Ο εξοπλισμός της πυγμής
Προκειμένου
να κρατούνται σταθεροί οι καρποί και οι αρθρώσεις των δακτύλων,
οι πύκτες (πυγμάχοι) -ήδη από τα ομηρικά χρόνια έως και τον 5ο αι.
π.Χ.- τύλιγαν στα χέρια ιμάντες, τα στρόφια ή μειλίχαι. Ήταν λωρίδες
από μαλακό δέρμα βοδιού, μήκους 3 μ. περίπου, τις οποίες και άλειφαν
με λάδι ή λίπος για να διατηρούνται μαλακές. Τύλιγαν τους ιμάντες
γύρω από τις πρώτες κλειδώσεις των δαχτύλων και μετά τους περνούσαν
διαγώνια, από την παλάμη μέχρι το πάνω μέρος του χεριού, αφήνοντας
τον αντίχειρα ακάλυπτο. Στη συνέχεια, τους έδεναν γύρω από τον καρπό
ή ψηλά στο βραχίονα με μια θηλιά. Τον 4ο αι. π.Χ. οι ιμάντες που
κάλυπταν την πρώτη φάλαγγα των δακτύλων ενισχύθηκαν με σκληρότερο
δέρμα εξωτερικά και μαλλί εσωτερικά (σφαίραι) και χρησιμοποιούνταν
περισσότερο στην προπόνηση.
Από τον 4ο αι. π.Χ. έως και το 2ο αι. π.Χ., οι πυγμάχοι άρχισαν να φορούν ένα είδος γαντιού που αποτελούνταν από δερμάτινες λωρίδες τυλιγμένες εκ των προτέρων, τους οξείς ιμάντες. Η ρωμαϊκή εφεύρεση του caestus, ενός γαντιού πυγμαχίας ενισχυμένου με σίδερο και μολύβι, μεταμόρφωσε την ελληνική τέχνη της πυγμαχίας σε έναν απάνθρωπο και φονικό αγώνα.
|