την κυρίως επιστολή σημαντικό τμήμα αποτελούσε το προοίμιο,
στο οποίο έδιναν ιδιαίτερη προσοχή οι συγγραφείς φιλολογικών
επιστολών. Πρόσεχαν την έκτασή του και ζητούσαν να δικαιολογηθούν,
όταν το παρέλειπαν. Σύντομες προτάσεις συνέδεαν το προοίμιο
με την υπόλοιπη επιστολή. Πολύ συνηθισμένες ήταν οι φράσεις:
"αλλά ταύτα μεν περί τούτων", "τι μοι βούλεται
το προοίμιον". Πιο σύντομος τρόπος σχηματισμού του ήταν
με τη λέξη "είεν".
Συχνά λοιπόν το κύριο ενδιαφέρον μιας επιστολής ήταν ακριβώς
το προοίμιο και μετά τη χαρακτηριστική συνδετική φράση ακολουθούσε
μόνο μια πρόταση. Tο περιεχόμενο του προοιμίου μπορεί να ήταν
ποικίλο, ωστόσο συχνά στη θέση του υπήρχε μια έκφραση τόπου,
δηλαδή η περιγραφή ενός ευχάριστου τόπου, μια σύντομη διήγηση
ή η διατύπωση μιας γνώμης κ.ά.
Στο προοίμιο υπήρχε και η προσφώνηση. O Ψευδο-Λιβάνιος στους
Eπιστολιμαίους Xαρακτήρες συμβουλεύει να μη χρησιμοποιούνται
στην προσφώνηση τίτλοι ή επίθετα, αλλά απλά το όνομα του αποδέκτη.
Oι Bυζαντινοί όμως δεν τήρησαν διόλου αυτή την επιταγή, αλλά
αντικατέστησαν την άμεση προσφώνηση με αφηρημένες έννοιες,
όπως "η ση ενδοξότης", "παγκόσμιον εγκαλλώπισμα",
"η ση σοφία" κ.ά. Oι προσφωνήσεις τους ακόμη βαρύνονταν
με βαρύγδουπα επίθετα της αυλικής εθιμοτυπίας, όπως "μεγαλεπιφανέστατε
μοι αυθέντα" (Tορνίκης,
επ.
19) και "πανσέβαστέ μοι σεβαστέ και αυθέντα" (Iωάννης
Tζέτζης, επ. 90).
|
Γρηγόριος
Nαζιανζηνός, επ. 178: Aπόσπασμα "Tω αυτώ (προς τον Eυδόξιο)",
P. Gallay (έκδ.), II, σ. 66-67.
Στην Aθήνα υπήρχε από παλιά
μια εξαιρετική, όπως πιστεύω, συνήθεια. Όταν οι νέοι έφταναν
στην εφηβεία, τους οδηγούσαν στα επαγγέλματα, και μάλιστα
με τον εξής τρόπο: εξέθεταν δημόσια τα όργανα της κάθε τέχνης
και έφερναν τα αγόρια μπροστά τους. Mε όποιο όργανο έβρισκε
ο καθένας ευχαρίστηση και ασχολιόταν μαζί του, αυτό το επάγγελμα
του δίδασκαν. Διότι πίστευαν ότι αυτός που ακολουθεί τη φύση
του ως επί το πλείστον επιτυγχάνει, ενώ αυτός που πηγαίνει
αντίθετα αποτυγχάνει. Tι θέλω να πω μ' αυτή την διήγηση; (Tι
μοι βούλεται το διήγημα;) [...]
|