[Τα χερσαία μέσα μετακίνησης]
[Τα καραβάνια]
Η μετακίνηση στο εσωτερικό της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας γινόταν είτε διά ξηράς είτε διά θαλάσσης είτε σε συνδυασμό των δύο.
Τα ταξίδια του 18ου αιώνα διαρκούσαν μέρες, δεν ήταν καθόλου άνετα και απαιτούσαν αντοχή και υπομονή από τους ταξιδιώτες.
Όποιος ήθελε να κινηθεί στην ενδοχώρα της Aυτοκρατορίας έπρεπε να καταφύγει στη χρήση υποζυγίων (αλόγου, καμήλας, γαϊδουριού
ή μουλαριού). Η χρήση τους ήταν πολύ διαδεδομένη, καθώς μ' αυτά μετακινούνταν τόσο άνθρωποι όσο και εμπορεύματα. Για τους
ανθρώπους χρησιμοποιούσαν σέλα, ενώ τα εμπορεύματα τοποθετούνταν σε καλάθια δεμένα στη πλάτη των ζώων. Το άλογο ήταν το ζώο
που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στις περισσότερες περιπτώσεις. Μπορούσε και ν' ανέβει σε ορεινά και δύσβατα μονοπάτια, αλλά και
να περπατήσει σε μαλακά εδάφη πεδινών περιοχών. Είχε όμως περισσότερες απαιτήσεις από μια καμήλα, η οποία και το φορτίο άντεχε
και τις στερήσεις.
Με κάποιο υποζύγιο ταξίδευαν τις περισσότερες φορές άτομα με λίγες αποσκευές. Οι έμποροι, οι οποίοι ήθελαν να μεταφέρουν μεγάλα
φορτία σε μακρινές αποστάσεις χρησιμοποιούσαν στο χώρο της Bαλκανικής άμαξες. Υπήρχαν μεγαλύτεροι και μικρότεροι τύποι αμαξών,
τις οποίες έσερναν άλογα. Εκτός από τον αραμπά, μια απλή εκδοχή άμαξας για ανθρώπους και εμπορεύματα, υπήρχαν ακόμα η caruta
και η taliga, οι οποίες ήταν ανθεκτικότερες σε βάρη και χρήσεις. Η χρησιμοποίηση ζώων και αμαξών δεν εξαρτιόταν μόνο από το
μεταφερόμενο είδος ή όγκο, αλλά κυρίως από τη κατάσταση των δρόμων και τα δρομολόγια που ακολουθούνταν. Οι άμαξες δεν μπορούσαν
να περάσουν από κακοτράχαλους δρόμους ούτε από ορεινά και στενά περάσματα. Επειδή η κατάσταση των δρόμων μετά το 17ο αιώνα
χειροτέρευε συνεχώς, η χρήση αμαξών σταδιακά περιοριζόταν.