|
|
|
Θεσσαλονίκη - ¶γιον Όρος - Σερβία
Θεσσαλονίκη υπήρξε σημαντικό κέντρο με σπουδαία καλλιτεχνική παράδοση.
Ενδεικτικό της σημασίας της είναι το γεγονός πως σύμφωνα με γραπτές πηγές
ο σέρβος πρίγκηπας και αρχιεπίσκοπος
Σάββας
παραγγέλνει εδώ εικόνες για να τις αφιερώσει στο ¶γιον Όρος.
Αντίστοιχα το σερβικό βασίλειο αποτελεί ένα νέο κέντρο,
όπου αναπτύσσονται οι τέχνες.
Τα σπουδαιότερα μνημεία αυτής της περιόδου βρίσκονται εδώ και φαίνεται πως
επηρεάζονται από την τέχνη της Θεσσαλονίκης.
Από τα πρώτα έργα στα οποία εμφανίζονται οι προοδευτικές τάσεις της
ζωγραφικής αποτελούν οι παραστάσεις των Αγίων στο νότιο
κλίτος
της Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη. Οι τοιχογραφίες χαρακτηρίζονται
από ένα μνημειακό ύφος και μία έντονη έκφραση,
στοιχεία που βρίσκουμε και αργότερα σε μνημεία της Σερβίας όπως στο
μοναστήρι της Mileseva (περ. 1228) και στην πρώτη φάση τοιχογραφιών των Αγίων Αποστόλων στο Pec (1250-60), με αποκορύφωμα
την Αγία Τριάδα στη Sopocani (περ. 1265), μνημείο που φέρνει μία
νέα δημιουργική πνοή στην τέχνη.
Ο ρόλος της Θεσσαλονίκης ως καλλιτεχνικό κέντρο, όπου διαμορφώνονται
τάσεις και νέα ρεύματα και εργάζονται σημαντικοί καλλιτέχνες, αλλά
και η ακτινοβολία της στη ευρύτερη περιοχή γίνονται ολοφάνερα στα τέλη
του αιώνα. Οι θεσσαλονικείς ζωγράφοι Ευτύχιος και Μιχαήλ Αστραπάς δημιουργούν τις
τοιχογραφίες του Αγίου Κλήμεντα στην Αχρίδα και αργότερα δουλεύουν στην
υπηρεσία του σέρβου
κράλη
Μιλούτιν αφήνοντας σημαντικά έργα,
ενώ ο θρυλικός ζωγράφος Μανουήλ Πανσέληνος, δημιουργός των τοιχογραφιών
του Πρωτάτου, κατάγεται σύμφωνα με την αγιορείτικη παράδοση από
την ίδια πόλη.
Το παραπάνω σπουδαίο τοιχογραφικό σύνολο αποτελεί το πρώτο έργο της
έντονης καλλιτεχνικής κίνησης που παρατηρείται στα τέλη του αιώνα
στον ¶θω. Η δραστηριότητα αυτή δεν ήταν άσχετη με την άνοδο στο θρόνο
του
Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου,
θερμού υποστηρικτή των μοναστικών κύκλων
και ιδιαίτερα του Αγίου Όρους, και θα συνεχιστεί και στις πρώτες
δεκαετίες του 14ου αιώνα με σημαντικά έργα όπως οι τοιχογραφίες της
Μονής Βατοπεδίου (1312) και της Μονής Χιλανδαρίου (1320).
|