Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα αντρόγυνο που δεν είχε παιδιά κι ο καημός του ήταν μεγάλος. Ο άντρας που ήταν ζαχαροπλάστης, έβλεπε πόσο στενοχωριόταν η γυναίκα του και καιγόταν η καρδιά του. Για να την παρηγορήσει, πήρε ένα κομμάτι από τη ζύμη που έφτιαχνε το χαλβά και έπλασε ένα κοριτσάκι όμορφο σαν κούκλα και γλυκό σαν το μέλι. Το πήρε όλο χαρά η γυναίκα του και το κάθισε στο λιακωτό** του σπιτιού.
Λίγο αργότερα πέρασε από εκεί το βασιλόπουλο. Είδε τη Χαλβαδένια και του άρεσε πολύ. Πήγε αμέσως στον πατέρα του το βασιλιά και του είπε ότι την αγάπησε και θέλει να την πάρει γυναίκα του.
«Μα ο ζαχαροπλάστης δεν έχει κόρη, γιε μου», του είπε ξαφνιασμένος ο βασιλιάς. «Κι έπειτα δεν ταιριάζει εσύ, ένα βασιλόπουλο, να παντρευτείς κοπέλα που δεν είναι της σειράς σου».
Αλλά το βασιλόπουλο δεν άκουγε τίποτα κι έπεσε άρρωστο. Τι να κάνει ο βασιλιάς, έστειλε προξενητάδες στο σπίτι του ζαχαροπλάστη, που τους είδε και τα 'χασε! Τους εξήγησε ότι το κορίτσι που είδε το βασιλόπουλο να κάθεται στο λιακωτό είναι άψυχο, φτιαγμένο από χαλβά. Αλλά εκείνοι ανέβασαν τη Χαλβαδένια σε μια άσπρη φοράδα και τράβηξαν για το παλάτι. Καθώς διέσχιζαν το κοντινό ποτάμι, η φοράδα άρχισε να μιλάει μ' ανθρώπινη φωνή:
«Χαλβαδένια, πιες νερό.
Το νεράκι είν' η ψυχή σου,
η ανάσα κι η ζωή σου.
Τα χειλάκια σου σα βρέξεις,
στη στιγμή θα ζωντανέψεις!»
Έπειτα, ορθώθηκε στα πισινά της πόδια κι η Χαλβαδένια γλίστρησε, έπεσε στο νερό και ζωντάνεψε! Μόνο που δεν έβγαζε μιλιά από το στόμα της. Οι προξενητάδες τη βοήθησαν να ανέβει πάλι στη φοράδα και συνέχισαν το δρόμο τους. Την άλλη κιόλας μέρα έγινε ο γάμος της με το βασιλόπουλο κι όλοι ήταν χαρούμενοι. Μόνο ο βασιλιάς είχε ακόμη τις αμφιβολίες του για το αν η νύφη ήταν κατάλληλη για το γιο του.
Το βασιλόπουλο είχε προσέξει πως η γυναίκα του δε μιλούσε, αλλά δεν ανησύχησε. «Θα είναι ντροπαλή και περιμένει να φύγει ο κόσμος, για να μου μιλήσει», σκεφτόταν. Αλλά η Χαλβαδένια δε μίλησε ούτε σ' εκείνον, ούτε σε κανέναν άλλο στο παλάτι. Μόνο όταν ήταν ολομόναχη, μιλούσε με τα άψυχα:
«Έλα, άναψε φωτίτσα μου,
να βράσω τη σουπίτσα μου»,
έλεγε της φωτιάς κι εκείνη αμέσως φούντωνε. Πρόσταζε τη χύτρα να γεμίσει νερό από τη βρύση και ν' ανέβει στην πυροστιά και το κρέας να μπει στη χύτρα για να ψηθεί κι όλα υπάκουαν στα λόγια της.
Στην αρχή το βασιλόπουλο προσπαθούσε να τη δικαιολογήσει. Καθώς όμως περνούσε ο καιρός, άρχισε να βαριέται τη ζωή με μια γυναίκα που δεν του έλεγε λέξη. Που να ήξερε ότι η καημένη η Χαλβαδένια δε μιλούσε, επειδή ήταν δεμένη με τα μάγια του νερού που τη ζωντάνεψε! Με τα πολλά πείστηκε από τον πατέρα του να τη στείλει πίσω στους γονείς της.
Σύντομα ο βασιλιάς αρραβώνιασε το γιο του με μια αρχοντοπούλα που δεν έβαζε γλώσσα μέσα της και που το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάει με τις παραμάνες της να επισκεφθεί τη Χαλβαδένια. Ήθελε να της δείξει πόσο καλά ήξερε να γνέθει, για να τη ντροπιάσει. Μόλις έφτασαν στο σπίτι του ζαχαροπλάστη, κάθισαν και άρχισαν να γνέθουν, ενώ η αρχοντοπούλα σχολίαζε υποτιμητικά ό,τι έβλεπε γύρω της. Ξαφνικά, η Χαλβαδένια είπε:
«Τρεχάτε και μας ήρθανε
τρανοί μουσαφιρέοι.
Κόπιασε, τραπεζάκι μου,
γλυκά, σερβιριστείτε.
Κι εσείς ποτήρια, πιατικά,
στο δίσκο αραδιαστείτε!»
Αμέσως παρουσιάστηκε ένα τραπεζάκι γεμάτο γλυκά και ποτά και στάθηκε μπροστά τους. Οι επισκέπτριες έφαγαν και ήπιαν έκπληκτες και ξανάρχισαν το γνέσιμο. Εκεί που η Χαλβαδένια έγνεθε, της κόπηκε το νήμα. Έβγαλε από την τσέπη της ένα μαχαιράκι και κριτς κρατς έκοψε την άκρη της μύτης της, έτριψε με αυτή το νήμα και το κόλλησε. Έπειτα ξανάβαλε την άκρη της μύτης της στη θέση της, γιατί -μην ξεχνάτε- ήταν φτιαγμένη από χαλβά!
Η αρχοντοπούλα κοκκίνισε από τη ζήλια. Γύρισε στο παλάτι και προσπάθησε να κάνει ό,τι ακριβώς έκανε η Χαλβαδένια. Όταν το βασιλόπουλο τη βρήκε μέσα στα αίματα, με κομμένη μύτη, έριξε όλο το φταίξιμο στη Χαλβαδένια. Αλλά εκείνο αποφάσισε ότι δεν του άξιζε να παντρευτεί μια γυναίκα τόσο επιπόλαιη. Ο βασιλιάς συμφώνησε μαζί του και το αρραβώνιασε αμέσως με μια άλλη βασιλοπούλα.
Στο γλέντι των αρραβώνων κάλεσαν και τη Χαλβαδένια. Αλλά η καινούργια νύφη έβαλε κρυφά τόσο πιπέρι στο πιάτο της, που δεν μπορούσε να φάει μπουκιά. Τότε της είπε με κακία:
«Του λόγου σου είσαι τόσο καλομαθημένη που δε σ' αρέσει το φαγητό μας;»
«Τρία χρόνια ήμουν γυναίκα του βασιλόπουλου και σεβόμουν τον άντρα μου και τους καλεσμένους του. Κι εσύ που είσαι ακόμη αστεφάνωτη, μιλάς με τέτοια αυθάδεια», είπε ξαφνικά η Χαλβαδένια. Κι έπειτα σώπασε, ενώ όλοι οι καλεσμένοι είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη!
Η βασιλοπούλα αποφάσισε να εκδικηθεί τη Χαλβαδένια για την προσβολή που της έκανε. Πήρε τις παραμάνες της και πήγε στο σπίτι της. Εκείνη τις δέχτηκε αμίλητη, αλλά ύστερα από λίγο είπε:
«Τηγάνι, τηγανάκι μου, ανέβα στη φωτιά.
Τους ξένους πρέπει να φιλέψω,
ψαράκια θα τους μαγειρέψω.
Πού είναι το λάδι να έρθει να κάψει,
να τσιτσιρίσει
και τα ψαράκια μου να τηγανίσει;»
Αμέσως το τηγάνι ξεκρεμάστηκε από τον γάντζο του και πήδηξε πάνω στην πυροστιά και το λάδι χύθηκε στο τηγάνι. Μόλις άρχισε να τσιτσιρίζει, η Χαλβαδένια βούτηξε τα χέρια της στο λάδι κι αμέσως το τηγάνι γέμισε δέκα φρεσκότατα μπαρμπούνια! Οι παραμάνες συμφώνησαν πως δεν είχαν φάει νοστιμότερα ψάρια στη ζωή τους. Όταν επέστρεψαν στο παλάτι, η βασιλοπούλα έτρεξε να μιμηθεί τη Χαλβαδένια. Και φυσικά κατακάηκε! Την άκουσε το βασιλόπουλο που ούρλιαζε από τον πόνο κι έτρεξε κοντά της. Όταν του εξήγησε πως για ό,τι έπαθε φταίει η Χαλβαδένια, δεν ήξερε πια τι να υποθέσει. Τη χώρισε κι αυτήν και δεν ήθελε να δει γυναίκα ούτε ζωγραφιστή!
Μια μέρα που η Χαλβαδένια είχε στείλει το μπρίκι και τη χύτρα στη βρύση να φέρουν νερό, έτυχε να πάει και το βασιλόπουλο, για να ποτίσει τ' άλογό του. Τα πέταλα του αλόγου κροτάλισαν δυνατά πάνω στα πλακόστρωτο κι η χύτρα απ' την τρομάρα της έπεσε πάνω στο μπρίκι και το γρατσούνισε.
«Κοίτα τι μου έκανες! Θα το μαρτυρήσω της κυράς μας και θα σε μαλώσει!», φώναξε το μπρίκι.
«Έννοια σου και δε θα πάθω τίποτα. Άμα πω της Χαλβαδένιας "μα τον παππού σου που νηστεύει, τη γιαγιά σου την άσπρη ζάχαρη και τον πατέρα σου το ζαχαροπλάστη, δεν το ήθελα, τρόμαξα και κατά λάθος έπεσα πάνω στο μπρίκι", θα μιλήσει, μα δε θα με μαλώσει», του απάντησε η χύτρα.
Το βασιλόπουλο άκουσε τι είπαν και τα ακολούθησε. Όταν έφτασαν στο σπίτι του ζαχαροπλάστη, στάθηκε πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα. Τα πράγματα έγιναν όπως τα περιέγραψε η χύτρα. Τότε, όρμησε μέσα και είπε της Χαλβαδένιας:
«Μα τον παππού σου που νηστεύει, τη γιαγιά σου την άσπρη ζάχαρη και τον πατέρα σου το ζαχαροπλάστη, πες μου μια λέξη, μίλησε και σ' εμένα επιτέλους!»
Η Χαλβαδένια ξαφνιάστηκε, αλλά αμέσως του χαμογέλασε και του εξήγησε πως με αυτά του τα λόγια λύθηκαν τα μάγια που την ανάγκαζαν να μένει σιωπηλή. Από εκείνη τη μέρα έζησαν ευτυχισμένοι. Η Χαλβαδένια γλύκαινε τη ζωή του βασιλόπουλου με τις χάρες της και θα του γλύκαινε και τον καφέ, βουτώντας στο μπρίκι το δαχτυλάκι της. Όμως το βασιλόπουλο που την αγαπούσε πολύ, δεν την άφηνε να το κάνει, γιατί έπινε πολλούς καφέδες και φοβόταν να μη φυράνει το δαχτυλάκι της!
* Το κείμενο είναι διασκευή ενός παλιού παραμυθιού της Δανάης Τσουκαλά.
** Βεράντα, συνήθως κλεισμένη με τζαμαρία, σε χωριάτικα και νησιώτικα σπίτια
|