tan zi mat



Περιεχόμενα κεφαλαίου
Η ανάπτυξη του θεάτρου

O 19ος αιώνας ήταν η εποχή ανάπτυξης του θεάτρου στο βαλκανικό χώρο. 'Ηδη λίγο πριν από την Επανάσταση του '21 η Oδησσός είχε αναδειχτεί σε σημαντικό κέντρο του ελληνικού θεάτρου υπό την ιδεολογική καθοδήγηση της Φιλικής Εταιρείας και είχε γνωρίσει παραστάσεις πρωτότυπων έργων με επαναστατικό περιεχόμενο. Μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους η Αθήνα, η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη πήραν τη σκυτάλη ως θεατρικές πρωτεύουσες και από τα μέσα του αιώνα οι πόλεις αυτές συνδέθηκαν σ' ένα δίκτυο ανταλλαγής θιάσων και δραματολογίου. Ειδικά η κοσμοπολιτική Κωνσταντινούπολη είχε εντονότατη θεατρική ζωή στο β' μισό του αιώνα.

Φωτογραφία (.jpg, 25kB)

Η ανάπτυξη του ελληνικού θεάτρου σηματοδοτήθηκε αρχικά, και ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, από τη συγγραφή πρωτότυπων ή τη μετάφραση ξένων θεατρικών έργων.


Σελίδα τίτλου της μετάφρασης του έργου "Θεμιστοκλής εν Πέρσαις" του Μεταστασίου
από το Γ. Ρουσιάδη, το οποίο εκδόθηκε στη Βιέννη, 1835.
Αθήνα, Θεατρικό Μουσείο.
Σιδέρης Γ., Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου, Αθήνα 1999 (β' έκδοση), σ. 35.
© Θεατρικό Μουσείο, Αθήνα

Πλάι στους πολλούς περιοδεύοντες ιταλικούς και γαλλικούς θιάσους, στο αρμενικό αλλά και στο τουρκικό θέατρο, που έκανε στη δεκαετία του '60 τα πρώτα του βήματα, η ανάπτυξη του ελληνικού θεάτρου εκφράστηκε στη ίδρυση θιάσων, στη συγγραφή και έκδοση πρωτότυπων έργων και στη μετάφραση έργων του ευρωπαϊκού δραματολογίου. Παράλληλα, το βουλγαρικό θέατρο ξεκινούσε στη δεκαετία του '50 με σχολικές παραστάσεις, όπως το ελληνικό παλαιότερα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στην Oδησσό. Oι παραστάσεις αυτές λάμβαναν χώρα στις πόλεις της βουλγαρικής επαρχίας και υποστηρίζονταν από τα τσιτάλιστα (citalista), τους μορφωτικούς-πολιτιστικούς συλλόγους της νεολαίας που έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη διάχυση του εθνικισμού. Είναι χαρακτηριστικό τόσο για την εμβέλεια του ελληνικού θεάτρου όσο και για το διαμεσολαβητικό ρόλο των Ελλήνων στην πρόσληψη του μοντερνισμού από τους Βουλγάρους, ότι πολλές από τις πρώτες θεατρικές προσπάθειες των Βουλγάρων στηρίχτηκαν σε ελληνικές μεταφράσεις ευρωπαϊκών ή σε βουλγαρικές μεταφράσεις πρωτότυπων ελληνικών θεατρικών έργων.

Ως προς τα μεταφρασμένα έργα, οι κωμωδίες του Μολιέρου και του Γκολντόνι, με την κατανοητή πλοκή και το διδακτικό χαρακτήρα τους, επέδειξαν αξιοσημείωτη αντοχή στο χρόνο και παίζονταν σ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Μεγάλη απήχηση είχε στο ελληνικό θέατρο στις αρχές του αιώνα ο Βολταίρος, ενώ η πρόσληψη του Σίλερ, του Ουγκό και του Σαίξπηρ έγινε αργότερα, από τη δεκαετία του '40, στα πλαίσια του ρομαντισμού. Ως προς την πρωτότυπη παραγωγή, η βαλκανική δραματουργία κινήθηκε στους άξονες της κοινωνιοκριτικής κωμωδίας, που σκοπό είχε να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα της πολιτικής και της κοινωνικής πραγματικότητας, και του ιστορικού δράματος, το οποίο αντλώντας τα θέματά του από τον κορμό της εκάστοτε εθνικής ιστορίας ανέλαβε την εθνική διαπαιδαγώγηση του κοινού. Oι δραματουργοί στην ανεξάρτητη Ελλάδα συμπορεύτηκαν έτσι με την κρατική ιδεολογία, ενώ το θέατρο στα οθωμανικά Βαλκάνια κράτησε αναγκαστικά χαμηλότερους τόνους, κινούμενο όμως εν πολλοίς στα ίδια ιδεολογικά και δραματουργικά πλαίσια. 'Ετσι οι θεατρικές παραστάσεις έγιναν στη Βουλγαρία σημείο αντιπαράθεσης ανάμεσα στους συντηρητικούς κοινοτικούς άρχοντες και στους εθνικιστές των μορφωτικών συλλόγων, ενώ η ακμή του ελληνικού θεάτρου στην Κωνσταντινούπολη συνδέεται με τον ηγετικό ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης και διανόησης της πρωτεύουσας στη στερέωση της εθνικής συνείδησης του οθωμανικού Ελληνισμού.


Η Κωνσταντινούπολη εξελίχτηκε σε μια πόλη με έντονη θεατρική ζωή, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, και στα θέατρά της φιλοξενούνταν συχνά θίασοι από τον ελληνικό χώρο.


Φωτογραφία (.jpg, 20kB) Αφίσα για παράσταση της Δραματικής Εταιρίας "Μένανδρος" των αδελφών Ταβουλάρη στο Ελληνικό Θεάτρο Κωνσταντινουπόλεως, 1876.
Αθήνα, Θεατρικό Μουσείο.
Σιδέρης Γ., Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου, Αθήνα 1999 (β' έκδοση), σ. 35.
© Θεατρικό Μουσείο, Αθήνα

΄Oμως το θέατρο δεν περιορίστηκε στην υπηρεσία του εθνικισμού. Η θεατρική τέχνη συνέδεσε την Oθωμανική Αυτοκρατορία με τους καλλιτεχνικούς και ιδεολογικούς προβληματισμούς της Ευρώπης και έθεσε ζητήματα ευρύτερης κοινωνικής εμβέλειας. Ένα παράδειγμα είναι το ακανθώδες πρόβλημα της ερμηνείας των γυναικείων ρόλων, το οποίο μοιραία οδηγούσε στην επανεξέταση των σχέσεων των δύο φύλων. Επιπλέον το θέατρο υπηρετήθηκε με έναν ενθουσιασμό και μια διάθεση πειραματισμού που διευκόλυνε τόσο την ανταλλαγή ιδεών ανάμεσα στους δραματουργούς και τους καλλιτέχνες, όσο και φαινόμενα πολυμορφίας. 'Ετσι αρμενικοί θίασοι έπαιζαν στην Κωνσταντινούπολη Σίλερ στα τουρκικά, ενώ ο Πέταρ Σλαβέικοφ[1] και ο Μιχαήλ Χουρμούζης[2] σατίριζαν από σκηνής στα 1864 και 1865 αντίστοιχα την εισαχθείσα από την Ευρώπη μόδα του κρινολίνου στη γυναικεία αμφίεση και λίγα χρόνια πιο πριν ο Oθωμανός Ιμπραήμ Σινάσι[3] καυτηρίαζε έμμεσα σε μια κωμωδία του το έθιμο να μη γνωρίζονται ο γαμπρός και η νύφη πριν από το γάμο. Το θέατρο του 19ου αιώνα στην Oθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ένας πολύ ευαίσθητος δέκτης των διλημμάτων και των προβληματισμών μιας κοινωνίας που προχωρούσε στο μοντερνισμό με γρήγορα βήματα.

[1] Πέταρ Σλαβέικοφ (1827-1895):
Βούλγαρος συγγραφέας και πολιτικός ακτιβιστής. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, τη λογοτεχνία, την ποίηση και τη διδασκαλία και συμμετείχε ενεργά στο κίνημα της βουλγαρικής εκκλησιαστικής αυτονομίας στην πλευρά που απέρριπτε το συμβιβασμό με το Πατριαρχείο. Για ένα διάστημα κατείχε υπουργικά αξιώματα στην αυτόνομη βουλγαρική Ηγεμονία.
[2] Χουρμούζης, Μιχαήλ (1804-1882)
Κωνσταντινουπολίτης συγγραφέας και πολιτικός. Πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821, εξελέγη βουλευτής στο ελληνικό Κοινοβούλιο το 1851 και συμμετείχε στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1854. Το 1856 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει δημοσιογραφικά άρθρα, σατιρικά κείμενα κατά της Βαυαροκρατίας και θεατρικά έργα στη γραμμή της κοινωνιοκριτικής κωμωδίας, τα οποία συνέγραψε στην Ελλάδα και την Κωνσταντινούπολη και είχαν μεγάλη επιτυχία στην εποχή τους. Γνωστότερο έργο του ο "Λεπρέντης" (1835).
[3] Ιμπραήμ Σινάσι (1824-1871):
Οθωμανός συγγραφέας. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, τη φιλοσοφία και το θέατρο. Οπαδός του Διαφωτισμού και θιασώτης των μεταρρυθμίσεων, άσκησε κριτική στους Αλί-πασά και Φουάτ-πασά, ηγετικές μορφές του Τανζιμάτ, ελέγχοντάς τους ως συντηρητικούς. Βρισκόταν κοντά στον κύκλο των Νέων Οθωμανών.

Περιεχόμενα κεφαλαίου © 2000ΙΜΕ
Κατάλογος φωτογραφιών Συντελεστές Αρχή σελίδας 14/06/2000