|
|
|
|
Το αίτημα της διαβαλκανικής συνεννόησης
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 η ελληνική εξωτερική πολιτική κινήθηκε σε δύο συμπληρωματικά επίπεδα:
α. Στο βαλκανικό χώρο, οι προσπάθειες για την επίτευξη συνεννόησης μεταξύ των κρατών της βαλκανικής χερσονήσου τοποθέτησαν την Ελλάδα στο κέντρο της προσπάθειας για τη διαμόρφωση ενός συστήματος διαβαλκανικής συλλογικής ασφάλειας, το οποίο προβλήθηκε ως βιώσιμη λύση για τη σταδιακή αποσταθεροποίηση του ευρωπαϊκού συστήματος στη δεκαετία του 1930. Το αίτημα της αναζήτησης ενός ευρύτερου συστήματος διακρατικής συνεργασίας, υιοθετήθηκε από τέσσερις βαλκανικές κυβερνήσεις (Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας, Τουρκίας, Ρουμανίας), οδήγησε σε μία σειρά επιμέρους συνεννοήσεων και επισφραγίστηκε από το βαλκανικό σύμφωνο του 1934.
β. Ειδικά μετά το 1933, η Ελλάδα προσπάθησε να κρατήσει πολιτική "ίσων αποστάσεων", αποφεύγοντας κάθε ενέργεια που θα διατάραζε την ισορροπία απέναντι στα δύο διαγραφόμενα ευρωπαϊκά στρατόπεδα (Ιταλία-Γερμανία, Βρετανία-Γαλλία). Στο πλαίσιο μιας προσεκτικής εξωτερικής πολιτικής, η Ελλάδα διατήρησε σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με τα δύο φασιστικά καθεστώτα (της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας), αλλά παράλληλα καλλιέργησε κλίμα συνεννόησης με τη Βρετανία, αναγνωρίζοντας τα συμφέροντα της τελευταίας στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου.
|