|
|
|
|
Η εμβέλεια της διαβαλκανικής συνεργασίας
Η βαλκανική χερσόνησος αποτελούσε μικρογραφία μιας ευρύτερης διχοτόμησης μεταξύ συστημικών και αναθεωρητικών καθεστώτων που χαρακτήριζε όλο το ευρωπαϊκό σύστημα κρατών. Κατά συνέπεια, από την αρχή της απόπειρας της διαβαλκανικής συνεννόησης, διαφάνηκαν σημαντικά προβλήματα συνοχής. Παρά τις μεταξύ τους διαφορές, η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία, η Τουρκία και η Ρουμανία ενδιαφέρονταν για την παγίωση του βασικού εδαφικού καθεστώτος στην περιοχή, πέρα από επιμέρους τροποποιήσεις προς όφελός τους. Από την άλλη πλευρά, η Βουλγαρία επίμονα αρνήθηκε να δεσμευθεί σε μια συμφωνία παγίωσης του εδαφικού χάρτη πάνω στη βάση της συνθήκης του Neuilly.
Κατά συνέπεια, το σύμφωνο για τη σύμπηξη της βαλκανικής Entente υπογράφτηκε από τις τέσσερις προαναφερθείσες χώρες -χωρίς τη συγκατάθεση της Βουλγαρίας- στο Βελιγράδι, το Φεβρουάριο του 1934. Κατά το πρότυπο της μικρής Entente στην κεντρική Ευρώπη, τα βαλκανικά κράτη δεσμεύονταν να προασπίσουν το υπάρχον εδαφικό καθεστώς και να συμβουλεύονται το ένα το άλλο σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Η διάρκεια του συμφώνου προβλεπόταν αρχικά διετής με δυνατότητα ανανέωσης. Τα κράτη που την υπέγραψαν κατέστησαν σαφές ότι το σύμφωνο δε στρεφόταν σε καμιά περίπτωση εναντίον της Βουλγαρίας, η οποία προσκλήθηκε να προσχωρήσει στην Entente σε εύθετο χρόνο.
Όπως έχει συχνά επισημανθεί, η πρωτοβουλία σύμπηξης της σχετικής συμμαχίας ανταποκρινόταν κυρίως στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της γαλλικής πολιτικής και υπό την έννοια αυτή υπονομεύτηκε στην πράξη από τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις, στο βαθμό που ανέτρεπε το ήδη υπάρχον σύστημα ισορροπιών.
|