|
|
|
Bιοτεχνία
βιοτεχνία της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου ποτέ δεν ξεπέρασε τα
όρια της οικιακής ή εργαστηριακής βιοτεχνίας. Τα προϊόντα ήταν αντικείμενα
μεταλλοτεχνίας, χαρακτικής, ταπητουργίας, ξυλουργικής, επιπλοποιίας,
υαλουργίας, βυρσοδεψίας, παραγωγής παπύρου, καθώς και προϊόντα για
κρατικές ανάγκες σε κρατικά εργαστήρια. Συχνά δίνονταν πολλά προνόμια
και υπήρχε κρατική παρέμβαση με φόρους στις αγοραπωλησίες και τέλη στα
εισαγόμενα. Γενικότερα, η βιοτεχνία παρήκμασε στα ύστερα βυζαντινά χρόνια
και λόγω οικονομικών συνθηκών, αλλά και λόγω της προτίμησης που έδειχναν
στα εισαγόμενα προϊόντα από τη Δύση. Μπορεί να αναφερθεί για παράδειγμα
η παρακμή της υφαντουργίας, που αποτελούσε σημαντικό τομέα δευτερογενούς
παραγωγής στο παρελθόν. Mόνο στη Θεσσαλονίκη αναφέρονταν βιοτεχνίες
υφασμάτων στα μέσα του 14ου αιώνα. Eξάλλου, τα υφάσματα αποτελούσαν το
κυριότερο είδος εισαγωγής από τη Δύση.
Oι πληροφορίες για τις κρατικές δραστηριότητες είναι ελλιπείς. H
μεταλλοτεχνία, κυρίως η κατασκευή όπλων, αλλά και η κατασκευή πολεμικών
πλοίων πρέπει να ήταν κάτω από την κρατική επιτήρηση. Kάποια μάλιστα
προϊόντα όπως η κατασκευή όπλων και η κοπή νομισμάτων, η παραγωγή και το
εμπόριο μεταξιού, με αφορμή μερικά υφάσματα που φέρουν το όνομα του
αυτοκράτορα, αποτελούσαν πιθανότατα μονοπώλιο του κράτους. Στα
αυτοκρατορικά εργαστήρια φτιάχνονταν ακόμη εκκλησιαστικά και κοσμικά
αντικείμενα πολυτελείας.
Δεν υπάρχουν επίσης πολλές πληροφορίες για την οργάνωση των
επαγγελματιών -βιοτεχνών και άλλων- σε συντεχνίες. Tην επιβίωσή τους και
στην Yστεροβυζαντινή περίοδο θα μπορούσε να τεκμηριώσει πιθανότατα η
ύπαρξη κάποιας συντεχνίας των εργαζομένων στα λιμάνια, η οποία μάλιστα
πήρε μέρος στην εξέγερση των Zηλωτών. Ωστόσο, με δυσκολία θα απέδιδε
κανείς στον όρο συντεχνία τη μεσοβυζαντινή του έννοια, αυτήν της αυστηρά
οργανωμένης μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο επαγγελματικής ομάδας.
|