Αξιόλογο κλάδο του δικτύου των παροικιών, που δημιούργησαν οι Έλληνες έξω από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτέλεσαν και οι ελληνικές παροικίες στις χώρες της Αψβουργικής Μοναρχίας. Οι μεμονωμένες, αρχικά, και μαζικές, αργότερα, μετακινήσεις των ελλήνων οθωμανών υπηκόων προς την Αψβουργική Μοναρχία εντάθηκαν κατά το 17ο και ιδιαίτερα κατά το 18ο αιώνα και οδήγησαν στη σύσταση ακμαίων ελληνικών Kοινοτήτων.
Στην ευρύτατη και πολυεθνική αυτοκρατορία των Αψβούργων ανήκαν κατά καιρούς, μεταξύ άλλων, το σημερινό κράτος της Αυστρίας, η Ουγγαρία, η Τρανσυλβανία και οι περιοχές των σημερινών χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Δεδομένης, λοιπόν, της κοινής εξουσιαστικής αρχής, αλλά και της γεωγραφικής γειτνίασης των περιοχών αυτών, κρίνεται σκόπιμη η υπαγωγή κι εξέταση των ελληνικών παροικιών της Αυστρίας-Ουγγαρίας, της Τρανσυλβανίας και των πρώην Γιουγκοσλαβικών περιοχών, σε μία ενιαία ομάδα παροικιών, οι οποίες διαμορφώθηκαν κι εξελίχθηκαν κάτω από ανάλογες συνθήκες.
Mε εξαίρεση τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας (15ος-16ος), οπότε παρατηρήθηκαν μεμονωμένες μετακινήσεις, κυρίως λογίων, προς τις χώρες της Ευρώπης (βασικά προς την ιταλική χερσόνησο και δευτερευόντως προς την κεντρική Ευρώπη και βόρεια Βαλκανική), το κύριο ρεύμα μαζικών μετακινήσεων από τα οθωμανικά εδάφη προς τις χώρες της Αψβουργικής Μοναρχίας άρχισε να σημειώνεται από το 17ο αιώνα και συνδέθηκε με τις ιδιαίτερες οικονομικές συνθήκες της εποχής.
Η επιθυμία πλουτισμού και βελτίωσης της οικονομικής τους κατάστασης ώθησε πολλούς οθωμανούς υπηκόους στη φυγή από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η φυγή αυτή ευνοήθηκε από την κρίση στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό και την ανάπτυξη του εμπορίου, η οποία προωθείτο τόσο από την οθωμανική κυβέρνηση, που επιθυμούσε να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου, όσο και από την Αψβουργική Μοναρχία, που επιδίωκε την οικονομική της διείσδυση στις μεγάλες αγορές της Ανατολής.
Το κλείσιμο της Μαύρης Θάλασσας από το σουλτάνο για τα μη οθωμανικά πλοία (από το 1592 ως το 1774) και η δημιουργία νέων ή η αναβίωση παλιότερων πόλεων συνιστούσαν βασικές προϋποθέσεις ανάπτυξης του εμπορίου, από τις οποίες επωφελήθηκαν, από το 16ο αιώνα και πέρα, οι ορθόδοξοι πληθυσμοί της αυτοκρατορίας. Παράλληλα, από το 17ο αιώνα, η Αψβουργική Μοναρχία, αναπτύσσοντας την εγχώρια βιοτεχνία και βιομηχανία της, επιδίωκε να διεισδύσει στις αγορές της Ανατολής για να διαθέσει τα βιοτεχνικά της προϊόντα, αλλά και να βρει πρώτες ύλες. Επειδή, όμως, οι Αυστριακοί έμποροι, αγνοώντας τη γλώσσα και τα έθιμα των βαλκανικών λαών, δεν μπορούσαν να κινηθούν με ευχέρεια στις βαλκανικές αγορές, χρειάζονταν μεσάζοντες στις εμπορικές τους συναλλαγές με τους Βαλκάνιους. Το ρόλο αυτό του μεσάζοντα ανέλαβαν κυρίως οι χριστιανοί υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με δυναμικότερους ανάμεσά τους τούς Έλληνες, Βλάχους και Σέρβους, οι οποίοι πήραν στα χέρια τους το διαμετακομιστικό εμπόριο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την κεντρική Ευρώπη, ενώ πολλοί από αυτούς άρχισαν να δημιουργούν εμπορικές κομπανίες και να εγκαθίστανται στα διάφορα αστικά κέντρα της Αψβουργικής Μοναρχίας. Ταυτόχρονα, οι ίδιες οι αψβουργικές αρχές, παραχωρώντας προνόμια και διευκολύνσεις στους βαλκάνιους εμπόρους, τους προσείλκυσαν κι ευνόησαν την εγκατάστασή τους στα διάφορα εμπορικά κέντρα της αψβουργικής επικράτειας ή σε περιοχές αποδεκατισμένες πληθυσμιακά και στερούμενες εμπορικής τάξης (π.χ. η Ουγγαρία μετά την τουρκική κατοχή). Έτσι, ο κύριος όγκος των ορθόδοξων μεταναστών, που έφτασαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις χώρες των Αψβούργων, ταξίδευε με την ιδιότητα του εμπόρου -πραγματευτή στη γλώσσα της εποχής- και καταγόταν από τη Μακεδονία, κυρίως τη Δυτική, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία.
Ορόσημα για τη δραστηριοποίηση των ελλήνων εμπόρων αποτέλεσαν οι συνθήκες του Karlowitz (1699) και του Passarowitz (1718), οι οποίες εδραίωναν τις εμπορικές σχέσεις των Αψβούργων με την επικράτεια του σουλτάνου. Συγκεκριμένα, η συνθήκη του Karlowitz παρείχε μεγάλες διευκολύνσεις στο τουρκικό εμπόριο, ενώ η συνθήκη του Passarowitz -και κυρίως η εμπορική συμφωνία που τη συνόδευε- καθιέρωνε την ελευθερία ναυσιπλοϊας στο Δούναβη για τα συμβαλλόμενα μέρη και για τους οθωμανούς υπηκόους, που εμπορεύονταν στις χώρες των Αψβούργων, τον ευεργετικό τελωνειακό δασμό του 3%, τη στιγμή που για τους εμπόρους-υπηκόους των Αψβούργων ίσχυαν επαχθέστεροι δασμοί. Οι οικονομικές αυτές διευκολύνσεις προκάλεσαν νέα αύξηση των ελληνικών μεταναστεύσεων προς τις χώρες των Αψβούργων.
Νέο κύμα μεταναστών έφτασε στις αυστριακές επαρχίες μετά τον πρώτο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1768-1774). Πολλοί από αυτούς τους μετανάστες, πιεζόμενοι από τις αυστριακές αρχές να πάρουν την αυστριακή υπηκοότητα, κάλεσαν στα μέρη, όπου είχαν εγκατασταθεί, και τις οικογένειές τους. Ο νέος Αυστροτουρκικός πόλεμος (1787-1791/2) προκάλεσε νέο κύμα ελλήνων ορθόδοξων μεταναστών, προς τις διάφορες επαρχίες της αψβουργικής επικράτειας. Το διάταγμα, όμως, του αυστριακού αυτοκράτορα στα 1789, το οποίο ανάγκαζε όλους τους οθωμανούς υπηκόους, που κατοικούσαν στην Αψβουργική Μοναρχία και ιδιαίτερα στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία, να πάρουν την αυστριακή υπηκοότητα, δίνοντας τον ανάλογο όρκο πίστης στον αυτοκράτορα, και να πληρώνουν όλους τους φόρους, σηματοδότησε την απαρχή της μείωσης των ελλήνων μεταναστών προς τα εδάφη αυτά.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα οι εγκαταστάσεις των Ελλήνων στην Αψβουργική επικράτεια άρχισαν να μειώνονται Οι λόγοι της μείωσης αυτής πρέπει να αναζητηθούν στην αλλαγή της οικονομικής πολιτικής των Αψβούργων από την τελευταία τριακονταετία του 18ου αιώνα, η οποία άρχισε να περιορίζει τις οικονομικές διευκολύνσεις προς τους οθωμανούς υπηκόους, υποστηρίζοντας, αντίθετα, τους αυστριακής υπηκοότητας εμπόρους. Το γεγονός αυτό ανάγκασε πολλούς Έλληνες να λάβουν την αυστριακή υπηκοότητα, προκειμένου να υποστηριχθούν οι εμπορικές επιχειρήσεις τους, πράγμα που μακροπρόθεσμα συνετέλεσε στην αφομοίωση των Ελλήνων αυτών από το ντόπιο στοιχείο. Παράλληλα, πολλοί ελληνικοί εμπορικοί οίκοι οδηγήθηκαν σε πτώχευση στις αρχές του 19ου αιώνα, λόγω της οικονομικής κρίσης στις χώρες της Αψβουργικής Μοναρχίας κατά την περίοδο των πολέμων εναντίον των Γάλλων, ενώ το νέο ελληνικό κράτος, που συστάθηκε στα 1828, δεν επέδειξε το απαιτούμενο ενδιαφέρον για τις έξω από την επικράτειά του εστίες του ελληνισμού, συμβάλλοντας έτσι στην παρακμή και συρρίκνωσή τους.
Ο γειτονικός με την Αυστρία-Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία χώρος των λεγόμενων Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, δηλαδή της Μολδαβίας και Βλαχίας, δεν μπορεί να περιληφθεί στην ομάδα των χωρών, όπου δημιουργήθηκαν ελληνικές παροικίες, λόγω του ιδιαίτερου καθεστώτος που διείπε τις δύο χώρες. Από το 1476 και το 1512 η Βλαχία και η Μολδαβία, αντίστοιχα, ήταν φόρου υποτελείς στο σουλτάνο, διοικούμενες ουσιαστικά από τους βογιάρους (Ρουμάνους πρίγκιπες), ενώ από το 1709/1711 ως το 1830 διοικούνταν από τους Φαναριώτες ηγεμόνες (οσποδάρους), οι οποίοι διορίζονταν από την οθωμανική κυβέρνηση. Η παρουσία του ελληνικού στοιχείου στις δύο αυτές Ηγεμονίες εντοπίζεται αρχικά στη δραστηριότητα ελλήνων εμπόρων, που από το 16ο αιώνα δρούσαν στη Μολδαβία και Βλαχία, και αργότερα στην επικράτηση των Ελλήνων στη θρησκευτική και πνευματική ζωή των δύο χωρών. Η περίοδος διακυβέρνησης των Φαναριωτών ηγεμόνων χαρακτηρίστηκε από την εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας, την αύξηση της ελληνικής επιρροής και την έντονη παρουσία των Ελλήνων τόσο στη διοίκηση, όσο και στον εκκλησιαστικό και πνευματικό τομέα με τη λειτουργία των δύο ακμαίων Ακαδημιών του Ιασίου και του Βουκουρεστίου και την ίδρυση ελληνικών τυπογραφείων. Τα στοιχεία αυτά, όμως, δεν αρκούν για να κατατάξουν τους Έλληνες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών στον παροικιακό Ελληνισμό, αφού δε συγκροτήθηκε ιδιαίτερη ελληνική παροικία, ούτε δημιουργήθηκε ελληνική κοινότητα κατά το πρότυπο, που απαντάται στις υπόλοιπες χώρες υποδοχής Ελλήνων παροίκων.
Για τους λόγους αυτούς οι περιοχές αυτές δε θα αποτελέσουν ιδιαίτερο αντικείμενο προς ανάλυση στην παρούσα μελέτη, η οποία θα επικεντρωθεί στη σκιαγράφηση των ελληνικών παροικιών της Αυστρίας-Ουγγαρίας, Τρανσυλβανίας και πρώην Γιουγκοσλαβίας από τις αρχές της δημιουργίας τους (17ος αιώνας) ως την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης (1821).