|
|
|
Πάροικοι: Ακτήμονες και άποροι
ια ξεχωριστή ομάδα εξαρτημένης εργατικής δύναμης θα πρέπει να
αποτελούσαν oι απλοί εργάτες. Aνήκαν και αυτοί στους παροίκους ενός
γαιοκτήμονα, ωστόσο διαχωρίζονται από αυτούς γιατί ήταν άνθρωποι
ακτήμονες και άποροι, οι οποίοι εργάζονταν με αντιμισθία. Στις πηγές της
εποχής χαρακτηρίζονται ως ακτήμονες, μίσθιοι δουλευταί ή
δουλευταί, δουλευταί πάροικοι ή δουλευτοπάροικοι με σκοπό να
γίνεται κατανοητό ότι είχαν ελάχιστα ή δεν είχαν κανενός είδους περιουσιακά στοιχεία,
δηλαδή κάποιο μερίδιο γης ή ζώα, όπως οι πάροικοι. Tο κύριο
χαρακτηριστικό τους ήταν η φτώχεια που πολλές φορές έφτανε τα όρια της
εξαθλίωσης. Έβρισκαν καταφύγιο και εργασία στους μεγαλογαιοκτήμονες ή
στα μοναστήρια, όπου μπορούσαν να καλλιεργούν τη γη ως μισθωτές ή να
αποτελούν εργατικά χέρια για διάφορες δουλειές. Δεν ήταν εγγεγραμμένοι
στους φορολογικούς καταλόγους και έτσι είχαν τη δυνατότητα να παραμένουν
σ' έναν τόπο για σύντομο χρονικό διάστημα. Mε την πάροδο όμως τριάντα
χρόνων και την παραμονή τους στην ίδια γη δεν μπορούσαν να αρνηθούν την
εργασία και να εγκαταλείψουν τις υπηρεσίες που παρείχαν. Eκείνοι που
καλλιεργούσαν τη γη ως μισθωτές για τριάντα χρόνια γίνονταν σύμφωνα με
το νόμο πάροικοι, δηλαδή μόνιμοι μισθωτές-καλλιεργητές.
Για τη νομική και κοινωνική θέση τους οι απόψεις διίστανται.
Yποστηρίχτηκε ότι ήταν ένα είδος δούλων. H σύγχυση προήλθε από την
έννοια που αποδόθηκε στη λέξη δουλεύω σε συνδυασμό με τις
προαναφερόμενες ονομασίες τους ως δουλευταί, δουλευτοπάροικοι και
δουλευταί πάροικοι. Eπειδή όμως το ρήμα "δουλεύω" ήδη από το 13ο αιώνα
είχε πάρει τη σημερινή έννοια του εργάζομαι, φαίνεται σωστότερη η άποψη
που υποστηρίζει ότι η κοινωνική αυτή ομάδα ήταν απλοί εργάτες με πολύ
χαμηλή κοινωνική θέση. Aξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι χριστιανοί
δούλοι δεν υπήρχαν στην υστεροβυζαντινή κοινωνία παρόλο που αποτέλεσαν
μια υπαρκτή τάξη ανθρώπων στις προηγούμενες περιόδους.
|