Η κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας
Το πραξικόπημα στο Βελιγράδι, στις 27 Μαρτίου 1941, επέβαλε μια μικρή αλλαγή στο επιθετικό σχέδιο της Γερμανίας: οι δυνάμεις της θα επιτίθεντο στη Γιουγκοσλαβία. Η επίθεση άρχισε στις 6 Απριλίου. Το μέτωπο της ανατολικής Μακεδονίας διατήρησε τις γραμμές άμυνας ως τις 9 Απριλίου, χάρη στα βελτιωμένα οχυρωματικά έργα στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο.
Ωστόσο, οι γερμανικές δυνάμεις κατάφεραν να διασπάσουν τη γιουγκοσλαβική άμυνα στα νότια και από τα Σκόπια να επικεντρώσουν την επίθεσή τους στο μέτωπο του Αξιού προς το Θερμαϊκό. Από τις 9 Απριλίου, όταν οι γερμανικές δυνάμεις διέσπασαν τη γραμμή της κεντρικής Μακεδονίας και κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, το δεύτερο μέτωπο στην ανατολική Μακεδονία περικυκλώθηκε και οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις παραδόθηκαν.
Από αυτό το σημείο και μετά δεν μπορεί να γίνει λόγος για οργανωμένη ελληνική άμυνα στη γερμανική προέλαση. Στις 18 Απριλίου, με την κατάληψη σχεδόν ολόκληρης της Θεσσαλίας, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής αυτοκτονούσε σε απόγνωση για την κατάρρευση της χώρας. Ο νέος πρωθυπουργός, Εμμανουήλ Τσουδερός, αναλάμβανε καθήκοντα μέσα σε μια κατάσταση οριακής αποσύνθεσης, τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Η διαταγή του αντιστράτηγου Τσολάκογλου για παράδοση των ελληνικών δυνάμεων αντιστράφηκε τυπικά από την ηγεσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά η μεταφορά των βρετανικών και ελληνικών μονάδων νότια είχε ήδη αρχίσει.
Την ίδια πορεία φυγής ακολούθησε και η επίσημη ελληνική κυβέρνηση, προτού τα γερμανικά στρατεύματα εισέλθουν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου. Η Πελοπόννησος κατελήφθη δίχως σημαντική αντίσταση ως τις 11 Μαΐου, καθώς η τελευταία γραμμή άμυνας των ελληνοβρετανικών στρατευμάτων μεταφέρθηκε στην Κρήτη, μαζί με την επίσημη κυβέρνηση της χώρας.
|