Α. Γενικά
1. Για τον γνωστικό άξονα
Το φθινόπωρο του 879 στην Κωνσταντινούπολη συγκλήθηκε Εκκλησιαστική Σύνοδος που επικύρωσε τη δεύτερη εκλογή του Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο. Οι συνεδριάσεις, στις οποίες εκπροσωπήθηκαν και οι 5 πατριαρχικές έδρες με μεγάλο αριθμό επισκόπων, έλαβαν χώρα στην Αγία Σοφία στον ειδικό χώρο στο νότιο υπερώο. Οι αποφάσεις της συνόδου επικυρώθηκαν το χειμώνα του 880 και είχαν μεγάλη ιστορική σημασία, καθώς διατυπώνουν μια προσπάθεια γεφύρωσης των διαφορών μεταξύ Ρώμης και ανατολικών Εκκλησιών. Διαφαίνονται εδώ αρκετές διαστάσεις που σηματοδότησαν στο εξής τις σχέσεις Ανατολής-Δύσης και οδήγησαν στο σχίσμα του 1054.
Πρόκειται για μία από τις καλύτερα τεκμηριωμένες εκκλησιαστικές συνόδους γενικά και η πλέον πλούσια σε πηγές σύνοδος που έλαβε χώρα στην Αγία Σοφία. Η σύνοδος αυτή συγκλήθηκε σε πλαίσιο σύνθετων εξελίξεων και ιστορικών συγκυριών που διαμορφώθηκαν στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, αλλά και στο εξωτερικό, κυρίως στις σχέσεις της με τη Δύση. με τη Φραγκική αυτοκρατορία και πρωτίστως με την Αγία Έδρα στη Ρώμη, για το πρωτείο της οποίας δεν υπήρχε ακόμα καμία επίσημη διατύπωση, αλλά το κύρος της θεωρείτο αυτονόητο. Οι αποφάσεις της συνόδου αφορούσαν επίσης και στις σχέσεις με το Σλαβικό κόσμο, και ιδιαιτέρα με το χριστιανικό πλέον κράτος της Βουλγαρίας και τη νεοσύστατη Εκκλησία του, που αποτελούσε ζήτημα τριβής μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η έκβαση της συνόδου είχε πολύ σημαντικές συνέπειες σε όλο τα φάσμα των περίπλοκων εσωτερικών και εξωτερικών σχέσεων.
2. Για τους στόχους του γνωστικού άξονα
Οι στόχοι έχουν δύο βασικούς πυλώνες:
Α) λειτουργία του χώρου της Αγίας Σοφίας από πλευράς οργάνωσης και τρόπου διεξαγωγής μιας συνόδου, αλλά και σε συμβολικό επίπεδο ως η Μεγάλη Εκκλησία και η έδρα του Οικουμενικού πατριαρχείου.
Β) ανάδειξη των βασικών θεσμών, εκκλησιαστικών και πολιτικών, στην Αυτοκρατορία, που σχετίζονται με τη λειτουργία της Αγίας Σοφίας και σε ευρύτερη κλίμακα με τις διεθνείς σχέσεις σε πολιτικό, διπλωματικό και θρησκευτικό επίπεδο.
Β. Αναλυτικότερη παρουσίαση του γνωστικού άξονα
Στην εκκλησιαστική σύνοδο που συγκλήθηκε το φθινόπωρο του 879 στην Κωνσταντινούπολη έλαβε μέρος μεγάλος αριθμός επισκόπων εκπροσωπώντας και τις 5 πατριαρχικές έδρες. Οι συνεδρίες έλαβαν χώρα στην Αγία Σοφία υπό την προεδρία του Φωτίου, του οποίου η επανεκλογή στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης έπρεπε να επικυρωθεί από τη σύνοδο. Το δικαίωμα να προεδρεύσει του παραχώρησε ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄. Η σύνοδος έληξε με την έκδοση τριών νέων κανόνων και την επικύρωση παλαιοτέρων. Η παράταξη του πατριάρχη Φωτίου επικράτησε οριστικώς επί των οπαδών του προηγούμενου πατριάρχη Ιγνατίου. Με την επανεκλογή του Φωτίου αποκαταστάθηκε και η ειρήνη και η ευταξία στα εκκλησιαστικά πράγματα του Βυζαντίου και προβλήθηκε το κύρος τόσο του Πατριαρχείου Κ/πόλεως, όσο και του βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Α’, ο οποίος ως ένα βαθμό στήριζε την εδραίωση της εξουσίας του και την ίδρυση της νέας Μακεδονικής δυναστείας στην συνεργασία με τον Φώτιο. Οι αποφάσεις της συνόδου, που επικυρώθηκαν το χειμώνα του 880, είχαν μεγάλη ιστορική σημασία, καθώς πέρα από την επιβεβαίωση της επανεκλογής του πατριάρχη, προώθησαν την διευθέτηση των σχέσεων με τη Βουλγαρική εκκλησία (και μελλοντικά με τις υπόλοιπες σλαβικές εκκλησίες), διατηρώντας ένα κλίμα διπλωματικής ισορροπίας και γεφύρωσης των διαφορών μεταξύ Ρώμης και ανατολικών Εκκλησιών. Κατά τη διάρκεια της οργάνωσης και της διεξαγωγής της συνόδου διαφάνηκε η διάσταση σε μια σειρά ζητημάτων που επηρέασαν βαθιά τις σχέσεις Ανατολής-Δύσης στο εξής, και οδήγησαν βαθμιαία στο σχίσμα του 1054.
Στο σενάριο αυτό αναδεικνύονται: η διαδικασία σύγκλησης, διοργάνωσης και διεξαγωγής ενός τέτοιου γεγονότος, οι θεσμικοί ρόλοι και οι ισορροπίες ανάμεσα στην εκκλησία/πατριάρχη και την πολιτεία/αυτοκράτορα, η συνοδική αντίληψη στην Ανατολική εκκλησία που διέπεται από το θεσμό της Πενταρχίας, ενώ από τη Ρώμη προβάλλεται έστω ως στάση αν όχι ως επίσημη θέση το θέμα για το πρωτείο του Πάπα, και τέλος ο ναός της Αγίας Σοφίας ως χώρος στον οποίο διαδραματίστηκαν γεγονότα-σταθμοί. Μέσα από τις συνομιλίες των πρωταγωνιστών θα φανερώνονται επίσης οι πολιτικοί συσχετισμοί και οι διπλωματικές κινήσεις σε σχέση με τη σφαίρα επιρροής της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης αντίστοιχα, αναφορικά με διάφορα ζητήματα όπως η εκκλησιαστική υπαγωγή της Βουλγαρίας που πρόσφατα είχε εκχριστιανιστεί.
Γ. Στόχοι και σημεία έμφασης του γνωστικού άξονα:
Στον άξονα αυτό θα παρουσιάζονται:
- η διαδικασία σύγκλησης, διοργάνωσης και διεξαγωγής ενός τέτοιου γεγονότος
- ο τρόπος που καταγράφονται και περιγράφονται οι εκκλησιαστικές σύνοδο στις πηγές και το σύνολο της γραμματείας που σχετίζει με μία σύνοδος.
- οι θεσμικοί ρόλοι και οι ισορροπίες ανάμεσα στην εκκλησίας/πατριάρχη και την πολιτεία/αυτοκράτορα
- η άρρηκτη σχέση και η κεντρική σημασία της Αγίας Σοφίας για το θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου
- ο ναός της Αγίας Σοφίας ως χώρος στον οποίο διαδραματίστηκαν γεγονότα-σταθμοί (για το Πατριαρχικό μέγαρο βλ. και Σενάριο 1)
Δ. Τεκμηρίωση:
Για την τεκμηρίωση του γνωστικού άξονα διαθέτουμε σημαντικές ελληνικές και λατινικές πηγές (περιγραφές συγχρόνων και πρακτικά της συνόδου), καθώς και αναλυτικές ιστορικές μελέτες. Το πλούσιο υλικό που παρέχουν οι πηγές επιτρέπει την αναλυτική παρουσίαση συζητήσεων και διαλόγων που έλαβαν χώρα κατά τη σύνοδο στην Αγία Σοφία το 878/880 και ανταποκρίνονται στους παραπάνω στόχους.
Η τεκμηρίωση του γνωστικού άξονα θα βασίζεται κυρίως στις πηγές και τη ιστορική έρευνα (κατά 80 %) και σε λιγότερο αρχαιολογικά δεδομένα (κατά 20% στο βαθμό που απαιτείται αποκατάσταση των χώρων όπου έλαβε χώρα το γεγονός, πχ. Το πατριαρχικό μέγαρο βλ. Σενάριο 1 Περιήγηση στο Μνημείο).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η σύνοδος στο πλαίσιο της ιστορίας της βυζαντινής εκκλησίας
Από το: Beck, Hans – Georg, Ιστορία της ορθόδοξης εκκλησίας στη βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφ Λ. Αναγνώστου,εκδ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Δ., 2004 Κεφ. IV. ΑΠΟ TON ΦΩΤΙΟ ΣΤΟΝ ΚΗΡΟΥΛΑΡΙΟ, Σελ. 34-316
«… Έτσι, λοιπόν, τον Νοέμβριο τού έτους 879 συνήλθε τελικά ή Σύνοδος με την εκπληκτικά μεγάλη συμμετοχή 383 επισκόπων. Ό αυτοκράτορας ανέθεσε την προεδρία στον πατριάρχη Φώτιο, καθώς ό ίδιος μόλις είχε χάσει τον αγαπημένο του γιο Κωνσταντίνο και ή Αυλή πενθούσε. Ή πορεία της Συνόδου καθορίσθηκε από την αμοιβαία θέληση για συννενόηση. oι δυσάρεστες σκηνές της συνόδου του 869/70 έλειψαν σχεδόν εντελώς παρά τα ακανθώδη προβλήματα Το commonitorium (υπόμνημα) του πάπα άναγνώσθηκε σε ελληνική μετάφραση, αλλά στο ελληνικό κείμενο δεν αναφερόταν διόλου ή υποχρέωση του Φωτίου να ζητήσει επίσημα συγγνώμη. Και πράγματι δεν ζήτησε συγγνώμη.
Λίγο αργότερα εξήγησε μάλιστα τη στάση του σε μιά επιστολή του προς τόν πάπα τονίζοντας οτι μιά τέτοια ταπείνωση μπορεί νά απαιτηθεί μόνον από ανθρώπους πού είναι ένοχοι, ένώ αυτός δέν είναι. "Οσον άφορα τό ζήτημα της Βουλγαρίας, ό Φώτιος εξήγησε οτι, δπως είχε πληροφορήσει ήδη τόν πάπα Νικόλαο, είναι πρόθυμος νά δείξει κατανόηση καί σέ αυτό θά τόν ακολουθήσει καί ό κλήρος του, άλλά αυτό τό ζήτημα είναι αποκλειστική υπόθεση του αυτοκράτορα καί δέν μπορεί νά παρέμβει. Άλλωστε, μετά τήν έπανενθρόνισή του δέν έστειλε ούτε ενα πάλλιο στή Βουλγαρία -δηλαδή δέν συγκρότησε κανενός είδους ιεραρχία- ούτε έκανε χειροτονίες. Τήν κατηγορία οτι ό Φώτιος έγινε πάλι πατριάρχης χωρίς τη συγκατάθεση τής Ρώμης ανασκεύασαν αντ’ αυτού οι εκπρόσωποι των ανατολικών πατριαρχείων. Εξήγησαν ότι η εκλογή ενός πατριάρχη είναι αποκλειστικό δικαίωμα των ίδιων των πατριαρχείων καί κανένας δέν επιτρέπεται νά αναμειγνύεται σ' αυτή την υπόθεση, ενώ ό Φώτιος συμπλήρωσε αυτές τις δηλώσεις μέ μιά αναφορά σέ ενα συμβιβασμό μέ τόν Ιγνάτιο. Έτσι τακτοποιήθηκαν τά κύρια σημεία, ακόμη καί άν δέν ξεκαθαρίστηκαν. Επίσης επικυρώθηκε μέ κάθε επισημότητα ό οικουμενικός χαρακτήρας τής Συνόδου τού έτους 787 καί υπερψηφίσθηκαν τρεις κανόνες, σύμφωνα μέ τούς οποίους ή Ρώμη καί τό Βυζάντιο δεσμεύθηκαν να παρέχουν πάντοτε αμοιβαία νομική αρωγή σέ ζητήματα εκκλησιαστικών ποινών, επίσκοποι πού προσχωρούσαν στήν τάξη των μοναχών νά παραιτούνται από τά επισκοπικά τους προνόμια καί, τρίτον, οί βιαιοπραγίες λαϊκών σέ βάρος κληρικών νά έπησύρουν τήν ποινή τού αφορισμού. Δέν ακυρώθηκε μέ επίσημη απόφαση ή Σύνοδος τού έτους 869/70, αλλά έκ των πραγμάτων αυτή ή Σύνοδος είχε τεθεί έκτος ισχύος μέ τή σύνοδο τού 879/ 80, καί αυτό μέ τή σύμφωνη γνώμη των αντιπροσώπων τού πάπα.
Μέ αυτόν τόν τρόπο περατώθηκαν οί εργασίες τής συνόδου καί οί πατέρες υπέγραψαν τις αποφάσεις στις 26 Ιανουαρίου τού έτους 880. Επειδή όμως μια τέτοια σύνοδος, σύμφωνα με τις βυζαντινές αντιλήψεις, χρειαζόταν την έγκριση τού αυτοκράτορα προκειμένου να αποκτήσει ισχύ νόμου στην αυτοκρατορία, οι επίσημοι συνοδικοί πατέρες συγκεντρώθηκαν στις 3 Μαρτίου στο αυτοκρατορικό παλάτι, ψήφισαν εκεί τον Όρο, δηλαδή την ομολογία πίστεως τής Συνόδου, και έλαβαν την έγκριση τού αυτοκράτορα. Στις 10 Μαρτίου εγκρίθηκαν στην Αγία Σοφία τα επίσημα πρακτικά αυτής της συνεδρίασης από τους υπόλοιπους συνοδικούς. Έτσι ή Σύνοδος έληξε. Ή αυθεντικότητα του Όρου αμφισβητήθηκε βέβαια, αλλά οι λόγοι αμφισβήτησης είναι ανεπαρκείς. Κατά αξιοπερίεργο τρόπο ή σύνοδος δέν ασχολήθηκε μέ τό δογματικό ζήτημα του fìlioque, τό όποιο μάλιστα δεν αντιμετωπίστηκε ούτε ως συμπλήρωμα του Συμβόλου Πίστεως. Φαίνεται ότι οι αντιπρόσωποι του πάπα είχαν λάβει εντολή να μη θέσουν οι ίδιοι αυτό το θέμα. Άν από τις απόψεις του Αναστασίου Βιβλιοθηκάριου μπορούμε να συναγάγουμε τις αντιλήψεις του κυρίου του, του πάπα Ιωάννη Η', ο πάπας δεν πρέπει να απέδιδε μεγάλη σημασία σε αυτό το θέμα. … Ό ισχυρισμός ότι οι αντιπρόσωποι του πάπα υπερέβησαν πάλι τις αρμοδιότητες τους δεν μπορεί να σταθεί, αν λάβουμε υπόψη την αντίδραση του πάπα στην αδράνεια των αντιπροσώπων του στο διάστημα άπό την άφιξη τους στην Κωνσταντινούπολη μέχρι και την άφιξη ενός νέου αντιπροσώπου άπό τη Ρώμη. Προφανώς υπολόγιζε ότι καί χωρίς ακριβείς οδηγίες θά έβρισκαν τόν σωστό τρόπο ενέργειας. Οί Έλληνες μεταφραστές έκαναν ασφαλώς «υφολογικές παρεμβάσεις» στα έγγραφα του πάπα, αλλά στα προνόμια των ρωμαϊκών πρωτείων δέν έγινε κατά βάση καμμιά περικοπή, ό Φώτιος δέν αμφισβήτησε αυτά τά πρωτεία καί επιπλέον δέν απάλειψε άπό τά κείμενα του πάπα τό ακανθώδες πρόβλημα τής Βουλγαρίας. Τό συμπεριέλαβε κάι μάλιστα έδειξε τήν προθυμία του γιά συμβιβασμό. Φαίνεται ότι μετά τή λήξη τής συνόδου επιτεύχθηκε όντως ενας συμβιβασμός. Τό περιεχόμενο του δέν είναι εύκολο νά καθορισθεί56, ενδέχεται νά προέβλεπε ότι οί Έλληνες ιεραπόστολοι μπορούσαν νά παραμείνουν στή χώρα μέ έγκριση τού πάπα, χωρίς τήν οποία όμως δέν επιτρεπόταν ό διορισμός ενός αρχιεπισκόπου στή Βουλγαρία. Ένας αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας θά έπρεπε δηλαδή νά λάβει τό πάλλιό του από τή Ρώμη: ελληνική ιεραποστολή λοιπόν υπό τήν υψηλή εποπτεία τού πάπα. Σύμφωνα μέ όσα μπορούμε νά συμπεράνουμε άπό τίς πηγές, ό συμβιβασμός δέν απέτυχε εξαιτίας ενός άπό τούς συμβαλλομένους, άλλά λόγω του Βόρη, ό όποιος είχε τούς δικούς του στόχους στήν εκκλησιαστική πολιτική, δηλαδή απέβλεπε στή δημιουργία ενός ανεξάρτητου πατριαρχείου, μέ άλλα λόγια δέν ήθελε εκείνη τή στιγμή, πλάι στήν επιρροή τού Βυζαντίου, νά επιτρέψει καί τήν επίδραση τής Ρώμης.»
Η αποκατάσταση του Φωτίου και η σύνοδος της Κ/πόλεως (879-880)
Από το: Φειδάς Ιω. Βλάσιος, Εκκλησιαστική Ιστορία - Από την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, τόμ. Β΄, 2η έκδ., Αθήνα 1994, 124-134
«Ό ί. Φώτιος ανήλθε στόν πατριαρχικό θρόνο τρείς μόλις ημέρες μετά τό θάνατο τού "Ιγνατίου, χωρίς άλλη κανονική διαδικασία. 'Ο "Ιγνάτιος είχε προφανώς συμφωνήσει στή διαδοχή του από τόν Φώτιο, άφού είχε ήδη τεθή ζήτημα αποκαταστάσεως του ήδη πρίν άποθάνη ό Ιγνάτιος, αλλά ό Φώτιος είχε απορρίψει τήν πρόταση αύτη (Mansi XVII, 424). Είναι ευνόητο ότι μέτα τη συμφιλίωση τους ό Ιγνάτιος όχι μόνο δεν είχε αντίρρηση, αλλά καί εμπιστεύθηκε στόν Φώτιο τούς οίκειοτέρους του ίγνατιανούς κατά τίς οδυνηρές ημέρες της ασθένειας του (Mansi XVII, 424). Ή αποκατάσταση τού Φωτίου έγινε μέ την ευνόητη συμφωνία καί τού αυτοκράτορα Βασιλείου, ό όποιος τόν κάλεσε μέ πατρικίους δύο φορές καί έπειτα αυτοπροσώπως νά άναλάβη τόν πατριαρχικό θρόνο. Ό Φώτιος έθεσε ώς όρους άφ'ένός μέν την ανάκληση όλων των εξόριστων οπαδών του, άφ'έτέρου δέ τήν αποκατάσταση τού προσώπου του από τίς εναντίον του διατυπωθείσες συκοφαντίες (Mansi XVII, 425). "Αναμφιβόλως εννοούσε τό κατηγορητήριο τής παπόφιλης συνόδου της Άγιας Σοφίας (869-870). Τό περιεχόμενο των όρων, ol οποίοι τέθηκαν από τόν Φώτιο, είχε απασχολήσει τήν εκκλησία Κπόλεως ήδη πρίν από τό θάνατο τού Ιγνατίου, ό δέ αυτοκράτορας είχε αποστείλει επιστολή πρός τόν πάπα "Ιωάννη Η' (872-882) καί είχε ζητήσει τήν αποστολή εκπροσώπων γιά τή συνοδική διευθέτηση τού θέματος των εξόριστων επισκόπων. Ό Ιωάννης Η' θεώρησε τήν ευκαιρία μοναδική γιά τήν ανανέωση τών διεκδικήσεων τού παπικού θρόνου στή Βουλγαρία, όπως επίσης καί στις επαρχίες τού Ά. Ιλλυρικού καί τής Ν. "Ιταλίας. Απέστειλε ώς αντιπροσώπους του τούς επισκόπους Παύλο "Αγκώνας καί Ευγένιο Όστίας, οί όποιοι μετέφεραν παπικές επιστολές πρός τόν αυτοκράτορα καί τόν πατριάρχη Ιγνάτιο, μέ τίς όποιες έζητείτο πράγματι ή επιστροφή τής Βουλγαρίας στή δικαιοδοσία τού παπικού θρόνου. "Οταν έφθασαν όμως στήν Κπολη είχε ήδη πεθάνει ό πατριάρχης Ιγνάτιος (23 Όκτ. 877), βρήκαν δέ στόν θρόνο τής Κπόλεως τόν Φώτιο. Φοβούμενοι τίς τυχόν συνέπειες οποιασδήποτε πρωτοβουλίας τους, δεν έκοινώνησαν μέ τόν πατριάρχη. Ανέμεναν προφανώς νέες παπικές εντολές.
Ό αυτοκράτορας μέ νέα επιστολή του πρός τόν πάπα "Ιωάννη επαναλάμβανε τό περιεχόμενο τής πρώτης, γνωστοποιούσε τήν αποκατάσταση τού ί. Φωτίου στόν πατριαρχικό θρόνο καί αποδοκίμαζε τή διστακτική συμπεριφορά τών παπικών αντιπροσώπων πρός τό πρόσωπο τού πατριάρχη. Παρεμφερές περιεχόμενο είχαν καί ol επιστολές, τίς οποίες απέστειλαν στόν πάπα ό πατριάρχης Φώτιος καί ό κλήρος τής Κπόλεως. Τό περιεχόμενο τους είναι γνωστό κυρίως από τίς απαντητικές επιστολές τού πάπα Ιωάννη, οί οποίες άναγνώσθηκαν στή μεγάλη σύνοδο τής Κπόλεως (879-880). Ό αυτοκράτορας ζητούσε από τόν πάπα νά γίνουν δεκτοί σέ εκκλησιαστική κοινωνία όλοι οί καταδικασθέντες από τή σύνοδο τής Άγιας Σοφίας (869-870) καί ό ήδη αποκατασταθείς πατριάρχης Φώτιος (Mansi XVII, 397). Ό πατριάρχης Φώτιος είχε τήν πλήρη συνείδηση ότι μέ τήν κοινή επιθυμία τής εκκλησίας Κπόλεως επέστρεψε πάλι στόν ίδικόν του (Ίδιον') πατριαρχικό θρόνο (Mansi XVII, 413), ήτοι δέν αναγνώριζε τήν καθαίρεση του από τήν αντικανονική σύνοδο τής Άγιας Σοφίας (869-870) καί θεωρούσε άκυρες ή καί ανυπόστατες όλες τίς αποφάσεις της. Ό πάπας Ιωάννης Η' συγκάλεσε σύνοδο από 15 επισκόπους στή Ρώμη, στήν οποία συζητήθηκαν τά θέματα του θρόνου τής Κπόλεως, ορίσθηκε δέ ώς νέος παπικός αντιπρόσωπος ό καρδινάλιος-πρεσβύτερος Πέτρος, ό όποιος θά ενωνόταν μέ τούς άναμένοντες στήν Κπολη άλλους δύο παπικούς αντιπροσώπους καί θά ακολουθούσε πιστά τίς παρεχόμενες εντολές στό ειδικό παπικό έγγραφο (Commonitorium). Συγχρόνως μετέφερε καί νέες επιστολές τού πάπα πρός τόν αυτοκράτορα, τόν πατριάρχη καί τόν κλήρο τής Κπόλεως. Στήν επιστολή πρός τόν αυτοκράτορα (Mansi XVII, 396 κέξ.) τονιζόταν: α ) ή θεωρία τού παπικού πρωτείου, τό εύλογο τών αιτημάτων του αυτοκράτορα καί ή συμφωνία τού παπικού θρόνου γιά τήν αποκατάσταση τής ενότητας τής εκκλησίας Κπόλεως, β) ή πικρία τού πάπα γιά τήν εσπευσμένη αποκατάσταση τού Φωτίου πρίν από τή μετάβαση τών παπικών αντιπροσώπων: "εί καί ή υμετέρα ευσέβεια τόν άνδρα έκβιασαμένη έφθασεν άποκαταστησασα καί προ ημών, ήτοι προ του παραγενέσθαι τούς ημετέρους τοποτηρητάς έν τοίς αυτόθι" (Mansi XVII, 397), γ) ή ρητή επικύρωση τών ήδη γενομένων στήν Κπολη (Mansi XVII, 397), δ) ή αποδοχή τού Φωτίου σέ κοινωνία από τόν παπικό θρόνο (Mansi XVII, 400,401), ε) ή ανάγκη αποφυγής στό μέλλον οποιασδήποτε "άθρόον " χειροτονίας από τήν τάξη τών λαϊκών (Mansi XVII, 404), στ) ή αξίωση αναγνωρίσεως τής παπικής δικαιοδοσίας στή Βουλγαρία καί αποφυγής οποιασδήποτε παρεμβάσεως σέ αυτήν από τόν πατριάρχη Κπόλεως (Mansi XVII, 405), καί ζ) ή ακύρωση τών συνόδων, οί οποίες συγκλήθηκαν εναντίον τού Φωτίου έπί τών παπών Νικολάου καί Αδριανού, "ού γάρ άπεδέχθησαν παρ'αντών τά κατά τον άγιωτάτον Φωτίου ευρεθέντα" (Mansi XVII, 401).
Στήν επιστολή πρός τόν πατριάρχη Φώτιο (Mansi XVII, 412 κέξ.) ό πάπας Ιωάννης: α) δεχόταν την ήδη γενομένη αποκατάσταση του καί εξέφραζε τή λύπη του γιά τήν έναντι τού Φωτίου συμπεριφορά τών αντιπροσώπων του, οί όποιοι "ευθέως ουκ ηθέλησαν συλλειτουργήσαι" (Mansi XVII, 413), επειδή δέν είχαν λάβει σχετικές εντολές, β) προέτεινε τήν εφαρμογή τής αρχής τής επιεικείας στους ίγνατιανούς επισκόπους, οί οποίοι δέν τόν αναγνώριζαν (Mansi XVII, 413-416), γ) αξίωνε τή ρητή απαγόρευση τής "αθρόον"χειροτονίας στό μέλλον (Mansi XVII, 416), καί δ) ακύρωνε ρητώς τή σύνοδο τής Αγίας Σοφίας, ή όποια καταδίκασε τόν Φώτιο, μέ τούς χαρακτηριστικούς λόγους: "τήν δέ γενομένην κατά τής σης ευλάβειας σύνοδον έν τοϊς αυτόθι ήκυρώσαμεν καί έξωστρακίσαμεν παντελώς καί άπεβαλόμεθα διά τε τά άλλα καί οτι ό πρό ημών μακάριος πάπας Αδριανός ούχ ύπέγραψεν έν αυτή" (Mansi XVII, 416). Ό πρεσβύτερος Πέτρος παρουσίασε τό νέο Μνημόνιον (Gunmonitorium) τών παπικών εντολών πρός τούς αντιπροσώπους τού πάπα (Mansi XVII, 468-472), τό όποιο μάλιστα άναγνώσθηκε καί υπογράφηκε στήν τρίτη συνεδρία της συνόδου. Είναι πράγματι ένα πολύτιμο κείμενο γιά τή γνώση τού τρόπου οργανώσεως καί λειτουργίας τών παπικών αποστολών κατά τούς μέσους χρόνους. Στό Κομμονιτόριο οριζόταν ή συμπεριφορά τών παπικών αντιπροσώπων κατά τήν επίσκεψη τους πρός τόν βασιλέα (κεφ. α-β)καί πρός τόν πατριάρχη Φώτιο (κεφ. γ-δ), όπως επίσης καί οί παπικές θέσεις στά ήδη γνωστά κύρια θέματα τής συνόδου (κεφ. ε-ια), οί όποιες συμπίπτουν πλήρως πρός τίς αντίστοιχες παπικές θέσεις τών επιστολών. Χαρακτηριστική όμως είναι ή επίσημη θέση τού παπικού θρόνου έναντι τής παπόφιλης συνόδου τής Άγιας Σοφίας: "Θέλομεν ενώπιον τής Ενδημούσης συνόδου άνακηρυχθήναι. Ινα ή σύνοδος ή γεγονυΐα κατά του προρρηθέντος πατριάρχου Φωτίου έν τοις καιροις του Αδριανού του άγιωτάτου πάπα έν τή Ρώμη καί έν τή Κωνσταντινονπόλει άπό του παρόντος ή έξωστρακισμένη καί άκυρος καί αβέβαιος καί μή συναρι-θμήται αϋτη μεθ'έτέρας άγιας συνόδου" (Mansi XVII, 472). Αναμφιβόλως τόσο οί επιστολές, όσο καί τό Κομμονιτόριο, κατά τή μεταγλώττιση τους άπό τήν λατινική υπέστησαν ορισμένες φραστικές τροποποιήσεις, χωρίς όμως καινά άλλοιωθή κατ'ούσίαντό περιεχόμενο τους. Μόνη ίσως εξαίρεση ήταν ή παπική αξίωση νά ζητήση ό Φώτιος ενώπιον τής συνόδου συγγνώμη γιά τήν έναντι τού παπικού θρόνου συμπεριφορά του, ή όποια όμως αντικαταστάθηκε μέ μία απλή ευχαριστία τού πατριάρχη Κπόλεως πρός τόν παπικό θρόνο. Ό ί. Φώτιος θεωρούσε αδιανόητη τήν αίτηση συγγνώμης από τόν παπικό θρόνο, στόν οποίο απέδιδε μεγάλη ευθύνη γιά τίς εναντίον του αντικανονικές πράξεις.
Στή σύνοδο, ή όποια συγκροτήθηκε επίσης στόν ναό τής Αγίας Σοφίας, συμμετείχαν ύπό τήν προεδρία τού Φωτίου οί παπικοί αντιπρόσωποι, οί εκπρόσωποι τών πατριαρχικών θρόνων τής Ανατολής καί 383 περίπου επίσκοποι. Ό αυτοκράτορας δέν παρέστη αυτοπροσώπως καί δέν εκπροσωπήθηκε μέ αντιπροσώπους. Κατά τήν πρώτη συνεδρία (αρχές Νοεμ. 879), μετά τίς φιλόφρονες προσρήσεις τών παπικών αντιπροσώπων καί τίς φιλόφρονες απαντήσεις τού Φωτίου γιά τήν αποκατάσταση του στόν Οικουμενικό θρόνο, ό μητροπολίτης Χαλκηδόνος Ζαχαρίας έπλεξε τό εγκώμιο τής προσωπικότητας τού Φωτίου καί αποδοκίμασε όλες τίς εναντίον του προγενέστερες αντικανονικές αποφάσεις. Στη δεύτερη συνεδρία (17 Νοεμβρίου 879) άναγνώσθηκαν ol μεταγλωττισθείσες στην ελληνική επιστολές του πάπα Ιωάννη Η' πρός ιόν αυτοκράτορα καί τόν πατριάρχη Φώτιο, τίς οποίες έπρεπε νά δεχθή καί ή σύνοδος. Ό παπικός αντιπρόσωπος Πέτρος, απευθυνόμενος πρός τόν πατριάρχη Φώτιο, προέ-τεινε την αποκατάσταση στους οικείους θρόνους τουλάχιστον των κατά την πρώτη πατριαρχία του έκθρονισθέντων Ιγνατιανών (Mansi XVII, 417). Ή πρόταση αύτη ήταν προφανώς καρπός προγενεστέρων μακρών συζητήσεων του Φωτίου καί των παπικών αντιπροσώπων, άφού ó πάπας Ιωάννης δεν περιορίζεται στην ειδική μεταχείριση μόνο των "προχειροτονηθέντων"επισκόπων κατά τήν αποκατάσταση τών ιγνατιανών επισκόπων. Ό πατριάρχης Φώτιος απάντησε ότι στην περίπτωση αυτή ανήκουν πλέον μόνο δύο εξόριστοι επίσκοποι, οί όποιοι όμως έξορίσθηκαν ως πρόξενοι ταραχών καί όχι γιά καθαρώς εκκλησιαστικά ζητήματα.
Ή συζήτηση γιά τό κρίσιμο Βουλγαρικό ζήτημα ήταν πολύ σημαντική. Τό έθεσε επίσης ó παπικός αντιπρόσωπος Πέτρος μέ τή φράση του Κομμονιτορίου, σύμφωνα μέ την οποία ó πατριάρχης Κπόλεως δέν θά έπρεπε νάτελή χειροτονία ή νά οτέλλη ώμόφορο (pallium) στη Βουλγαρία ("Οπως έν τη τών Βουλγάρων χώρα μήτε ώμόφορον άποστείλητε, μήτε χειροτονίαν ποιήσητε'). Τούτο σήμαινε πλήρη παραίτηση του Οικουμενικού θρόνου από τή διοικητική του δικαιοδοσία στή Βουλγαρία. Τήν ίδια αξίωση ειχε ήδη προβάλει ó πάπας Νικόλαος στήν πρώτη επιστολή του πρός τόν πατριάρχη Φώτιο καί είχε λάβει, όπως είδαμε, αρνητική απάντηση μέ τή γνωστή λεπτή βυζαντινή ευγένεια. Ανάλογη υπήρξε ή απάντηση καί στή σύνοδο. Ό πατριάρχης Φώτιος δήλωσε ότι ó ίδιος δέν προέβη μεν σέ παρεμφερή ενέργεια, ηκαίτοι δικαιολογίας Ισως καί της πρός έτερους μιμήσεως πάντα ήμΐν εις κράτος έγχειριζούσης" (Mansi XVII, 417-420), καί ότι ήταν πρόθυμος "καί τά οικεία..., όσον εις ημών άνηκε γνώμην, θεσμών παλαιών ού λυομένων, τοίςφίλοιςχαρίζεσθαι", άλλά δέν ήταν πλέον εύκολο, γιατί οί διεκδικούμενες από τόν παπικό θρόνο εκκλησίες "τή της βασιλικής ανατολή συμπεριέχονται αρχή". Ό πατριάρχης Κπόλεως δηλαδή απέκρουσε κατ'ούσίαν τό αίτημα τών παπικών αντιπροσώπων μέ τόν υπαινιγμό τών δυσχερειών γιά τήν Ικανοποίηση του: "ει δέ ...μή ταίς βασιλικαΐς έστενοχωρεΐτο άνάγκαις, μηδέ τις άλλη με κανονική άνεχαίτιζε δίκη, εϊχον δέ καί τό ύποτελοϋν Ίερατικόν συμπνέον έπί τούτω, ούχ οϋστινας λέγεις υπό τόν Ρώμης θρόνον τελέσαι ποτέ, αλλά καί ol μηδέποτε ύπ'έκεΐνον γεγόνασι, καί τούτους έτοιμος άν κατέστην ... αίτουμένψ σοι παρασχείν" (Mansi XVII, 420).
…
Ή συζήτηση στράφηκε πλέον στό ζήτημα τής άμεσης αποκαταστάσεως τού Φωτίου, κυρίως μετά τή δήλωση τού παπικού αντιπροσώπου, ότι "ουκ ήν καλόν πρό τής έλεύσεως ημών άνελθεΐν αυτόν" στόν πατριαρχικό θρόνο (Mansi XVII,!420). Ή θέση τής συνόδου στό ζήτημα αυτό υπήρξε σαφής. Ό εκπρόσωπος τού πατριαρχείου Ιεροσολύμων πρεσβύτερος Ηλίας απάντησε μέ ρητορικό ερώτημα ότι, παρά τίς αντίθετες αποφάσεις τών συνόδων Ρώμης καί Κπόλεως (863,869-870).
…
Στήν τρίτη συνεδρία της συνόδου άναγνώσθηκε ή επιστολή του πάπα Ιωάννη πρός τούς επισκόπους της εκκλησίας Κπόλεως καί τών λοιπών πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής (Mansi XVII, 449-456), ή όποια επαναλαμβάνει τίς Ιδιες περίπου παπικές αντιλήψεις πρός οσες διατυπώθηκαν στίς παπικές επιστολές πρός τόν αυτοκράτορα καί τόν πατριάρχη. …
Κατά τήν τετάρτη συνεδρία (παραμονή Χριστουγέννων 879) έφθασε καί ό εκπρόσωπος του πατριαχείου Αντιοχείας μητροπολίτης Βασίλειος, ό οποίος δήλωσε στή σύνοδο, ότι ό Αντιοχείας Θεοδόσιος δέν δέχθηκε ποτέ τήν απόφαση καθαιρέσεως τού Φωτίου καί παρέδωσε τίς άναγνω-σθείσες επιστολές τών πατριαρχών Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων (Mansi XVII, 477-481).
…
Ή πέμπτη συνεδρία τής συνόδου (26 Ίαν. 880) άρχισε μέ τή γενική επιδοκιμασία τής παλαιότερης προτάσεως τού πατριάρχη Φωτίου νά άναγνωρισθή ή σύνοδος τής Νικαίας (787) ώς Οικουμενική καί νά συνα-ριθμηθή ώς έβδομη μετά τίς έξι πρώτες Οικουμενικές συνόδους (Mansi XVII, 493). … Ή παρέμβαση λοιπόν τού παπικού θρόνου στό ζήτημα τής κανονικότητας τής χειροτονίας τού πατριάρχη Κπόλεως Φωτίου μέ σκοπό τή διοικητική επιβολή τού παπικού πρωτείου κατέληξε στήν πλήρη συνοδική εγκατάλειψη όχι μόνο τών νέων διοικητικών διεκδικήσεων, αλλά καί τών παλαιότερων τάσεων επιβολής τής θεωρίας τού παπικού πρωτείου στήν Ανατολή. Ό παπικός θρόνος αναγκάσθηκε τέλικώς νά δεχθή τήν ένταξη τον παπικού πρωτείου οτόν κανονικό θεσμό της Πενταρχίας τών πατριαρχών τόσο κατά τήν παπόφιλη (869-870), όσο καί στην άποκαταστήσασα τόν Φώτιο σύνοδο τής Αγίας Σοφίας (879-880). Ή εξέλιξη αυτή τών γεγονότων κατέστησε πλέον σαφή στή Ρώμη τήν αμετακίνητη θέση τών πατριαρχών τής Ανατολής υπέρ του κανονικού θεσμού τής Πενταρχίας τών πατριαρχών καί απέκλεισε εφεξής κάθε δυνατότητα αναγνωρίσεως τού παπικού πρωτείου στην Ανατολή.
…
Όλοι οί συμμετασχόντες επίσκοποι κατανόησαν τόν "Όρον" αυτό τής συνόδου ώς καταδικάζοντα τήν προσθήκη του filioquc στό σύμβολο τής πίστεως. Αυτό βεβαιώνει καί ό Φώτιος στήν ειδική μελέτη του "Περί τής του αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας" (PG 102, 380, 820). Ό πάπας Ιωάννης Η' δέχθηκε τίς αποφάσεις τής συνόδου γιά τήν αποκατάσταση τού Φωτίου μέ τήν αόριστη επιφύλαξη, ότι δέν θά αναγνώριζε ο,τιδήποτε θεσπίσθηκε στή σύνοδο αυτή καθ'ύπέρβαση τών εντολών, οί όποιες είχαν δοθή στους αντιπροσώπους του. Ήταν μία παλαιά, συνηθισμένη καί κατά συνέπειαν αδιάφορη παπική επιφύλαξη. Προφανώς τά ερείσματα τού Φωτίου στόν παπικό θρόνο ήσαν πλέον πολύ ισχυρά καί συνεδέοντο μέ τή μεγάλη επιρροή τού παλαιού φίλου του καί νέου Βιβλιοθηκάριου Ζαχαρία Άνάγνης. Ό Ζαχαρίας είχε συμμετάσχει στήν Πρωτοδευτέρα σύνοδο (861) ώς παπικός αντιπρόσωπος καί είχε καθαιρεθή από τή σύνοδο τής Ρώμης (863) γιά υπέρβαση τών παπικών εντολών, αποκαταστάθηκε δέ όχι μόνο στήν εκκλησιαστική κοινωνία, άλλά καί στόν οικείο θρόνο από τόν πάπα Αδριανό, ένώ διαδέχθηκε τόν Αναστάσιο Βιβλιοθηκάριο στήν παπική αυλή ώς ευνοούμενος προφανώς τού πάπα Ιωάννη Η' (Mansi XVII, 425). Ή επιρροή τού Ζαχαρία οτή μετριοπαθή πολιτική του πάπα Ιωάννη έναντι τού Φωτίου υπήρξε οπωσδήποτε τεράστια καί αναγνωρίσθηκε από τόν πατριάρχη Κ/πόλεως σέ ευχαριστήρια επιστολή.»