Οι σχέσεις με Τουρκία και Ιταλία
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις απασχόλησαν σοβαρά την ελληνική εξωτερική πολιτική μετά το έτος-ορόσημο 1922. Οι προσπάθειες εύρεσης ενός ειρηνικού modus vivendi επιστέφθηκαν με το σύμφωνο φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας (Οκτώβριος 1930). Η βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και συνεχίστηκε κατά την επόμενη δεκαετία όχι μόνο σε απευθείας διμερές επίπεδο αλλά και μέσα στο πλαίσιο της βαλκανικής Entente.
Μεγάλη βελτίωση σημειώθηκε στο επίπεδο των σχέσεων της Ελλάδας με την Ιταλία. Η σύναψη εμπορικών συμφωνιών από το 1926 και μετά, και κυρίως η υπογραφή του συμφώνου συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού το 1928, έθεσαν τέρμα σε μία περίοδο έντασης και κρίσης από την εποχή του επεισοδίου της Κέρκυρας (1923). Η Ιταλία είχε προσπαθήσει έντονα να επιτύχει τη σύναψη ενός τριμερούς συμφώνου με την Ελλάδα και την Τουρκία, κάτι που ωστόσο δεν ευοδώθηκε, καταλήγοντας έτσι σε δύο ξεχωριστές διμερείς συμφωνίες της με τις δύο βαλκανικές χώρες.
Η σημασία των συμφώνων αυτών ήταν διαφορετική για καθεμία από τις τρεις χώρες. Η Ελλάδα πέτυχε την εξομάλυνση των σχέσεων της με τους δύο ισχυρότερους γείτονες της ως μέτρο αποκατάστασης της ισορροπίας στην ανατολική Μεσόγειο. Η Ιταλία, από την άλλη πλευρά, επεδίωξε τη διεύρυνση των συμμαχιών της στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου αλλά παράλληλα διατήρησε τις στενές επαφές της με το βουλγαρικό καθεστώς, ενισχύοντας τις αναθεωρητικές του τάσεις. Αυτή η διπλή ιταλική τακτική εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη χλιαρή αντίδραση του φασιστικού καθεστώτος στο βαλκανικό σύμφωνο, το οποίο έδειχνε να αποκλείει την Ιταλία από έναν ενεργό διπλωματικό ρόλο στην περιοχή και ερμηνεύτηκε ως κίνηση απομόνωσης της αναθεωρητικής Βουλγαρίας.
|