|
|
|
|
Το Βαλκανικό Σύμφωνο
H ατμόσφαιρα ενδοβαλκανικής σύμπνοιας που επικράτησε στις συνεννοήσεις της περιόδου 1932-34 δεν απέτρεψε την κατάδειξη της περιορισμένης εμβέλειας του βαλκανικού συμφώνου στην ευρωπαϊκή κλίμακα. Η ανάδυση μίας σειράς κεντρόφυγων δυνάμεων στους επιμέρους συμβαλλόμενους διέβρωσε από πολύ νωρίς τις μικρές κατ' ουσία δυνατότητες αποδοχής και παγίωσης αυτών που είχαν συμφωνηθεί. Η Γιουγκοσλαβία, φανερά δυσαρεστημένη προσπάθησε να έλθει σε επαφή με τη Βουλγαρία, ενώ η 'Αγκυρα έτεινε να αυξήσει τους δεσμούς της με το Βελιγράδι.
Η Ελλάδα, από την πλευρά της, κατέστησε σαφές ότι δε θα δεσμευόταν από το σύμφωνο σε περίπτωση που κάποιο άλλο κράτος-μέλος δεχόταν επίθεση από τρίτη Δύναμη. Δεσμευμένη από το ελληνοϊταλικό σύμφωνο του 1928, ήθελε να αποφύγει την εμπλοκή της σε ενδεχόμενη σύγκρουση με την Ιταλία, σε περίπτωση που η τελευταία ερχόταν σε ρήξη με τη Γιουγκοσλαβία ως αποτέλεσμα των ήδη τεταμένων σχέσεων των δύο χωρών από τα τέλη της δεκαετίας του 1920.
Κατά συνέπεια, το σύμφωνο παρείχε εγγυήσεις συλλογικής ασφάλειας ενόσω το παρόν κλίμα διεθνών συσχετισμών, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, δε μεταβαλλόταν σημαντικά. Σε περίπτωση ανατροπών, ωστόσο, η ισχύς του φάνηκε από την αρχή πως θα ήταν περιορισμένη. Με την επιδείνωση του κλίματος από το 1936 και μετά, η βαλκανική Entente άρχισε να καταρρέει, αποκαλύπτοντας τα σαθρά πολιτικά θεμέλια της ενδοβαλκανικής συνεργασίας και ενότητας.
|