|
|
|
|
Το τέλος του πολέμου
Η οργανωμένη συμμαχική αντεπίθεση κατά του Aξονα, μετά
το 1942, οδήγησε στη βαθμιαία υποχώρηση των φασιστικών δυνάμεων σε όλα
τα μέτωπα. Η κατίσχυση των Σοβιετικών στο Στάλινγκραντ και οι επιτυχίες
των δυτικών συμμάχων στο μέτωπο της Ιταλίας ώθησαν σε συνεννοήσεις (συνάντηση
Τεχεράνης, 1943) και σε κινήσεις στρατιωτικού συντονισμού. Οι σχετικές
διαβουλεύσεις καρποφόρησαν σε ένα κοινό σχέδιο αντεπίθεσης που υλοποιήθηκε
σε μία γιγαντιαία στρατιωτική επιχείρηση, την απόβαση στη Νορμανδία, που
ξεκίνησε στις 6 Ιουνίου του 1944 από τις γαλλικές ακτές με κατεύθυνση
την ευρωπαϊκή ενδοχώρα. Η ταυτόχρονη προέλαση του Κόκκινου Στρατού από
τα ανατολικά κατέστησε ασφυκτική την πίεση προς τη Γερμανία, που συνέχιζε
μόνη της πια στην Ευρώπη τον πολυμέτωπο αγώνα.
Toν Οκτώβριο του 1944 οι Γερμανοί εγκατέλειπαν την ηπειρωτική Ελλάδα, δίνοντας τη θέση τους στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και στους βρετανούς συμμάχους της. Ωστόσο, η έντονη αμφισβήτηση του κύρους της εξόριστης κυβέρνησης από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ (από το 1943 και μετά), παρά τις προσπάθειες για συμβιβασμό (για παράδειγμα, η συμφωνία του Λιβάνου),έθεσε τις βάσεις για το ιδεολογικοπολιτικό σχίσμα που θα κατάτρυχε τη χώρα μετά την απελευθέρωση και ως το 1949.
Η υπονόμευση του ήπιου πολιτικού κλίματος μορφοποιήθηκε στη διάρκεια του φθινοπώρου του 1944 με μία σειρά λανθασμένων ενεργειών και προκλητικών θέσεων από μέρους των δύο πλευρών. Η σύγκρουση του Δεκεμβρίου 1944 στην Αθήνα πρόβαλλε ως αποτέλεσμα της κλιμάκωσης της όξυνσης στις σχέσεις δύο πλευρών, της κυβέρνησης Παπανδρέου και των Βρετανών από τη μία και του ΕΑΜ και της κομμουνιστικής ηγεσίας από την άλλη.
Η πρόσκαιρη πολιτική εξομάλυνση, που σφραγίστηκε με τη συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945), δεν έμελλε να μακροημερεύσει. Παρότι το τέλος του ευρωπαϊκού πολέμου ενάντια στη φασιστική λαίλαπα δεν αργούσε (Μάιος 1945), η Ελλάδα ενεπλάκη σε νέες βίαιες και οδυνηρές, αδελφοκτόνες αυτή τη φορά, πολεμικές περιπέτειες μέχρι το τέλος σχεδόν της δεκαετίας του '40.
|