Ο Γενάρης κι ο Φλεβάρης στάθηκαν οι φοβερότεροι μήνες για τον Άγγελο. Ο
πατέρας έμεινε χωρίς δουλειά. Χρειάστηκε να κοιμηθούν πολλές φορές νηστικοί.
Ο μικρός αδελφός έκλαιγε, παραπονιόταν και δεν ήξεραν με τι τρόπο να τον
πραϋνουν. Πούλησαν δυο τρεις αντρομίδες, που δεν ήταν πέρα ως πέρα για
πέταμα, πούλησαν και τα χαλκώματα-ένα καζάνι της μπουγάδας κι άλλα τέτοια.
Ο χειμώνας ήταν βαρύς, χωρίς φωτιά. Έλειψε κι η καθημερινή εφημερίδα του
πατέρα και δεν είχαν άλλη κουβέντα στο σπίτι από την αναδουλειά και τη
στέρηση.[...] Ύστερα ήρθε η άνοιξη.[...] Το Μάη η Σμύρνη ήταν ελληνική.
Τα καράβια φύγανε από τα βορινά λιμάνια της Άσπρης Θάλασσας με σφραγισμένες
διαταγές.Τις άνοιξαν μισοπέλαγα και πήγαν γραμμή για την Ιωνία του μύθου.Η
μεγάλη πατρίδα! Χαρές, τραγούδια, ξεφωνητά. Ολάκερο το Αιγαίο γινόταν μια
λίμνη δική μας, πράσινες γέφυρες τα νησιά του για τους τόπους όπου ρίζωσε
χιλιάδες χρόνια προτύτερα η φυλή. Καμπάνες, σημαίες. Εμβατήρια. Ο Βενιζέλος.
Καλέσματα από τ'αντικρινά ακρογιάλια, γράμματα γεμάτα λαχτάρες και θαυμασμούς,
που τάφερνε το κύμα στη ράχη του και τ' απόθετε στα πόδια της παλιάς, βασανισμένης
Ελλάδας. Τριαντάφυλλα και κορίτσια. Άσπρα και μελαψά και γλυκοαίματα κορίτσια.
Η ζωή γινόταν εύκολη πια και χαρούμενη. Κι ανάμεσα σ' όλα τούτα τα περιστατικά
τα παιδιά πέσανε με τα μούτρα στο διάβασμα. Το καλοκαίρι ήταν ζεστό, τα
μεσημέρια γεμάτα γαλήνη. ο Άγγελος ίδρωνε πάνου στα χαρτιά του, με τους
τριμένους άγκωνες στηριγμένους στο φορτωμένο τραπέζι. Ήθελε όλα να τα μάθει
απαρχής, να μην του ξεφύγει τίποτε-ο δρόμος ήταν πια ανοιχτός. Η Μικρασία
ήταν ένας καινούργιος, απέραντος κόσμος. "Χρειαζόμαστε", λέγανε,
"ένα σωρό υπαλλήλους. Χρειαζόμαστε γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς
όλη η Τουρκιά είναι δική μας". Ναι, θα πήγαινε η Ελλάδα εκεί πέρα,
μια Ελλάδα καινούργια και τούτη, όλη νιάτα και γνώση. Ο πατέρας ξαναδιάβαζε
τώρα την εφημερίδα του-πίστευε πως όλα πια θα πάνε καλά."
I.M. Παναγιωτόπουλος, Aστροφεγγιά, (α'εκδ. 1945), Aθήνα, Aστήρ,
1980, σ. 60-62.
|
|