|
|
|
|
Η χαλάρωση των διαβαλκανικών δεσμών
Η κυβέρνηση του Μεταξά συνέχισε την πολιτική ουδετερότητας απέναντι στις αντιμαχόμενες παρατάξεις και την τακτική αποφυγής προκλήσεων απέναντι στην Ιταλία. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η παροχή εγγυήσεων στη χώρα από τη Βρετανία και τη Γαλλία αποτελούσε διπλωματικό πλεονέκτημα στερούμενο ουσιαστικής σημασίας ή χρησιμότητας, μιας και δε συνοδευόταν από συγκεκριμένες δεσμεύσεις στρατιωτικού χαρακτήρα για την αντιμετώπιση του φασιστικού επεκτατισμού. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της ελληνικής κυβέρνησης για πιο ουσιαστική αρωγή από τις Δυτικές Δυνάμεις όσον αφορά στην αμυντική θωράκιση της χώρας, η ελληνική εξωτερική πολιτική απέτυχε κατά τη διετία 1939-40 να εξασφαλίσει συμμαχίες που θα παρείχαν πολιτική και επαρκή στρατιωτική κάλυψη.
Η αποτυχία αυτή έλαβε δραματικές διαστάσεις μετά την κατάρρευση της διαβαλκανικής συνεργασίας και την άρνηση ή αδυναμία των βαλκανικών χωρών να προβούν σε συνεννόηση για την επίτευξη συλλογικών αμυντικών σχεδίων. Με την έναρξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, τα βαλκανικά κράτη επέδειξαν έντονες φυγόκεντρες τάσεις: ενώ η Ελλάδα και η Τουρκία αναζήτησαν αρωγή από τις δυτικές δυνάμεις, η Γιουγκοσλαβία, η Βουλγαρία και, σταδιακά, η Ρουμανία κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της Γερμανίας. Η πολυδιάσπαση αυτή όχι μόνο κατέστρεψε κάθε πιθανότητα διαβαλκανικής συνεργασίας, αλλά οδήγησε και σε χαλάρωση των διμερών σχέσεων και συμφωνιών μεταξύ των βαλκανικών χωρών.
|