Eγνατία Oδός: ρωμαϊκή στρατιωτική οδός που διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο ξεκινώντας δυτικά στις ακτές τις Αδριατικής από την Απολλωνία και το Δυρράχιο. Περνούσε από τη Θεσσαλονίκη, την Αμφίπολη και τους Φιλίππους και κατέληγε στα Κύψαλα του Έβρου. Αργότερα, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας, το 330, η οδός επεκτάθηκε μέχρι την Κωνσταντινούπολη και παρέμεινε η βασική οδός επικοινωνίας για το βόρειο ηπειρωτικό τμήμα της αυτοκρατορίας σε όλο το Μεσαίωνα.

έδικτο (ή ήδικτο): νομικός όρος που δήλωνε τους γενικούς νόμους σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση.

εθνικοί: άλλη ονομασία των ειδωλολατρών.

Εικονομαχία: θρησκευτική, κοινωνική και πολιτική διαμάχη που συντάραξε την αυτοκρατορία τον 8ο και 9ο αιώνα (726-787, 815-843). Το φιλοσοφικό-θρησκευτικό ερώτημα της δυνατότητας απεικόνισης του Θείου οδήγησε στην άρνηση των εικόνων των άγιων προσώπων και χώρισε την αυτοκρατορία σε εικονόφιλους και εικονομάχους.

έκφραση: αρχαίο λογοτεχνικό είδος που σήμαινε την ακριβή περιγραφή προσώπων, γεγονότων, τόπων και χρονικών περιόδων.

εμπορεία: τόποι διεξαγωγής εμπορίου, συνήθως μικροί οικισμοί αστικού χαρακτήρα στα σύνορα ή κατά μήκος των ακτών και των εμπορικών δρόμων της αυτοκρατορίας. Με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζονται οι εμπορικές συνοικίες, οι αγορές που βρίσκονταν εκτός των τειχών μιας πόλης ή και οικισμοί που ήταν οι ίδιοι εμπορικά κέντρα.

έπαρχος της πόλεως: διοικητής και ουσιαστικός κυβερνήτης της Κωνσταντινούπολης στη Μεσοβυζαντινή περίοδο. Ήταν υπεύθυνος για την αστυνόμευση και την εύρυθμη ζωή της πρωτεύουσας, ενώ στις αρμοδιότητές του ήταν επίσης ο έλεγχος της εμπορικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας της Κωνσταντινούπολης. Mετά το 1204 ωστόσο το αξίωμα άρχισε να φθίνει, ενώ από το 14ο αιώνα τις αρμοδιότητές του ανέλαβαν δύο αξιωματούχοι, οι λεγόμενοι κεφαλατικεύοντες της πρωτευούσης.

έπαρχος των πραιτωρίων: πολιτικός διοικητής, επικεφαλής των επαρχιών στις οποίες διαιρούνταν το βυζαντινό κράτος κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (324-610).

επιστύλιο: το ευθύγραμμο οριζόντιο αρχιτεκτονικό μέλος ενός ναού, που βρίσκεται αμέσως πάνω από τους κίονες των εσωτερικών του κιονοστοιχιών.

Έρουλοι: λαός σκανδιναβικός, πολεμικός και άγριος, που τον 3ο αιώνα εγκαταστάθηκε στις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Mαζί με τους Γότθους αλλά και άλλα βαρβαρικά φύλα επιχειρούσαν επιδρομές στις βόρειες και ανατολικές επαρχίες του κράτους. Με το πέρασμα του χρόνου διασκορπίστηκαν και αφομοιώθηκαν από διάφορους λαούς και το Βυζάντιο. Μετά τα μέσα του 6ου αιώνα παύουν να αναφέρονται πια ως έθνος.

Ευάγριος Σχολαστικός: (536-μετά το 594). Εκκλησιαστικός ιστορικός. Η "Εκκλησιαστική Ιστορία" του πραγματεύεται τα χρόνια 431-594. Η σχολαστική εξέταση των πηγών που χρησιμοποιεί και η παράθεση εγγράφων από τα αρχεία του πατριαρχείου Αντιοχείας καθιστούν το έργο του πολύτιμη ιστορική πηγή.

Ευδοκία: (περίπου 400-460). Λόγια αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Θεοδοσίου Β' (408-450). Ασχολήθηκε με τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων. Έγραψε έμμετρη μετάφραση της "Οκτατεύχου" και των προφητειών του Ζαχαρία και του Δανιήλ, οι οποίες δε σώζονται, αναφέρονται όμως από τον πατριάρχη Φώτιο και τον Ιωάννη Τζέτζη.

Ευνάπιος: (345/6 ή 349-μετά το 414). Ειδωλολάτρης συγγραφέας και ιστορικός από τις Σάρδεις. Η "Ιστορία" του, που σώζεται σε αποσπάσματα, πραγματεύεται την περίοδο 270-414 και είναι ευνοϊκά διακείμενη προς την ειδωλολατρία.

Ευσέβιος: (260/4-338/40). Σημαντικός εκκλησιαστικός αξιωματούχος και συγγραφέας. Yπήρξε επίσκοπος Kαισαρείας. Bιογράφος και σημαντικός υποστηρικτής του Mεγάλου Kωνσταντίνου, έγραψε επίσης εκκλησιαστική ιστορία, η οποία παρέχει πολλές πληροφορίες για την πορεία των πρώτων χρόνων της χριστιανικής Eκκλησίας.