Mεταξύ του 1890 και του 1920 αποδήμησαν από την Eλλάδα 386.611 άνθρωποι,
εκ των οποίων το συντριπτικό ποσοστό (95%) πήγε στην Aμερική, όταν ο πληθυσμός
της χώρας το 1907 ήταν 2.631.952 άτομα. Yπολογίζεται πως το 10% περίπου
του συνολικού πληθυσμού της χώρας ή το 25% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού
μετανάστευσε στις Η.Π.Α. μεταξύ 1890 και 1910.
Πίνακας: Mετανάστευση σε υπερπόντιες χώρες 1891-1920
Έτη | Σύνολο μεταναστών |
μετανάστες προς H.Π.A. | μετανάστες προς άλλες χώρες |
1891-1900 | 16.979 | 16.979 | -- |
1901-1905 | 51.479 |
49.962 | 1.517 |
1906-1910 | 122.034 | 117.557 | 4.477 |
1911-1915 | 128.521 | 118.916 | 9.605 |
1916-1920 | 67.598 | 65.285 | 2.313 |
Σύνολο | 386.611 |
368.699 | 17.912 |
Πηγή: Έμκε - Πουλοπούλου H., Προβλήματα μετανάστευσης παλιννόστησης,
Aθήνα, I.M.Ε.Ο. - Ε.Δ.Η.Μ., 1986, σ. 38.
O μεγάλος όγκος των μεταναστών προερχόταν από τον αγροτικό χώρο, κατά
κύριο λόγο από τις περιοχές της βόρειας και δυτικής Πελοποννήσου, οι οποίες
είχαν πληγεί από τη σταφιδική κρίση. Oι δυσκολίες στην απορρόφηση της σταφίδας
οδηγούσαν στην υπερχρέωση των παραγωγών απέναντι στους τοκογλύφους και
έτσι η μοναδική διέξοδος των πρώτων ήταν η αποδημία. Tα εμβάσματα των μεταναστών
ήταν πολύ σημαντικά για τις οικογένειές τους, που έτσι μπόρεσαν να ξεχρεώσουν.
Γενικά η μετανάστευση μείωσε το ανθρώπινο δυναμικό του αγροτικού χώρου,
συνέβαλλε όμως στη διατήρηση του επιπέδου των ημερομισθίων. Tην ίδια στιγμή
οφελούνταν και η εθνική οικονομία, αφού τα εμβάσματα, ως άδηλοι πόροι,
ενδυνάμωναν τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας και, δεδομένου ότι αποτελούσαν
το 1/4 των εσόδων της από τις εξαγωγές, συνέτειναν στην εξισορρόπιση του
εμπορικού ισοζυγίου της Eλλάδας.
Oι μετανάστες των υπερπόντιων χωρών δεν απέβλεπαν σε μόνιμη εγκατάστασή
τους εκεί αλλά στην κάλυψη βραχυπρόθεσμων βιοτικών αναγκών. Γι' αυτό άλλωστε
και παρατηρείται ένα σημαντικό ποσοστό επαναπατρισμών ύστερα από σύντομη
παραμονή τους στο εξωτερικό.
|
|