|
|
|
Πάροικοι: Ορισμός
άροικος σημαίνει κατά λέξη αυτόν ο οποίος κατοικεί δίπλα, ο γείτονας. Η λέξη σήμαινε επίσης τον ξένο, κάποιον που διέμενε σε ξένο
τόπο. Στη βυζαντινή κοινωνία o όρος πάροικος εμφανίστηκε τον 4ο αιώνα
και δήλωνε την εξαρτημένη εργατική δύναμη. Έτσι, και κατά την
Υστεροβυζαντινή περίοδο η έννοια πάροικος χαρακτήριζε στην κυριολεξία
όλους τους κατοίκους των χωριών και των εκτάσεων που ήταν κάτω από
τη δικαιοδοσία ενός δυνατού προσώπου με τη μορφή της πρόνοιας και ήταν
εξαρτημένοι από αυτόν σε ό,τι αφορά τους φόρους, τα νομικά ζητήματα και
την προστασία τους. Aν ένα ολόκληρο χωριό δινόταν ως πρόνοια οι κάτοικοι
δεν άλλαζαν κοινωνική θέση. Παρέμεναν ελεύθεροι και το μόνο που άλλαζε
ήταν ότι έπρεπε τώρα να αποδίδουν τις υποχρεώσεις που βάρυναν τη γη στο
γαιοκτήμονα και όχι πια στο κράτος. Πολλοί από τους παροίκους πλήρωναν
ενοίκιο για τη γη που καλλιεργούσαν, ήταν δηλαδή μισθωτές-αγρότες, όχι
όμως υποχρεωτικά όλοι. Oι μισθωτές πάροικοι μαρτυρούνται ως τάξη από τα
τέλη του 5ου αιώνα μέχρι και την πτώση του Bυζαντίου. Πρέπει να τονίσει
κανείς ότι η λέξη πάροικος χαρακτηρίζει στην υστεροβυζαντινή κοινωνία
συνήθως το μόνιμο μισθωτή της γης, ενώ οι υπόλοιποι που βρίσκονται απλώς
σε εξαρτημένη εργασιακή σχέση, έχουν διάφορους χαρακτηρισμούς και ανήκουν
στην κατηγορία των ακτημόνων και απόρων. O όρος όμως πάροικος στην Υστεροβυζαντινή περίοδο
μπορούσε να δηλώνει τόσο το μισθωτή όσο και το μικροϊδιοκτήτη
καλλιεργητή γης, που στην τελευταία περίπτωση ταυτιζόταν με τους
παροίκους γιατί βρισκόταν κάτω από τη δικαιοδοσία κάποιου ισχυρού
προνοιάριου. Oι πηγές τους ονόμαζαν όλους παροίκους, ενώ κανονικά θα
έπρεπε να διασαφηνίζουν κάθε φορά που ο πάροικος είχε σχέση μισθωτή.
Ωστόσο, από τη μελέτη των εγγράφων της εποχής αποκομίζει κανείς την
εντύπωση ότι οι ανεξάρτητοι ιδιοκτήτες μικροκαλλιεργητές δεν
εξαφανίστηκαν τελείως.
|