English  
 
     
 

Δίδυμα

Τα Δίδυμα/Βραγχίδαι βρίσκονται στα δυτικά παράλια της σύγχρονης Τουρκίας, στη θέση της νεότερης πόλης Didim, περίπου 20 χλμ. νότια από την αρχαία Μίλητο. Εκεί υπήρχε ιερό και μαντείο του Απόλλωνα, το οποίο συνδεόταν με τη Μίλητο μέσω ενός λιθόστρωτου δρόμου. Η Ιερά Οδός διερχόταν από ένα μικρό λιμάνι, τον Πάνορμο, απ’ όπου συνήθως κατέφθαναν οι ξένοι προσκυνητές του μαντείου. Το τελευταίο αυτό τμήμα της πομπικής οδού το στόλιζαν αγάλματα που χρονολογούνται στην Αρχαϊκή εποχή.

Τα Δίδυμα αποτελούσαν ένα από τα μεγαλύτερα ιερά της Μικράς Ασίας. Περιλάμβανε ένα από τα πιο φημισμένα μαντεία του αρχαίου κόσμου,ανάλογης σημασίας με το μαντείο των Δελφών στην κυρίως Ελλάδα, ενώ ο ναός, που ήταν ευρύτερα γνωστός ως Διδυμαίο, ήταν από τα σημαντικότερα μνημεία της Αρχαιότητας. Μολονότι οι αρχαίοι συγγραφείς μνημονεύουν μόνο το ναό του Απόλλωνα, επιγραφικές μαρτυρίες και έργα τέχνης της Ελληνιστικής περιόδου και των Αυτοκρατορικών χρόνων υποδεικνύουν την ύπαρξη και άλλων λατρειών, μεταξύ των οποίων της Άρτεμης, του Δία, της Λητώς, της Εκάτης, της Αφροδίτης και της Τύχης.

Στους Ίωνες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή δόθηκαν στα Δίδυμα ένας ιερός χώρος λατρείας, ο οποίος περιελάμβανε άλσος και πηγή. Οι ανασκαφές έδειξαν ότι το πρώτο κτήριο του ιερού, ο λεγόμενος σηκός Ι, χρονολογείται περίπου το 700 π.Χ. Τον ύστερο 7ο και τον 6ο αι. π.Χ. τα Δίδυμα έφτασαν αναμφίβολα στο απόγειο του κύρους και της επιρροής τους στις πολιτικές εξελίξεις του αιγαιακού χώρου. Την περίοδο εκείνη ο Αιγύπτιος Φαραώ Νεχώ και ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος έστειλαν αφιερώματα στο θεό Απόλλωνα.

Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. άρχισε η ανοικοδόμηση του μνημειώδους ναού, που αποτέλεσε μαζί με το Αρτεμίσιο της Εφέσου και το Ηραίο της Σάμου, από τους σημαντικότερους και μεγαλύτερους ιωνικούς ναούς των Αρχαϊκών χρόνων. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσίαζε η ανάγλυφη διακόσμηση των αρχιτεκτονικών μελών του ναού. Οι κατώτεροι σφόνδυλοι των κιόνων του προνάου κοσμούνταν με ανάγλυφες μορφές που παρίσταναν χορό κοριτσιών, ενώ μυθικά όντα και η αποτρόπαια μορφή της Γοργούς κοσμούσαν το επιστύλιο του ναού.

Ο ναός ήταν δίπτερος και περιελάμβανε βαθύ πρόναο και «υπαίθριο σηκό». Στο βάθος του σηκού υπήρχε ναΐσκος, όπου στεγαζόταν το λατρευτικό χάλκινο άγαλμα του θεού Απόλλωνα, έργο του γλύπτη Κανάχου από τη Σικυώνα. Στα ανατολικά μπροστά από ναό υπήρχε κυκλικός βωμός, μια κρήνη, καθώς και δύο στοές. Όλα τα οικοδομήματα χρονολογούνται τον 6ο αι. π.Χ. και εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του ιερού. Τα Δίδυμα λεηλατήθηκαν από τους Πέρσες το 494 ή το 479 π.Χ., ο ναός του Απόλλωνα καταστράφηκε, ενώ και το λατρευτικό άγαλμα του θεού μεταφέρθηκε στην Ανατολή.

Κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. το ιερό παρήκμασε, ενώ μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή αρχίζει μια νέα εποχή οικοδομικής δραστηριότητας στα Δίδυμα. Μετά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. ξεκινά η κατασκευή του ναού του Απόλλωνα, που αυτή τη φορά προοριζόταν όχι μόνο να γίνει ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα κτήρια της εποχής του, αλλά και να καταστεί γνωστός σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Αρχιτέκτονες του μνημείου ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, ο Παιώνιος από την Έφεσο, που είχε εργαστεί και στο Αρτεμίσιο της Εφέσου, και ο Δάφνις από τη Μίλητο. Η οικοδόμηση του ναού συνεχίστηκε μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. Η εξωτερική μάλιστα διακόσμησή του ολοκληρώθηκε στους Ρωμαϊκούς Αυτοκρατορικούς χρόνους, ενώ πολλά σημεία του έμειναν ανολοκλήρωτα. Το νέο Διδυμαίο ακολούθησε σε γενικές γραμμές το σχέδιο του παλαιότερου αρχαϊκού ναού.

Ήταν ιωνικός δίπτερος ναός, χτισμένος πάνω σε ψηλή κρηπίδα, και συντίθεται από χώρους διαφορετικής λατρευτικής λειτουργίας. Στην πρόσοψη είχε μεγαλοπρεπή κλίμακα, που οδηγούσε σε βαθύ πρόναο με τέσσερις σειρές κιόνων. Στη μικρή αίθουσα, που διαμορφωνόταν ανάμεσα στον πρόναο και το σηκό, υπήρχαν δύο κορινθιακοί κίονες. Ο χώρος αυτός αποτελούσε το χρηστήριο και είχε σχεδιαστεί σαν ένα είδος σκηνής από όπου οι μάντεις του Απόλλωνα ανακοίνωναν τους χρησμούς. Ο ανατολικός τοίχος της δίστυλης αίθουσας διακοπτόταν από τρεις θύρες, ανάμεσα στις οποίες διαμορφωνόταν ένα ζεύγος ημικιόνων κορινθιακού ρυθμού και από εκεί μια μεγάλη κλίμακα οδηγούσε στο σηκό. Στις πλευρές του χρηστηρίου κλίμακες με οροφή διακοσμημένη με μαιάνδρους, που ονομάζονται λαβύρινθοι, επέτρεπαν την άνοδο στη στέγη και προφανώς χρησίμευαν στις λατρευτικές τελετουργίες. Κάτω από αυτές βρίσκονταν υπόγειοι θολωτοί διάδρομοι-σήραγγες, που διαμόρφωναν ένα μυστηριακό περιβάλλον. Από τους διαδρόμους αυτούς μπορούσε να εισέλθει κανείς από τον πρόναο στον τεράστιο σηκό. Ο σηκός βρισκόταν σε κατώτερο επίπεδο από τον πρόναο και το χρηστήριο και ήταν υπαίθριος. Ουσιαστικά διαμορφωνόταν ως μια μεγάλη ανοιχτή αυλή όπου υπήρχαν ιεροί θάμνοι δάφνης και πηγή νερού. Οι τοίχοι του σηκού ήταν εξαιρετικά ψηλοί (ύψος 20 μ.) και ενισχύονταν με παραστάδες, οι οποίοι εδράζονταν σε ψηλά βάθρα και έφεραν ανάγλυφη ζωφόρο. Στο βάθος του σηκού βρισκόταν ο τετράστυλος ιωνικός ναΐσκος με το λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα, το οποίο στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. το επέστρεψε στο ιερό ο βασιλιάς Σέλευκος Α΄. Μεγάλη ποικιλία παρουσίαζε ο αρχιτεκτονικός διάκοσμος του ναού, που συνδύαζε ελληνικά θέματα με στοιχεία εμπνευσμένα από την Ανατολή.

Στη δυτική πλευρά του ναού εντοπίστηκαν τα ερείπια Σταδίου της Ύστερης Ελληνιστικής περιόδου, όπου λάμβαναν χώρα αθλητικοί αγώνες στη διάρκεια των Διδυμείων, εορτών προς τιμήν του Διδυμαίου Απόλλωνα. Οι γιορτές αυτές θεσμοθετήθηκαν γύρω στο 200 π.Χ. και έκτοτε διοργανώνονταν κάθε τέσσερα χρόνια.

Πολλά και ποικίλα κτήρια, μεγάλα και μικρά συμπλήρωναν τις εγκαταστάσεις του συγκροτήματος. Κατασκευάστηκαν για τις διοικητικές λειτουργίες, την αποθήκευση, τη λατρεία ή απλώς τον εξωραϊσμό του ιερού. Ορισμένα από αυτά είχαν κατασκευαστεί ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. και παρέμειναν σε χρήση έως τον 4ο αι. μ.Χ.

Στα Ελληνιστικά χρόνια το ιερό γνώρισε μεγάλη ακμή και ανέπτυξε σχέσεις με τους Ελληνιστικούς ηγεμόνες, τους Σελευκίδες και αργότερα τους Πτολεμαίους. Στους Χριστιανικούς χρόνους μια βασιλική χτίστηκε στο άδυτο του ναού, ενώ τον 7ο αιώνα ο ογκώδης πρόδρομος μετατράπηκε σε οχυρό. Το 1493 ένας σεισμός κατέστρεψε τόσο τους τοίχους όσο και τις κιονοστοιχίες.

Οι ανασκαφικές έρευνες στο χώρο πραγματοποιήθηκαν από Γάλλους και Γερμανούς αρχαιολόγους, ενώ οι εργασίες αναστήλωσης του ιερού άρχισαν το 1906 με την ανοικοδόμηση των τοίχων του αδύτου σε ύψος 5 μ. Από το 1992 το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο έχει καταρτίσει πρόγραμμα για την ασφαλή και άρτια τεχνικά αποκατάσταση του ναού, ενώ οι ανασκαφικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή των Διδύμων συνεχίζονται έως σήμερα.

 
 
 

ΕΙΚΟΝΕΣ

κατάλογος εικόνων

 

VIDEO

Ψηφιακή περιήγηση στην Αρχαία Μίλητο και λήψεις από το ντοκιμαντέρ και τις τρισδιάστατες ψηφιακές αναπαραστάσεις

κατάλογος

 

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

Αρχιτεκτονικοί τύποι - Κάτοψεις - Σχεδιαστικές αναπαραστάσεις

κατάλογος

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΗΓΕΣ