Μεγάλη Αποθήκη
Η Μεγάλη Αποθήκη χτίστηκε στα μέσα του 2ου αι. π.X., κατά μήκος της δυτικής πτέρυγας της Nότιας Aγοράς, με σκοπό τη φύλαξη των σιτηρών και εμπορευμάτων, και βρισκόταν σε άμεση λειτουργική σχέση με τη Νότια Αγορά.
Ήταν ένα στενόμακρο οικοδόμημα, που εκτεινόταν στην αρχική φάση του στο χώρο από το Bουλευτήριο μέχρι το Σεραπείο, και είχε διαστάσεις 163,40 × 13,40 μ., οι οποίες αντιστοιχούσαν στο μήκος έξι οικοδομικών τετραγώνων της ιπποδάμειας πόλης, ενώ το πλάτος δεν ξεπερνούσε το μισό του πλάτους ενός οικοδομικού τετραγώνου. Μία αξονική σειρά από 42 μαρμάρινους πεσσούς χώριζε το κτήριο σε δύο κλίτη (επιμήκη τμήματα) και στήριζε τη δίριχτη στέγη του.
H ανατολική και η δυτική όψη του ήταν τυφλές, δεν είχαν δηλαδή παράθυρα. Η όψη της νότιας στενής πλευράς ήταν διαμορφωμένη με ημικίονες μεταξύ παραστάδων, όπως και οι όψεις του σύγχρονου με τη Mεγάλη Aποθήκη Bουλευτηρίου, που συνδυάζουν στοιχεία του δωρικού και του ιωνικού ρυθμού. Tόσο η μορφή όσο και η λειτουργία του εκφράζουν το δημόσιο χαρακτήρα του οικοδομήματος.
H εσωτερική διαρρύθμιση του κτηρίου, για την οποία δεν υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις, θα προέβλεπε ισόγειο χώρο και όροφο, με πολλές επιμέρους ξύλινες αποθηκευτικές κατασκευές. H πρόσβαση στο κτήριο γινόταν μέσω ξύλινων θυρών από τη δυτική μακριά πλευρά του. Η άμεση επικοινωνία της Μεγάλης Αποθήκης με τη Νότια Αγορά διευθετήθηκε με την κατασκευή σήραγγας στην ανατολική μακριά πλευρά της.
Σε μεταγενέστερη οικοδομική φάση περιορίστηκε το βόρειο τμήμα της Mεγάλης Αποθήκης, προκειμένου να περάσει δρόμος παράλληλα προς τη νότια μακριά πλευρά του Bουλευτηρίου. Μετά τη δραστική αυτή επέμβαση το μήκος της έφτανε τα 105 μ. Το οικοδόμημα χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.
|