Τα νέα προβλήματα
Το πρόβλημα για την ελληνική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1930, συνίστατο στο πώς θα μπορούσε να ελιχθεί και να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα μίας περιφερειακής βαλκανικής χώρας ανάμεσα σε δύο διαμετρικά αντίθετες δέσμες επιδιώξεων αλλά και "κοσμοθεωρίες", ανάμεσα στον αστικό φιλελελευθερισμό (Αγγλία-Γαλλία) και τον πολιτικό αυταρχισμό (Γερμανία-Ιταλία).
Ο συγκερασμός σε ένα ενιαίο αμυντικό δόγμα απόλυτα αντικρουόμενων διπλωματικών προσανατολισμών, δεδομένης και της επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ των φασιστικών καθεστώτων και του αγγλογαλλικού συνασπισμού, φάνταζε ανέφικτο όραμα. Ήδη το 1935 η Ελλάδα είχε συνυπογράψει την επιβολή κυρώσεων στην Ιταλία από την Κοινωνία των Εθνών. Μολονότι αυτή η απόφαση προβλήθηκε ως συλλογική πολιτική επιλογή της βαλκανικής Entente, η ελληνική κυβέρνηση συνειδητοποίησε τον κίνδυνο να εκτεθεί η χώρα στο έλεος των ιταλικών επεκτατικών προθέσεων και προέβη το 1937 στην αναζήτηση επίσημων δεσμεύσεων από την πλευρά της Βρετανίας για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Τέτοιες δεσμεύσεις δεν αναλήφθηκαν από τη Βρετανία κατά τη διετία 1937-1938, μιας και η τελευταία επιθυμούσε την αποφυγή κινήσεων που θα αποξένωναν διπλωματικά την Ιταλία και θα δημιουργούσαν νέες εστίες έντασης και αντιπαράθεσης στο ζωτικό χώρο της Μεσογείου. Ωστόσο, η στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς τη Βρετανία δεν πέρασε απαρατήρητη από την ιταλική κυβέρνηση. Ειδικά μετά την προσάρτηση της Αλβανίας, το Πάσχα του 1939, η παρουσία ιταλικών δυνάμεων βόρεια της Ελλάδας αποσκοπούσε στην άσκηση πολιτικής πίεσης στην Ελλάδα, για να αποφευχθεί η περαιτέρω προσέγγιση με τη Βρετανία και να μην επιτραπεί η εγκατάσταση βρετανικών δυνάμεων σε ελληνικό έδαφος.
|