Οι πρώτες επαφές των κεμαλικών με τη Γαλλία και την Ιταλία έγιναν στη διάρκεια της Συμμαχικής Συνδιάσκεψης στο Λονδίνο το Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1921 και σήμαναν το τέλος της "κοινής πολιτικής" των Δυνάμεων στο Ανατολικό Ζήτημα και την αποτυχία της Συνδιάσκεψης.


Οι επαφές όμως επρόκειτο να έχουν συνέχεια και επιτυχέστερη για τους Τούρκους κατάληξη. Έτσι, ήδη το Μάρτιο του 1921 οι Γάλλοι και ο Κεμάλ υπογράφουν σύμφωνο αποχώρησης των πρώτων από τη νοτιοανατολική Μικρασία, ενώ τον Οκτώβριο του 1921 υπογράφτηκε στην Άγκυρα το γαλλοκεμαλικό σύμφωνο Franklin-Bouillon. Το τελευταίο προέβλεπε τις λεπτομέρειες αποχώρησης των γαλλικών στρατευμάτων από την Κιλικία, καλούσε γάλλους καθηγητές να εργαστούν στην τουρκική εκπαίδευση και γάλλους κεφαλαιούχους να αναπτύξουν οικονομικές σχέσεις με την Τουρκία, ενώ δεν ανέφερε πουθενά τη σουλτανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης.
Το γαλλοκεμαλικό σύμφωνο διατάραξε τις αγγλογαλλικές σχέσεις, καθώς οι ’γγλοι υποπτεύονταν ότι το σύμφωνο έκρυβε πολύ περισσότερες παραχωρήσεις στη Γαλλία. Για την Ελλάδα η σημασία του συμφώνου ήταν σοβαρότατη, αφού δυσχέραινε την κατάστασή της τόσο στρατιωτικά -τώρα ο Κεμάλ μπορούσε άνετα να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις στο ελληνικό μέτωπο- όσο και διπλωματικά, αφού σήμαινε την πλήρη απομόνωση της ελληνικής κυβέρνησης που δεν μπορούσε να ελπίζει παρά στην έτσι κι αλλιώς περιορισμένη αγγλική υποστήριξη.

Την ίδια πολιτική με τους Γάλλους ακολούθησαν και οι Ιταλοί, οι οποίοι με τη σειρά τους υπογράφουν με τον Κεμάλ το Μάρτιο του 1921 σύμφωνο αποχώρησής τους από την Αττάλεια, παραχωρώντας και τον οπλισμό τους έναντι οικονομικών προνομίων στη νέα Τουρκία.


Το καλοκαίρι του 1921 Γάλλοι και Ιταλοί αποσύρονται από τη Μικρά Ασία, αφήνοντας στον Κεμάλ όπλα και τα λιμάνια του νότου ελεύθερα. Ο Κεμάλ μπορούσε πλέον με την άνεσή του να ασχοληθεί με τους Έλληνες.

Η Σοβιετική Ένωση σταθερά αντίθετη στη στρατιωτική επέμβαση στη Μικρά Ασία, θεωρώντας την επεκτατικό πόλεμο υποκινούμενο από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, έκανε τη δική της πολιτική προσέγγισης του Κεμάλ. Ήδη με τη συνθήκη του Alexandropol (Δεκέμβρης 1920) Σοβιετικοί και κεμαλικοί έλυσαν το αρμενικό ζήτημα μοιράζοντας τα εδάφη της Αρμενίας μεταξύ τους, μετά την ήττα των Αρμενίων στο Ερζερούμ και την αναγκαστική συνθηκολόγησή τους. Το Μάρτιο του 1921 υπογράφτηκε μεταξύ του κεμαλικού καθεστώτος και της Σοβιετικής Ένωσης σύμφωνο φιλίας, το οποίο διακανόνιζε την περιοχή των Στενών αγνοώντας τους Δυτικούς και προέβλεπε οικονομικοτεχνική βοήθεια εκ μέρους της Σοβιετικής Ένωσης προς την κεμαλική Τουρκία. Τον Οκτώβριο του 1921 εξάλλου υπογράφτηκε νέα συμφωνία συνεργασίας ανάμεσα στην κεμαλική Τουρκία και τις τρεις σοβιετικές δημοκρατίες του Καυκάσου (Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν). Οι επαφές του Κεμάλ με το νέο σοβιετικό καθεστώς άλλωστε υπήρξαν σημαντικότατος παράγοντας για τη διαμόρφωση της στάσης των ευρωπαϊκών δυνάμεων, καθώς φοβούνταν τον αποκλεισμό τους από τη νέα Τουρκία και τις ενδεχόμενες ιδεολογικές επιρροές στο διαμορφούμενο κεμαλικό καθεστώς. Μια τέτοια εξέλιξη θα δυσχέραινε την επιδιωκόμενη οικονομική τους διείσδυση.