Η Ουγγαρία κατά το 16ο αιώνα ήταν διαιρεμένη σε τρεις περιοχές: την Τρανσυλβανία, τη βασιλική επικράτεια και τα κατεχόμενα από τους Τούρκους εδάφη. Η Τρανσυλβανία πέρασε στα 1669 στην αυστριακή επικράτεια, ενώ και οι Τούρκοι έχασαν στα 1687 τα εδάφη που κατείχαν στην Ουγγαρία. Καθώς, λοιπόν, η Ουγγαρία αποτελούσε σημαντικό τμήμα της αψβουργικής μοναρχίας, η παρουσία και η δράση των Ελλήνων στα εδάφη της συνδέονται άμεσα με τις ευνοϊκές για την άσκηση του εμπορίου συνθήκες, που επικρατούσαν τότε στα πλαίσια της αψβουργικής μοναρχίας για τους βαλκάνιους εμπόρους και οι οποίες έχουν ήδη αναφερθεί. Κατ' αναλογία με την Αυστρία και την Τρανσυλβανία, οι Έλληνες πήραν και στην Ουγγαρία το διαμετακομιστικό εμπόριο στα χέρια τους, ενώ ανάμεσα στους Σέρβους, Αλβανούς και Μακεδονοβλάχους, που προσκλήθηκαν από τον ούγγρο βασιλιά Λίποτ Α΄ μετά το 1687 για να ενισχύσουν τα αποδεκατισμένα πληθυσμιακά ουγγρικά εδάφη, μετά τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής, υπήρξαν και μερικοί Έλληνες. Το βασικό, όμως, κύμα εισροής Ελλήνων στην Ουγγαρία σημειώθηκε στα 1718, ενώ το επόμενο και μεγαλύτερο στα 1760-1770.
Υπό τον όρο Έλληνες εννοούνταν και στην Ουγγαρία -όπως και στη Βιέννη- όχι μόνο οι Έλληνες στο γένος, αλλά και οι ορθόδοξοι βαλκάνιοι λαοί που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, δηλαδή οι Μακεδονοβλάχοι, Σέρβοι και Βούλγαροι, ενώ συχνά Έλληνες αποκαλούνταν συλλήβδην όλοι οι βαλκάνιοι έμποροι. Τα παραχωρηθέντα λοιπόν Προνόμια αφορούσαν και απευθύνονταν σε όλους τους ορθόδοξους βαλκάνιους εμπόρους, που προέρχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στα 1667 ο βασιλιάς Λίποτ Α΄ παραχώρησε τα πρώτα ειδικά Προνόμια στους ορθόδοξους οθωμανούς υπηκόους, κυρίως Σέρβους, που ζούσαν στα βασιλικά κτήματα της βόρειας Ουγγαρίας, ενώ στα 1690 ο αυτοκράτορας κάλεσε Σέρβους να έρθουν να εγκατασταθούν στις εκκενωμένες περιοχές της Ουγγαρίας, υποσχόμενος σε αυτούς πλήρη ελευθερία. Ανάμεσα σε αυτούς τους Σέρβους υπήρχαν και κάποιοι Έλληνες. Στα 1725 το συμβούλιο της βασιλικής Ουγγαρίας, με διάταγμά του, επέτρεψε στους ορθόδοξους Σέρβους, Έλληνες και Βλάχους να πωλούν στο εξής λιανικά τα προϊόντα τους στις αγορές-παζάρια των πόλεων, ενώ κατά τις υπόλοιπες ημέρες όφειλαν να παραδίδουν χονδρικά τα εμπορεύματά τους στις συντεχνίες των ντόπιων και βέβαια να εμπορεύονται μόνο τουρκικά είδη. Νέο διάταγμα στα 1741 όρισε ότι ελεύθερα μπορούν να εμπορεύονται μόνο όσοι ορθόδοξοι είχαν εγκατασταθεί μόνιμα με τις οικογένειές τους στην Ουγγαρία, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάζονταν να πουλούν μόνο χονδρικά τα τουρκικά προϊόντα. Τέλος, στα 1769 η Μαρία Θηρεσία απαίτησε από τους ορθόδοξους οθωμανούς υπηκόους, με διάταγμά της, τη μεταφορά των οικογενειών τους στην Ουγγαρία και την κατάθεση όρκου πίστης στον αυστριακό αυτοκράτορα. Το διάταγμα αυτό, μαζί με το λίγο μεταγενέστερο του Ιωσήφ Β΄ στα 1784, το οποίο εμπόδιζε την ανάπτυξη του ανατολικού εμπορίου, σήμαναν την απαρχή της παρακμής της εμπορικής δραστηριότητας των ορθόδοξων βαλκάνιων εμπόρων στην Ουγγαρία.
Οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ουγγαρίας, με σημαντικότερο κέντρο τους την Πέστη, ενώ άλλες αξιόλογες βάσεις τους ήταν οι πόλεις: Kecskemet, Eger, Miskolc, Tokaj, Gyoengyoes, Nagyvαrad, Arad, και η περιοχή Temesvαr, όπου και δημιουργήθηκαν ακμαίες ελληνικές Kοινότητες. Οι Kοινότητες αυτές ιδρύονταν αρχικά ως Kομπανίες- συνενώσεις εμπόρων- με οικονομικό δηλαδή χαρακτήρα, ενώ μέσω των διαφόρων προνομίων που απέσπασαν από τις aρχές, απέκτησαν και το δικαίωμα της αυτονομίας και αυτοδιοίκησης, όπως αναλύσαμε ήδη στην περίπτωση των ελληνικών Kομπανιών της Τρανσυλβανίας.
Η πρωιμότερη χρονικά από αυτές τις ελληνικές κομπανίες της Ουγγαρίας είναι εκείνη της πόλης Tokaj, η οποία ιδρύθηκε στα 1667 με αυτοκρατορικό προνόμιο, που επέτρεπε στα μέλη της την άσκηση εμπορίου, παρέχοντάς τους φορολογικές απαλλαγές και τη δυνατότητα αυτοδιοίκησης. Η Kομπανία ίδρυσε επίσης στα 1790 ναό, στον οποίο διατηρούσε δικούς της ιερείς και μπορούσε να απονέμει δικαιοσύνη στα μέλη της για κάποιες κατηγορίες αδικημάτων.
Σε ανάλογη οργανωτική βάση ιδρύθηκαν και λειτούργησαν και άλλες ελληνικές Kομπανίες στην Ουγγαρία, όπως της πόλης Gyoengyoes, η οποία ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα και παρά τους περιορισμούς αναφορικά με την ίδρυση ναού και σχολείου, φαίνεται πως κατόρθωσε να αναπτυχθεί και να δράσει με αρκετή επιτυχία· της πόλης Eger, η οποία συστήθηκε στο β΄ μισό του 18ου αιώνα, με περιορισμένες δυνατότητες αυτοδιοίκησης, ενώ απέκτησε σχολείο και ναό και της πόλης Miskolc, η οποία συστήθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα (1687) και φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα ακμαία και σημαντική Kομπανία. Τα μέλη της απαλλάσσονταν από τις ισχύουσες για τους ντόποιους εμπόρους φορολογικές επιβαρύνσεις καθώς και από την υποχρέωση να παρέχουν στέγη στα ουγγρικά στρατεύματα, είχαν το δικαίωμα αυτοδιοίκησης και στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα απέκτησαν ναό που τον αφιέρωσαν στον 'Αγιο Ναούμ. Η μεγαλύτερη, όμως, ελληνική Kομπανία της Ουγγαρίας κατά το 18ο αιώνα ήταν εκείνη του Kecskemet, η οποία ιδρύθηκε στα 1708, αριθμούσε τα περισσότερα μέλη και απέκτησε και αυτή δικαίωμα αυτοδιοίκησης με την εκλογή ενός προεστού για τη διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων της Kομπανίας. Τέλος, άλλες σημαντικές σερβικές κι ελληνοβλαχικές Kομπανίες ιδρύθηκαν στις πόλεις Novi Sad, Pest, Disszeg και στην περιοχή Bαcs, όλες οργανωμένες κατά το ίδιο πρότυπο. Οι περισσότερες από αυτές πρέπει να υποθέσουμε ότι απέκτησαν ορθόδοξους ναούς για την άσκηση της λατρείας τους, αλλά δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ακριβή στοιχεία για την ίδρυση και λειτουργία των ναών αυτών, εκτός από το ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Πέστη, όπου γνωρίζουμε ότι διετέλεσαν εφημέριοι ο Πολυζώης Κοντός και ο Χαρίσιος Μεγδάνης, γνωστοί λόγιοι της εποχής.
Ο αριθμός των Ελλήνων και Βλάχων που εγκαταστάθηκαν στην Ουγγαρία ήταν πολύ μεγάλος και σύμφωνα με εκτιμήσεις άγγιζε κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα τις 10.000 ψυχές. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτών καταγόταν από τη Μακεδονία και τα αλβανικά εδάφη, ενώ λιγότεροι έφθασαν από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Θράκη. Οι κυριότερες πόλεις καταγωγής των ελλήνων και βλάχων εμπόρων ήταν: Μοσχόπολη -αξιοσημείωτο είναι ότι οι Έλληνες και Βλάχοι της Kομπανίας του Miscolc κατάγονταν σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα από τη Μοσχόπολη- Κοζάνη, Σιάτιστα, Σέρβια, Δοϊράνη, Βογατσικό, Μελένοικο, Μοναστήρι, Σέλιτσα, Μπέλες, Κλεισούρα, Νάουσα κ.ά. Ενδεικτικά στοιχεία της αριθμητικής δύναμης των διάφορων Kομπανιών της Ουγγαρίας δίνει ο παρακάτω πίνακας, που καταγράφει τον αριθμό των ανεξάρτητων ορθόδοξων εμπόρων της Ουγγαρίας με βάση την απογραφή του 1754. Αν σε αυτούς προστεθούν και τα μέλη των οικογενειών των εμπόρων και του βοηθητικού προσωπικού των εμπορικών επιχειρήσεων γίνεται κατανοητό ότι ο συνολικός αριθμός των μελών των Kομπανιών ήταν πολύ μεγαλύτερος.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχέσεις των ορθόδοξων εμπόρων -ελλήνων, βλάχων και σέρβων- τόσο μεταξύ τους όσο και με τους αυτόχθονες ουγγρικούς πληθυσμούς. Οι μαρτυρίες, που διαθέτουμε, αποκαλύπτουν συνεχείς και αυξανόμενες διαμάχες και διαφωνίες μεταξύ των Ελλήνων και Σέρβων της Ουγγαρίας, αναφορικά με τη χρήση και λειτουργία των ορθόδοξων ναών και των σχολείων των διαφόρων Kομπανιών. Η γλώσσα και η ώρα στην οποία θα τελούνταν η λειτουργία για Έλληνες και Σέρβους, αλλά και το είδος και ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης, που θα παρείχαν τα σχολεία των Kομπανιών, έφερναν συχνά Έλληνες και Σέρβους αντιμέτωπους, με αποτέλεσμα σε κάποιες ορθόδοξες Kοινότητες -όπως της Πέστης στα 1788- να επέλθει ο χωρισμός Ελλήνων και Σέρβων, ενώ σε άλλες όχι. Ανάλογες υπήρξαν και οι διαμάχες μεταξύ Ελλήνων και Βλάχων των διάφορων Kομπανιών της Ουγγαρίας, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο της ορθόδοξης Kοινότητας της Πέστης, στα τέλη του 18ου αιώνα, αναφορικά με τη λειτουργία της ορθόδοξης εκκλησίας της Kοινότητας. Ωστόσο, οι διαμάχες μεταξύ Ελλήνων και Βλάχων δεν κατέληξαν σε καμία περίπτωση στο χωρισμό των μεν από τους δε, αλλά, αντίθετα, οι Βλάχοι αποτέλεσαν σταθερά σημαντικό συστατικό στοιχείο των ορθόδοξων Kοινοτήτων της Ουγγαρίας.
Από την άλλη μεριά, οι σχέσεις των ορθόδοξων βαλκάνιων εμπόρων με τους αυτόχθονες πληθυσμούς της Ουγγαρίας δεν ήταν πάντα αρμονικές. Οι ντόπιοι κάτοικοι των ουγγρικών πόλεων ενοχλούνταν από τις εκτεταμένες εμπορικές δραστηριότητες των ορθοδόξων, ενώ η οθωμανική υπηκοότητα των περισσοτέρων από αυτούς δημιουργούσε την υποψία ότι ασκούσαν κατασκοπεία εις όφελος των Τούρκων, παράλληλα με το φόβο της μεταφοράς επιδημιών από τα Βαλκάνια. Κατά συνέπεια, συχνά οι δήμοι των πόλεων έπαιρναν περιοριστικά μέτρα κατά των ορθόδοξων εμπόρων και δυσχέραιναν την εγκατάστασή τους και διαμονή τους στα ουγγρικά εδάφη. Ωστόσο, οι έλληνες και βλάχοι έμποροι κατόρθωσαν να επιβληθούν και ξεπερνώντας τις δυσκολίες να εγκατασταθούν σε μεγάλο αριθμό ουγγρικών πόλεων, αναρριχώμενοι πολλοί από αυτούς και στην πολιτική και κοινωνική ιεραρχία, αποκτώντας τίτλους ευγενείας και υπολογίσιμη δύναμη (π.χ. οικογένεια Σίνα, Γεώργιος Ταϊκατζής, Νικόλαος Αρμενούλης κ.ά.). Αποτέλεσαν έτσι την ακμαία αστική τάξη της χώρας, η οποία εισήγαγε τις αρχές της καπιταλιστικής οικονομίας στην, κατά βάση, αγροτική ουγγρική οικονομία.
Οι περισσότερες από τις Kομπανίες της Ουγγαρίας πρέπει να διέθεταν και ορθόδοξα σχολεία για τη μόρφωση των παιδιών των μελών τους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις λειτουργούσαν 26 συνολικά σχολεία στις Kομπανίες της Ουγγαρίας. Ωστόσο, ιδιαίτερα αξιόλογο και σημαντικό αναφαίνεται το σχολείο της Kοινότητας στην Πέστη, το οποίο ιδρύθηκε με δωρεά του λογίου Γ. Ζαβίρα και διέθετε και πλούσια βιβλιοθήκη. Παράλληλα, στην Πέστη λειτούργησε και σχολή ανώτερης μόρφωσης, για την προπαρασκευή δασκάλων προοριζόμενων για τα ελληνικά σχολεία της Αυστρίας-Ουγγαρίας. Σημαντικό επίσης σχολείο απέκτησαν οι Έλληνες στο Novi Sad, το οποίο ιδρύθηκε στα 1782, ενώ ως τότε φαίνεται ότι υπήρχαν έλληνες ιδιωτικοί δάσκαλοι ή οι Έλληνες έστελναν τα παιδιά τους στο κοινό για όλους τους ορθοδόξους της πόλης σχολείο. Το ελληνικό σχολείο του Novi Sad απέκτησε μεγάλη φήμη και συγκέντρωσε και σέρβους μαθητές, που έρχονταν σε αυτό για να αποκτήσουν ανώτερη μόρφωση, ενώ λειτούργησε ως τα 1870.
Διεξοδικές λεπτομέρειες για την ύπαρξη, τη λειτουργία και το πρόγραμμα άλλων ελληνικών σχολείων στις πόλεις της Ουγγαρίας δε γνωρίζουμε, αλλά πρέπει να υποθέσουμε ότι -εκτός από τα σχολεία της Πέστης και του Novi Sad- τα ελληνικά σχολεία της Ουγγαρίας δεν είχαν την ακτινοβολία άλλων ελληνικών σχολείων, όπως εκείνου της Βιέννης.
Εκτός από ελληνικά σχολεία, στην Ουγγαρία λειτούργησαν και τυπογραφεία που εκτύπωναν ελληνικά βιβλία, όπως το τυπογραφείο του Πανεπιστημίου της Βούδας, το τυπογραφείο του Θωμά Τράτνερ στην Πέστη κ.ά. Η εκδοτική, όμως, και τυπογραφική δραστηριότητα των Ελλήνων της Ουγγαρίας υστερεί έναντι εκείνης της Βιέννης, καθώς στην Ουγγαρία δεν κυκλοφόρησαν οι σημαντικές ελληνικές εφημερίδες και τα περιοδικά που συναντά κανείς στη Βιέννη.
Τα μέλη των ελληνικών Kομπανιών της Ουγγαρίας ανέπτυξαν σημαντική φιλανθρωπική δραστηριότητα μέσα στους κόλπους των Kομπανιών, αλλά και στις ουγγρικές πόλεις όπου έδρασαν. Έτσι, ίδρυσαν νοσοκομεία, πτωχοκομεία, οίκους ευγηρίας και ορφανοτροφεία για την ανακούφιση των πασχόντων μεταξύ των μελών τους, ενώ προσέφεραν χρήματα και για πολεμικές ανάγκες ή για την περίθαλψη ασθενών στρατιωτών. Παράλληλα, πολλά μέλη κληροδότησαν χρηματικά ποσά για τη λειτουργία διαφόρων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ενώ άλλα συνέβαλαν και στην κατασκευή κοινωφελών έργων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Γ. Σίνα, που χρηματοδότησε εξ ολοκλήρου την κατασκευή της μεγάλης κρεμαστής γέφυρας της Βουδαπέστης. Σημαντικά, τέλος, ήταν τα ποσά που οι Έλληνες και Βλάχοι αυτοί έστελναν στις υπόδουλες πατρίδες τους για την ίδρυση εκεί σχολείων, εκκλησιών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και για την κατασκευή δημοσίων κτηρίων, (π.χ.το Αστεροσκοπείο Αθηνών κτισμένο με δαπάνες του Γ. Σίνα).
Η βασική απασχόληση των ερχόμενων προς την Ουγγαρία ορθοδόξων ήταν το εμπόριο. Οι βασικοί τύποι βαλκάνιων εμπόρων ήταν τρεις: α) οι πλανόδιοι έμποροι, δηλαδή αυτοί που διάβαιναν από τόπο σε τόπο, χωρίς να είναι μόνιμα εγκατεστημένοι κάπου, β) οι μόνιμα εγκατεστημένοι έμποροι, οι οποίοι έρχονται να κατοικήσουν στα διάφορα αστικά κέντρα της Ουγγαρίας και γ) οι μεταφέροντες εμπορεύματα έμποροι, δηλαδή όσοι κυκλοφορούσαν μεταξύ Ουγγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταφέροντας τα τουρκικά προϊόντα κι έχοντας ως τελικό σταθμό συχνά τη Βιέννη. Οι ορθόδοξοι έμποροι ήταν κυρίως παντοπώλες, πωλούσαν δηλαδή στα καταστήματά τους πολλά και διάφορα είδη προϊόντων, ενώ υπήρχαν και μερικοί που εξειδικεύονταν σε ένα ή δύο προϊόντα κι ασχολούνταν αποκλειστικά με αυτά. Ιδιαίτερα σημαντικός ήταν ο τύπος του ζωεμπόρου, που αγόραζε μεγάλα ζώα (μοσχάρια, χοίρους κ.ά.) στην ουγγρική πεδιάδα και τα μετέφερε έπειτα στη Βιέννη.
Οι Έλληνες και Βλάχοι, που ξεκινούσαν από τη Μακεδονία με κατεύθυνση προς την Ουγγαρία, ακολουθούσαν τους μεγάλους δρόμους που οδηγούσαν προς τα εδάφη της αψβουργικής μοναρχίας και τους οποίους περιγράψαμε ήδη μιλώντας για την Τρανσυλβανία και τη Βιέννη. Για να φτάσουν, ειδικότερα, στην καρδιά της Ουγγαρίας (Βούδα και Πέστη) οι περισσότεροι Έλληνες φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν τους εξής δρόμους: Zimony-Ujvidιk-Kecskemet, Mehαdia-Temesvαr-Kecskemet και Brasov-Szeben-Arad-Kecskemet. Οι έμποροι αυτοί ταξίδευαν κατά το γνωστό τρόπο των καραβανιών, τα οποία ξεκινούσαν συνήθως από την Κοζάνη, τη Σιάτιστα και τα Ιωάννινα και τα ταξίδια τους διαρκούσαν περί τους δύο μήνες, επαναλαμβανόμενα 5-6 φορές το χρόνο. Στη διάρκεια της διαδρομής στάθμευαν σε χάνια και καραβάν-σεράγια, ενώ μόλις έφταναν στους τελωνειακούς σταθμούς των συνόρων περνούσαν από τη διαδικασία της καραντίνας, δηλαδή της ιατρικής εξέτασης και απομόνωσης, ώστε να διαπιστωθεί αν είναι φορείς κάποιας επιδημίας. Σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο έμεναν στα ειδικά νοσοκομεία για θεραπεία, ενώ στην αντίθετη περίπτωση έπαιρναν το ειδικό πιστοποιητικό υγείας, το οποίο τους εξασφάλιζε την απρόσκοπτη είσοδο στη χώρα.
Οι ορθόδοξοι βαλκάνιοι έμποροι ήταν υποχρεωμένοι να εμπορεύονται μόνο με ανατολικά προϊόντα, στην πράξη, όμως, συχνά παρενέβαιναν αυτό τον περιορισμό και πωλούσαν και τοπικά ουγγρικά προϊόντα. Τα εμπορεύματα που μετέφεραν οι έμποροι αυτοί από και προς την Ουγγαρία ήταν σε γενικές γραμμές όλα εκείνα τα προϊόντα της Μακεδονίας που έφταναν και στις άλλες αγορές της αψβουργικής μοναρχίας. Εκτός αυτών σημαντική εξαγωγή από την Ουγγαρία αποτελούσαν τα περίφημα κρασιά της και ιδιαίτερα το κρασί των πόλεων Tokaj και Eger, καθώς και τα μεγάλα ζώα και τα κτηνοτροφικά προϊόντα.
Από τους μόνιμα εγκατεστημένους στην Ουγγαρία ορθόδοξους εμπόρους, οι περισσότεροι εμπορεύονταν αρχικά ως ανεξάρτητοι έμποροι, οι οποίοι διέθεταν ένα κατάστημα μέσα στις πόλεις και πωλούσαν διάφορα αγαθά, ενώ απασχολούσαν ως βοηθητικό προσωπικό τσιράκια, βοηθούς και δούλους. Μερικοί έπαιρναν κοντά τους και κάποιον συνέταιρο. Αργότερα, άρχισαν να ιδρύονται οι λεγόμενες Kομπανίες, δηλαδή εμπορικές ενώσεις με σκοπό την αλληλοβοήθεια, κυρίως στη διεξαγωγή του εμπορίου, οι οποίες, όμως, γρήγορα εξελίχθηκαν, όπως είδαμε, σε τύπο κοινοτικών ενώσεων με σκοπό την εκπροσώπηση των ορθοδόξων προς τις τοπικές αρχές. Τέλος, από το 1770 εμφανίστηκε μία εξελιγμένη μορφή Kομπανίας, η μετοχική εταιρεία, που αποτελείτο από 2 ή 3 εμπόρους-μετόχους, από τους οποίους ο ένας ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στην Ουγγαρία και άρα ούγγρος υπήκοος και ο άλλος παρέμενε οθωμανός υπήκοος και μετέφερε τα εμπορεύματα. Έτσι, οι μέτοχοι απολάμβαναν των προνομίων τόσο των Ούγγρων -ελεύθερο εμπόριο, χωρίς περιορισμούς- όσο και των οθωμανών υπηκόων -τελωνειακός δασμός μόνο 3%- στη διεξαγωγή του εμπορίου. Συχνά, τέτοιες μετοχικές εταιρείες ήταν επιχειρήσεις μιας οικογένειας, π.χ. Νάκος, Πώποβιτς, Τακάτσης κ.ά.
Με βάση τις διάφορες περιγραφές, οι Έλληνες της Ουγγαρίας κατά την άφιξή τους στην Ουγγαρία φορούσαν την τουρκική ενδυμασία, ενώ με το πέρασμα των χρόνων και μετά τη μόνιμη εγκατάστασή τους στη χώρα υιοθέτησαν την ουγγρική εθνική φορεσιά. Βασικά προτερήματά τους θεωρούνταν ο δυναμισμός τους και η ευστροφία τους, ενώ η κλίση τους στο εμπόριο, τους καθιστούσε συχνά ανέντιμους.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, η ζωή τους ήταν μετρημένη και παραδειγματική, ιδιαίτερα μετά τον όρκο πίστης, όταν ήρθαν και οι οικογένειες πολλών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η βασική τους διασκέδαση ήταν οι συγκεντρώσεις στα διάφορα καφενεία, που βρίσκονταν στα χέρια Ελλήνων και Βλάχων, ενώ ιδιαίτερα περιορισμένες ήταν οι επαφές τους με τους ντόπιους Ούγγρους, λόγω της αντιπάθειας, που ορισμένοι Ούγγροι έτρεφαν για τους ξένους κερδοσκόπους εμπόρους. Επίσης, προβλήματα συνύπαρξης και συχνές συγκρούσεις παρατηρούνταν, όπως ήδη αναφέρθηκε, και μεταξύ Ελλήνων, Σέρβων και Βλάχων. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι έμποροι αυτοί ήταν η προφορική και γραπτή ελληνική και η προφορική μόνο αρωμουνική, εμπλουτισμένες, όμως, με αρκετές λέξεις δανεισμένες από την ουγγρική διάλεκτο, ενώ χαρακτηριστική ήταν η προσήλωσή τους στην ορθόδοξη θρησκεία (π.χ. ίδρυση εκκλησιών, χριστιανικά τα ονόματά τους κ.λ.π). Από τα μέσα του 19ου αιώνα, όμως, η αφομοιωτική δύναμη των Ούγγρων έγινε ιδιαίτερα ισχυρή και άρχισε ο εξουγγρισμός των Ελλήνων και Βλάχων, που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι Έλληνες της Ουγγαρίας, όπως και οι Έλληνες της Βιέννης, υποστήριξαν και βοήθησαν τον αυστριακό στρατό στις μεγάλες του αναμετρήσεις με τους Οθωμανούς και με τους Γάλλους, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Για τις στρατιωτικές υπηρεσίες που προσέφεραν τιμήθηκαν πολλοί από αυτούς από τον αυτοκράτορα με τιμητικούς τίτλους και παραχωρήσεις γαιών (π.χ. Ταϊκατζής, Νάκος, Αρμενούλης κ.ά.). Παράλληλα, όμως, οι Έλληνες και Βλάχοι αυτοί, όπως και οι συμπατριώτες τους στη Βιέννη, ήρθαν σε επαφή και με τα νέα ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης και μέσα από τα ελληνικά βιβλία, που εκδόθηκαν στην Ουγγαρία, γνώρισαν και ασπάστηκαν τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης κι εξοικειώθηκαν με την επαναστατική ιδεολογία της εποχής.
Οι Έλληνες και Βλάχοι της Ουγγαρίας συμμετείχαν και στην ιδεολογική και πρακτική προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης. Αρχικά, χρηματοδότησαν την ίδρυση σχολείων και την αποστολή βιβλίων στις υπόδουλες πατρίδες τους για το φωτισμό του Γένους. Παράλληλα, γνωρίζοντας τη δραστηριότητα του Ρήγα Φεραίου, υποστήριξαν το εγχείρημά του και πολλοί κατατάχθηκαν ανάμεσα στους οπαδούς του. Κατ' αναλογία, αρκετοί μυήθηκαν και στη Φιλική Εταιρεία κι έλαβαν μέρος στο κίνημα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Μετά την αποτυχία του κινήματος, οι ελληνοβλαχικές Kομπανίες της Ουγγαρίας υποδέχτηκαν και περιέθαλψαν πολλούς αγωνιστές και βοήθησαν όσους κατέφυγαν σε αυτές για να μεταβούν από εκεί στον επαναστατημένο ελληνικό χώρο.