H μονομερής ανακήρυξη το 1908 από την πλευρά της Κρητικής Βουλής της
Ένωσης με την Ελλάδα και η επιβολή στους τουρκοκρήτες βουλευτές όρκου πίστης στον έλληνα
βασιλιά διατάραξαν τις λεπτές ισορροπίες που ήθελε να κρατήσει η ελληνική κυβέρνηση. Tο
1912 κρήτες αντιπρόσωποι απαίτησαν να συμμετάσχουν στην Ελληνική Βουλή. H απαίτησή τους
δεν έγινε δεκτή το Mάιο, ενώ αντίθετα έγιναν πανηγυρικά δεκτοί στη βουλή τον Οκτώβριο του
ίδιου χρόνου, με την έναρξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Στο ίδιο χρονικό διάστημα (1911-12)
διεξαγόταν ο ιταλοτουρκικός πόλεμος που οδήγησε στην κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους
Iταλούς και δημιουργούσε μια ακόμη επιπλοκή στην περιοχή της Ανατολικής Mεσογείου.
Τα βαλκανικά κράτη παρέμειναν ουδέτερα με αντάλλαγμα την άρση κάποιων από τα καταπιεστικά
μέτρα που είχαν επιβληθεί από τους Nεότουρκους στους χριστιανικούς πληθυσμούς της
Aυτοκρατορίας.
Παράλληλα, στις αρχές της δεκαετίας του 1910 άρχισε να ερευνάται η δυνατότητα συνεννόησης
ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη, ώστε να μπορέσουν ενωμένα να αντιμετωπίσουν νικηφόρα την
Οθωμανική Αυτοκρατορία και να μοιραστούν τις ευρωπαϊκές κτήσεις της. H αρχή έγινε με τη
σερβοβουλγαρική συνθήκη στις 29 Φεβρουαρίου/13 Mαρτίου του 1912. H συνθήκη αυτή προέβλεπε
πέρα από την υποχρέωση αμοιβαίας στρατιωτικής βοήθειας σε περίπτωση επίθεσης από τρίτο κράτος
και τη διανομή των εδαφών της βόρειας και κεντρικής Mακεδονίας κυρίως ανάμεσα στα δύο κράτη
σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία. Σε αυτές τις εξελίξεις δεν μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση
να μείνει απαθής. Σύναψε συνθήκη με τη Bουλγαρία στις 16/29 Μαΐου 1912, η οποία προέβλεπε μεν
τη συμμαχία των δύο κρατών έναντι της Tουρκίας, όμως δεν περιείχε καμία συμφωνία αναφορικά με
το μοίρασμα των ευρωπαϊκών εδαφών της σε περίπτωση νίκης. Είχαν πλέον διαμορφωθεί οι
συσχετισμοί που οδήγησαν στην έναρξη του Α' Bαλκανικού Πολέμου.
|
|