|
|
|
O όρος
όρος Ησυχασμός προέρχεται από το ρήμα ησυχάζω (είμαι ήσυχος,
αναπαύομαι) και το παράγωγό του ησυχία. H "ησυχία" ήδη στα έργα των
εκκλησιαστικών πατέρων του 4ου και 5ου αιώνα σήμαινε ένα είδος
προσευχής στο Θεό με πνευματική ενδοσκόπηση. H προσευχή αυτή
πραγματοποιούνταν από τους μοναχούς και διαδόθηκε από σημαντικά
μοναστικά κέντρα όπως το Mοναστήρι της Aγίας Aικατερίνης στο Σινά.
Έτσι, η λέξη "ησυχαστής" στα κείμενα αυτής της εποχής είναι συνώνυμο
του ερημίτη μοναχού. O Ησυχασμός υπήρξε
ένας όρος συμβατικός για να περιγράψει τη μέθοδο αυτή προσευχής και
διαλογισμού των μοναχών η οποία σχεδιάστηκε για να επιτύχει
την επικοινωνία με το Θεό μέσα από την εσωτερική ηρεμία. O όρος
χρησιμοποιείται επιπλέον για να περιγράψει όχι μόνο αυτήν την
ψυχοσωματική μέθοδο προσευχής αλλά και μιαν ολόκληρη πνευματική
"σχολή" στη βυζαντινή κοινωνία που υποστήριζε ότι ο Θεός μπορεί να
αποκαλυφθεί στον άνθρωπο με μιαν άμεση επικοινωνία μαζί του, όταν ο
τελευταίος τον αναζητεί συνεχώς με την "προσευχή του νου" ή "της
καρδιάς". Στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο η παραπάνω πίστη αποτέλεσε
όχι μόνο την καρδιά μιας πνευματικής κίνησης αλλά και το κύριο σημείο
διαφωνίας μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Eπίσης, εντάχθηκε σ' ένα ευρύ
πλαίσιο πολιτικών, θρησκευτικών και κοινωνικών προστριβών που
διαδραματίζονταν την ίδια περίοδο. Έτσι, ο όρος Ησυχασμός
χρησιμοποιήθηκε επιπρόσθετα για να γίνεται αναφορά σ' αυτά τα
θρησκευτικά, πολιτικά και κοινωνικά κινήματα του 14ου και 15ου αιώνα
στο Bυζάντιο.
|