμάτια μολύβδου και χρυσών κοσμημάτων, αντικείμενα από ορεία κρύσταλλο με ίχνη πριονισμού, καθώς και αρκετή κεραμική. Τέλος, από το δωμάτιο Π προέρχονται χρυσά κοσμήματα μαζί με πλήθος κεραμικής, καθώς και μερικά σπαράγματα τοιχογραφιών.
Με βάση την αρχιτεκτονική μελέτη προκύπτει ότι το σχέδιο του διαδρόμουΖ-Ε-Δ χρησίμευε ως πλαίσιο ξύλινης σκάλας προς τον επάνω όροφο, εγκατεστημένη κάποτε στο διάδρομο Δ, προσβάσιμη αποκλειστικά από τον χώρο Β και βαίνουσα από ανατολικά προς δυτικά με πλατύσκαλο στη βόρεια πλευρά του διαδρόμου Ε. αυτή θαείχε περίπου 20 σκαλοπάτια ύψους 0,18 μ. δεν αποκλείεται να υπήρχε και σκάλα προς δεύτερο όροφο στο ίδιο σημείο, προσβάσιμη μέσω διαδρόμου στην περιοχή πάνω από τους χώρους Ε, Ζ, Θ του πρώτου ορόφου. Ο χώρος Η μπορεί έτσι άνετα να ερμηνευθεί ως φωταγωγός που εξασφάλιζε αερισμό και και διάχυτο φως για το αρκετά κλειστοφοβικό αποθηκευτικό ισόγειο στην περιοχή Ζ, Μ, Κ, Θ και φυσικά για τους αντίστοιχους χώρους στον επάνω όροφο (-ους). όσον αφορά την ανοδομή του «μεγάρου» (Α, Β) είναι πιθανό ότι και αυτή είχε όροφο, π.χ. με εξώστη πάνω από τον χώρο Α κατά τα ομηρικά πρότυπα, προσβάσιμο από τον χώρο πάνω από τον Β. Το κεντρικό-νότιο μέρος της Οικίας του Κάδμου, από την άλλη πλευρά, μπορεί να αναπαρασταθεί με χώρους αντίστοιχους προς του ισογείου, προσβάσιμους από έναν αντίστοιχο κεντρικό διάδρομο. Οι παχείς τοίχοι στην περιοχή Ξ-Ο, μάλιστα, καθώς και ο πυκνός σχεδιασμός τους κατά πάσα πιθανότητα χρησίμευαν ως υποστηρίγματα μιας βαριάς ανωδομής ή ενός μεγάλου χώρου (π.χ. διμερούς μεγαροειδούς) στον επάνω όροφο. Ο τελευταίος θα μπορούσε να έχει πρόσβαση όχι μόνο στον κεντρικό διάδρομο του επάνω ορόφου (και από εκείστο «μέγαρο» Α-Β), αλλά και στους χώρους αποθήκες του ισογείου, μέσω μιας σκάλας βαίνουσας προς δυτικά στον διάδρομο Π1.
Κατασκευαστικά στοιχεία:
Τα θεμέλια είναι χτισμένα με αδρά δουλεμένους ασβεστόλιθους, πάνω στο προετοιμασμένο φυσικό έδαφος και με άφθονο πήλινο συνδετικό κονίαμα.το επάνω μέρος των θεμελίων σχημάτιζε κρηπίδωμα, όπου βασιζόταν η ανωδομή του ισογείου, κατασκευασμένη από πλίνθους και συνδετικό πηλό με ξυλοδεσιές – τόσο εμβατικές/ένδεσμες (εγκάρσιες) όσο και θράνους (κατά μήκος των τοίχων), συνδεδεμένες με εντορμίες και ξύλινους συνδέσμους. Οι ανωδομές των τοίχων του επάνω ορόφου (-ων) θα ήταν κατασκευασμένες με παρόμοιο τρόπο. Πηλός είχε τοποθετηθεί σε ρευστή μορφή και ως μόνωση γύρω από τις ξυλοδεσιές και κάτω από τα θεμέλια. Οι τοίχοι ήταν επιχρισμένοι είτε με πηλοκονίαμα, είτε με απλό, αδρό ασβεστοκονίαμα. Τα δάπεδα ήταν κατά κανόνα από πηλό ή χώμα πατημένο. Εξαίρεση αποτελεί το δάπεδο του δωματίου Ν, από ασβεστοκονίαμα και ανάμεικτα κομμάτια τοιχογραφιών. Τα ταβάνια του ισογείου, από πηλό πιεσμένο σε καλάμια, δείχνουν και τον τρόπο κατασκευής των πατωμάτων του επάνω ορόφου μαζί με τα υπόλοιπα υλικά (ξύλα και πηλούς) που κατέρρευσαν στα δωμάτια του ισογείου. Ήταν δηλαδή από δοκούς ξύλινους, συνδεδεμένους με τις ξυλοδεσιές των τοίχων του ισογείου, με δόρωση από καλάμια και (πάνω) επιφάνεια από πιεσμένο χώμα αλειμμένο με πηλό. Όσον αφορά την οροφή του κτηρίου, αυτή ήταν μάλλον δίρριχτη με κεραμίδια, τα οποία έχουν βρεθεί στις ανασκαφές αλλά δεν σώζονται σε μεγάλες ποσότητες. Μερικά σημεία της οροφής (π.χ. ο φωταγωγός) θα ήταν ξεχωριστά διαμορφωμένοι σαν luminaria.
Ιωάννης Φάππας