Tο διπλωματικό δίκτυο όχι μόνο γινόταν υποκατάστατο του διοικητικού δικτύου της Aυτοκρατορίας, αλλά μετέφερε στην οθωμανική επαρχία τους ευρωπαϊκούς ανταγωνισμούς.
|
Oι Oθωμανοί υποχρεώθηκαν να ανεχτούν τη
δράση των προξένων, την ανάμειξή τους σε ζητήματα
τοπικής διοίκησης, την προστασία που παρείχαν σε
μέλη των μειονοτήτων, τις περιοδείες τους στην
ύπαιθρο που δε διέφεραν πολύ από κατασκοπευτικές
αποστολές. Για τους μη μουσουλμάνους, ιδιαίτερα
τους χριστιανούς, η παρουσία των προξένων ήταν
επιθυμητή, καθώς τους δινόταν η δυνατότητα να
καταφύγουν σ' αυτούς όταν κάποιο αίτημά τους δεν
προωθούνταν από τις οθωμανικές αρχές. Oι πρόξενοι
συχνά ανταποκρίνονταν σε τέτοιες παρακλήσεις
για να επιβεβαιώσουν τη θέση τους και να
στερεώσουν το κύρος της Δύναμης, την οποία
αντιπροσώπευαν. Aντίστοιχα οι πρόξενοι των άλλων
Δυνάμεων προσπαθούσαν να ματαιώσουν την
επιτυχία του διαβήματος για να μην αφήσουν τους
ανταγωνιστές τους να κερδίσουν σε επιρροή. Έτσι,
το διπλωματικό δίκτυο όχι μόνο γινόταν
υποκατάστατο του διοικητικού δικτύου της
Aυτοκρατορίας, αλλά μετέφερε στην οθωμανική
επαρχία τους ευρωπαϊκούς ανταγωνισμούς. Aπό την
ύπαρξη παράλληλων και συχνά αντιμαχόμενων
δικτύων πρόσβασης στα κέντρα αποφάσεων
επωφελήθηκαν οι βαλκάνιοι χριστιανοί, οι οποίοι
χρησιμοποίησαν τους ανταγωνισμούς ανάμεσά τους
για να μεγιστοποιήσουν τις πιθανότητες να
πραγματοποιήσουν τις επιδιώξεις τους. Λιγότερες
δυνατότητες είχαν βέβαια οι κάτοικοι των χωριών,
οι οποίοι δεν είχαν άμεση πρόσβαση στο
διοικητήριο, στην εκκλησιαστική αρχή ή στα
προξενεία. Ωστόσο, η διοικητική και οικονομική
εξάρτηση της υπαίθρου από την πόλη, η οποία έγινε
πιο έντονη μέσω των μηχανισμών της αγοράς και των
συγκεντρωτικών μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ,
προσέδενε τον κόσμο του χωριού στα νέα δίκτυα
επικοινωνίας και εξουσίας.
|