ΙΜΕΠαροικιακός Ελληνισμός

Εισαγωγή

Αντίθετα από την άποψη που επικρατεί γενικά, οι πληθυσμοί της Ευρώπης κατά την πρώιμη νεότερη εποχή δεν ήταν εδραίοι, αλλά βρίσκονταν "εν κινήσει". Σ' αυτό το σχήμα μπορούμε να εντάξουμε και τους λαούς της βαλκανικής χερσονήσου και μεταξύ αυτών και τους Έλληνες. Από το 13ο και κυρίως από το 15ο αιώνα λαμβάνουν χώρα μετακινήσεις εθνοτικές Αλβανών, Σλάβων, Ελλήνων εξαιτίας του τουρκικού κινδύνου, ως συνέπεια των πολεμικών συρράξεων και των αντιστασιακών κινημάτων, καθώς και των απορρυθμίσεων του κοικωνικοοικονομικού συστήματος, των λιμών και των λοιμών και συχνά μέσα στα πλαίσια των "πολιτισμικών συγγενειών", αλλά και των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν στην ανατολική Μεσόγειο.

Η τελευταία δεκαετία μάς κάνει θεατές διαρκούς μετακίνησης πληθυσμιακών ομάδων, σε ατομικό ή ομαδικό, σε αναγκαστικό ή εθελοντικό επίπεδο (όσο περιοριστικός ή ασαφής μπορεί να είναι ως προς το περιεχόμενό του ο όρος "εθελοντικός") στην Ευρώπη αλλά και ιδιαίτερα στο νοτιοανατολικό τμήμα της. Θα ήταν αμέθοδο και εξωπραγματικό ακόμη να επιδιώξουμε αναγωγιμότητες ή συγκρίσεις εποχών και μάλιστα μακράς διάρκειας και ταραγμένης, όπως είναι εκείνη ανάμεσα στο 15ο και 18ο αιώνα και αυτή του 19ου και 20ού αιώνα. Δε θα επιχειρήσουμε να δώσουμε τη συνολική εικόνα των μεταναστεύσεων της εποχής, αλλά θα επιδιώξουμε σύντομα και περιεκτικά να εντάξουμε το ελληνικό παροικιακό φαινόμενο μέσα στις μεθοδολογικές προσεγγίσεις της σύγχρονης έρευνας του μεταναστευτικού φαινομένου.

Η παλιότερη ιστοριογραφία σχετικά με το παροικιακό φαινόμενο, κυρίως ως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, μας είχε συνηθίσει με τις διατυπώσεις "περί του δαιμόνιου Έλληνα", του ιδρυτή των πολλαπλών αποικιών από την αρχαιότητα και εντεύθεν. Είχε επιχειρηθεί να τονιστεί η συνέχεια του πολιτισμικού φαινομένου, να αποδοθεί, μεταξύ άλλων, σε φυλετικές εξηγήσεις και σε γεωπολιτικούς παράγοντες. Στη σύντομη εισαγωγή που ακολουθεί, καθώς και στις επιμέρους μελέτες που θα ολοκληρώσουν τη συνοπτική εικόνα του φαινομένου, θα περιοριστούμε στη νεότερη περίοδο, αποφεύγοντας γενικευτικά σχήματα και αναγωγές στο απώτερο παρελθόν, που δύσκολα επιβεβαιώνονται από την έρευνα και συχνά οδηγούν σε επισφαλή και απλουστευτικά συμπεράσματα.

Το παροικιακό φαινόμενο στη σύγχρονη ιστορική εξέλιξη θα το ορίζαμε σε τρεις χρονικές περιόδους: α) 15ος- 16ος αιώνας, β) 17ος- αρχές 19ου αιώνα και γ) 19ος-20ός αιώνας. Δεδομένου ότι η τρίτη περίοδος μεταφέρει τον ερευνητή σε προβλήματα της σύγχρονης ιστοριογραφίας και σε μεθόδους μελέτης των μεταναστευτικών ρευμάτων της βιομηχανικής και καπιταλιστικής κοινωνίας, επομένως και σε διεθνοποίηση του φαινομένου, κρίνω μεθοδολογικά εφικτό να παρουσιαστεί ως ενιαίο κεφάλαιο το παροικιακό φαινόμενο μόνο των δύο πρώτων περιόδων. 'Αλλωστε, οι αιώνες 15ος μέχρι και αρχές 19ου συνιστούν τόσο για την ελληνική ιστορία όσο και για την ιστορία των άλλων λαών της νοτιοανατολικής Ευρώπης περίοδο με λίγο ως πολύ κοινά χαρακτηριστικά στην πολιτική οργάνωση και στους οικονομικούς προσανατολισμούς: πρόκειται για λαούς εντός πολυεθνικών κρατικών σχημάτων, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, της Αψβουργικής μοναρχίας, της Βενετικής δημοκρατίας, που είναι ενταγμένοι στα οικονομικά συστήματα ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών δυνάμεων για την επικράτηση στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και οι οποίοι συνεργαζόμενοι ή συγκρουόμενοι επιχειρούν να αποκτήσουν αυτόνομη θέση στη νευραλγική γεωπολιτική περιοχή. Η τρίτη περίοδος προσδιορίζεται από το κοινό χαρακτηριστικό της αποδιάρθρωσης των αυτοκρατοριών, της δημιουργίας των εθνικών κρατών και του αναπροσανατολισμού των επιμέρους λαών προς τις νέες διεθνείς οικονομικές συνθήκες που επιβάλλουν η βιομηχανική επανάσταση και ο καπιταλισμός.

Οι κατευθύνσεις της σύγχρονης ιστοριογραφίας απαιτούν την επικοινωνία περισσότερων του ενός κλάδου των ανθρωπιστικών σπουδών. Η διεπιστημονική συνεργασία είναι το ζητούμενο. Τα πρώτα πορίσματα της έρευνας για το παροικιακό φαινόμενο περιορίζονταν στην καταγραφή των πηγών, την περιγραφή των πρώτων προβλημάτων, κυρίως γύρω από την οργάνωση των κοινοτήτων, με μια τάση αναζήτησης ομοιοτήτων από τον ελλαδικό χώρο και μέσα στην προσπάθεια να στηριχθεί το εξηγητικό σχήμα της συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού. Οι μεταγενέστερες προσπάθειες, ιδίως μετά την ανάπτυξη των μελετών της οικονομικής και δημογραφικής ιστορίας, επιδίωξαν, για όποιες περιπτώσεις αυτό πραγματοποιήθηκε (π.χ. Αλεξάνδρεια, Τεργέστη, Λιβόρνο), να συνδυασθεί η κοινοτική ιστορία με ιδιαίτερη προβολή όμως του οικονομικού χαρακτήρα των παροικιών. Η σύγχρονη ιστορική έρευνα απαιτεί συνολικότερη, μεθοδολογικά, αντιμετώπιση και του παροικιακού φαινομένου. Οι πάροικοι πρέπει να ιδωθούν όχι μόνο ως εκπρόσωποι εθνικών ομάδων και η ιστορία τους δεν πρέπει να συνδέεται αποκλειστικά στο άρμα της εθνικής ιστορίας αφετηρίας τους. Έχει γίνει αποδεκτό ότι η μελέτη του παροικιακού φαινομένου αποτελεί ιστορικό κεφάλαιο και των χωρών και των πόλεων όπου οι πάροικοι κατά εποχές εγκαθίσταντο. Οι πάροικοι ως προσωπικότητες και κατά κοινωνικά σύνολα διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από τον ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό τους περίγυρο. Είναι φορείς των παραδόσεων και των πολιτισμικών τους καταβολών αλλά και επιδεκτικοί των αλλαγών με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι στους χώρους υποδοχής. Οι τάσεις της Ιστορικής ανθρωπολογίας, στο ευρύτερο μεθοδολογικό και ερευνητικό της περιεχόμενο, μπορούν και πρέπει να δώσουν στο μελετητή του φαινομένου τα εργαλεία, για να επιτευχθούν απαντήσεις σε ερωτήματα, που αφορούν θεματικούς συνδυασμούς: πάροικοι και οικονομία, πάροικοι και ταυτότητα κοινωνική, εθνική, πάροικοι ως μειονότητα ξένων σε μια άλλη κοινωνία.

Προκρίνεται ο όρος "παροικιακό φαινόμενο" σε αντίθεση προς άλλους, όπως "απόδημος ελληνισμός", "ελληνισμός της διασποράς", "μεταναστεύσεις Ελλήνων", που αναφέρονται στο θέμα. Με τον όρο "απόδημος ελληνισμός" προσδιορίζονται κυρίως οι Έλληνες ανά τον κόσμο κατά τη σύγχρονη εποχή και είναι μάλλον ιδεολογικά φορτισμένος, καθώς υπονοείται, με τη χρήση του παράγωγου του ρήματος "αποδημώ", η εκ προοιμίου σύνδεση με το "δήμο", δηλαδή με την εθνική-κρατική αφετηρία, που στην προκειμένη περίπτωση είναι το ελληνικό κράτος. Ο δεύτερος όρος, "ελληνισμός της διασποράς", χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει το φαινόμενο στην ιστορική διαχρονία, ενώ συχνά φορτίζεται ιδεολογικά, ιδιαίτερα στον σύγχρονο πολιτικό λόγο. Ο τρίτος όρος είναι και ο περιεκτικότερος όλων, ανάγει στην ιστορικότητα του φαινομένου και το εντάσσει στις διεθνείς και διεπιστημονικές του διαστάσεις.

Ως μετανάστευση ορίζονται μετακινήσεις πληθυσμού από περιοχή σε περιοχή μέσα και έξω από τα όρια μιας χώρας, από και προς αγροτικά και αστικά κέντρα. Οι μεταναστεύσεις έχουν το χαρακτήρα μόνιμης, προσωρινής, νόμιμης ή παράνομης εγκατάστασης. Συνήθως πρόκειται για μαζική ή τουλάχιστον μεγάλη αριθμητικά μετακίνηση πληθυσμού. Οι αιτίες των μεταναστεύσεων καθορίζονται από οικονομικά κίνητρα, από διώξεις ανθρώπων για λόγους θρησκευτικούς ή για την πολιτική τους ιδεολογία. "Οι μεταναστεύσεις είναι "ψωμοτύρι" για τη μεσογειακή ιστορία", γράφει ο Alain Ducellier, "και παρότι λίγες είναι οι εποχές όπου δε γίνεται να ανακαλύψει κανείς μερικές από δαύτες, υπάρχει γενικώς τάση να υπερβάλλεται η σημασία τους, μάλιστα να εξηγούνται όλα μ' αυτές". Μολονότι κινδυνεύουμε να δώσουμε απλοποιητικές εξηγήσεις, αν υπερτονίσουμε την παράμετρο των μεταναστεύσεων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μικρά Ασία (Ανατολία), εντούτοις δεν μας μένει παρά να αποδεχτούμε ότι οι συχνοί πόλεμοι για την επέκταση και εδραίωση των Οθωμανών από ανατολών προς δυσμάς και προς τα βόρεια της Βαλκανικής, οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις συμφερόντων κυρίως προς τους Βενετούς και τους Αψβούργους συνιστούν το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο που καθορίζει την κατεξοχήν αιτία των μετακινήσεων.

Η προσπάθεια της σχηματοποίησης προσκόπτει σε θέματα πηγών από τη μια και σε ιστοριογραφικά προβλήματα από την άλλη. Σ' ένα ευρύ χώρο με ποικίλους εθνοθρησκευτικής σύνθεσης πληθυσμούς και για τόσο μακρά περίοδο και για μια εποχή που καταλήγει στη δημιουργία των εθνικών κρατών, είναι πασιφανές ότι και η ενασχόληση με το θέμα έγινε κατεξοχήν αντικείμενο εκμετάλλευσης των εθνικών ιστοριογραφιών. Ο υπερτονισμός από την παλιότερη ιστοριογραφία της φυγής των Αλβανών μπροστά στον κίνδυνο της τουρκικής κατάκτησης ή η έμφαση στις "ομαδικές μετακινήσεις" Ελλήνων από τη Μικρά Ασία (Ανατολία) προς τα νησιά του Αιγαίου και την Ιταλική χερσόνησο, μολονότι κατά την αποτύπωση της πραγματικότητας περικλείει ιστορικά λάθη και υπερβολές, δεν μπορεί παρά να εξηγηθεί και από την ανάγκη των εθνικών ιστοριογράφων να δώσουν έμφαση στην καταπίεση των Οθωμανών κατακτητών, ενοποιώντας συλλήβδην τα μακρά χρόνια κατάκτησης. Στο ίδιο εξηγηματικό σχήμα μπορεί να ενταχθεί και ο υπερτονισμός της εγκατάλειψης της υπαίθρου προς τα ορεινά κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, από πληθυσμούς που έφευγαν προ των επιδρομών των κατακτητών. Η εξήγηση της Διασποράς των Ελλήνων στην Ιταλική χερσόνησο και την Κεντρική Ευρώπη μέσα από το σχήμα της μακράς παράδοσης των ελληνικών αποικιών ή του "ελληνικού (δημιουργικού) δαιμονίου" ή της "δυναμικότητας της ελληνικής φυλής" και η αποσιώπηση ή περιθωριακή ενασχόληση της ελληνικής ιστοριογραφίας με αντίστοιχες μετακινήσεις σερβικών ή βλαχικών πληθυσμών μπορεί να ενταχθεί στα εθνικά σχήματα περί της συνέχειας του ελληνισμού κ.ο.κ. Το ότι τα πορίσματα πρόσφατων ερευνών τείνουν να ανατρέψουν ή να αμφισβητήσουν τέτοια σχήματα μάς διευκολύνει να προχωρήσουμε πιο συγκρατημένα ή με λιγότερη ιδεολογική φόρτιση στην ομαδοποίηση των μεταναστευτικών ρευμάτων.

Συνοπτικά οι μεταναστεύσεις αυτής της μακράς περιόδου θα μπορούσαν να καταταγούν στις εξής ενότητες:

  1. Τις μεγάλες εθνοτικές μεταναστεύσεις Ελλήνων, Αλβανών, Σλάβων (ιδίως Σέρβων) κυρίως κατά το 14ο έως το 16ο αιώνα και εν μέρει και αργότερα ως συνέπεια πολεμικών συγκρούσεων λόγω της επέκτασης των Οθωμανών. Στην ομάδα αυτή θα ήταν επιτρεπτό να εντάξουμε και τους αναγκαστικούς εποικισμούς, στους οποίους προέβησαν οι Τούρκοι τόσο στο χώρο της Μικράς Ασίας (Ανατολίας) όσο και στη Βαλκανική, αλλά και τις εποικιστικές μετακινήσεις Σέρβων και Βλάχων στην περιοχή των Στρατιωτικών Συνόρων (Militargrenze Gebiet), που εκτείνoνταν στη Βοϊβoδίνα, στα νότια σύνορα της σημερινής Ουγγαρίας και σε μέρος της Τρανσυλβανίας.
  2. Τις εσωτερικές μεταναστεύσεις αγροτών, κτηνοτρόφων, από τα ορεινά στα πεδινά και το αντίστροφο, τη μετακίνηση προς τις πόλεις, για λόγους οικονομικούς και επιδημιών, τα ασαφή, αναγκαστικά, όρια πόλης-υπαίθρου, την οργάνωση κλέφτικων (ληστρικών) σωμάτων, την εποχιακή μετακίνηση τεχνιτών, την κρατική εποικιστική πολιτική για την πληθυσμιακή ενίσχυση πόλεων (τόσο από την πλευρά των Βενετών όσο και από την πλευρά των Οθωμανών- πρβλ. περιπτώσεις Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκης το 15ο αιώνα) και κυρίως τις μεταναστεύσεις εμπόρων προς το εσωτερικό αλλά και εκτός των ορίων των επικρατειών.
  3. Ήδη πριν από την 'Αλωση της Κωνσταντινούπολης αλλά κυρίως αμέσως μετά, προς πόλεις της Ιταλικής χερσονήσου, μεταναστεύσεις ελλήνων λογίων και ζωγράφων αλλά και μετακινήσεις δασκάλων, Ελλήνων κυρίως και Σέρβων, καθόλη την περίοδο που εξετάζουμε, με ένταση όμως το 18ο αιώνα.
  4. Τις πολυάριθμες παροικίες κατά δύο κυρίως χρονικές περιόδους, 15ο-16ο και 17ο-19ο αιώνα στην Ιταλική χερσόνησο και στις χώρες της Αψβουργικής μοναρχίας.

Η ομαδοποίηση αυτή θα μπορούσε να συνεξετασθεί και υπό το σχήμα του Charles Tilly της "circular migration", "local migration", "career migration", "chain migration" καθώς και των "αναγκαστικών" ή "εποικιστικών" μεταναστεύσεων.

Ερωτήματα που έχουν τύχει απαντήσεων ή είναι απαραίτητο να τεθούν αφορούν: α) τις συνθήκες μεταναστεύσεων, δηλαδή την οργάνωση σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο ή και κρατικό επίπεδο, β) τους δρόμους που ακολουθούσαν οι μετανάστες, γ) την πολιτική τακτική κρατών ή αρχών υποδοχής και αποκατάστασης των μεταναστών, δ) την οργάνωση και κοινωνική ένταξη των μεταναστών στους νέους χώρους εγκατάστασής τους· ποια είναι η έννοια του "ξένου" τόσο στους χώρους υποδοχής των μεταναστών στη Βαλκανική όσο και στις πόλεις εγκατάστασής τους έξω από τα όρια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και ε) τα στάδια αφομοίωσης, αν και κατά πόσο αυτή ολοκληρώνεται· στους παράγοντες, γλωσσικούς, θρησκευτικούς, πολιτισμικούς γενικότερα που συμβάλλουν στη διατήρηση ή απώλεια των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων των μεταναστών.

Αλλά ας παραμείνουμε στην αιτιόλoγηση για τη χρήση του όρου "παροικιακό φαινόμενο" έναντι των άλλων. Ο όρος κυριολεκτεί, κατά τη γνώμη μου, καθώς μας οδηγεί σε εγκαταστάσεις μεμονωμένων ατόμων ή και μικρών αλλεπάλληλα ομάδων σε αστικές κυρίως περιοχές, με εξαίρεση τις μετακινήσεις των Ελλήνων αλλά και Αλβανών στην Κάτω Ιταλία και Σικελία το 15ο-16ο αιώνα. Συνήθως οι εγκαταστάσεις τους καταλήγουν σε συγκρότηση παροικιών (< παρά+οικώ) και οργάνωση σε κοινότητες, ίδρυση ναών, στοιχεία που συναποτελούν τα απαραίτητα χαρακτηριστικά του φαινομένου.

Οι μετακινήσεις των Ελλήνων κατά την πρώτη φάση (15ος-16ος αιώνας) έχει το χαρακτήρα: α) μετανάστευσης μεμονωμένων προσωπικοτήτων, λογίων ή άλλων, προς την ελεύθερη και αναγεννησιακή Δύση (πρόκειται για τους carrer immigrants κατά το σχήμα του Charles Tilly) και β) μετακίνησης πληθυσμιακών ομάδων εντός των ορίων της Βαλκανικής με τάση προς εγκατάσταση σε ελεύθερες ή λατινοκρατούμενες περιοχές κατ' αρχήν, προς κράτη της Ιταλικής χερσονήσου αργότερα. Οι τελευταίες μάλιστα μετακινήσεις είχαν άλλοτε τη μορφή ομαδικών μεταναστεύσεων πληθυσμών, όχι μόνο Ελλήνων αλλά και Αλβανών, Σλάβων προς την Κεντρική, τη Νότια Ιταλία και Σικελία, όπου αποτέλεσαν μονάδες αγροτικών ορεινών εγκαταστάσεων, και άλλοτε το χαρακτήρα μετακινήσεων που προοιώνιζε τη μορφή των παροικιών του τέλους του 17ου αιώνα κ.ε. Όσον αφορά τις τελευταίες, πρόκειται για εγκαταστάσεις (π.χ. στη Βενετία, την Αγκώνα, τη Νάπολη, το Λιβόρνο) που οφείλονταν σε προνόμια που παρείχαν οι αρχές υποδοχής σε εμπόρους ή άλλους παροίκους, καθώς ωφελούνταν από την προσέλευσή τους. Ήταν δηλαδή μια αμφίδρομη κίνηση και πράξη ενδιαφερόντων και εκπλήρωση συμφερόντων. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι μετακινήσεις Ελλήνων από την Κρήτη, τα νησιά του Ιονίου, την Κύπρο, μέρη της Πελοποννήσου προς τη Βενετία, κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, θα πρέπει να εξετασθούν ως φαινόμενο εσωτερικής μετανάστευσης: η Βενετία αποτελούσε τη Μητρόπολή τους ως το 1571 για τους Κύπριους, ως το 1669 για τους Κρητικούς και ως το 1797 για τους κατοίκους των νησιών του Ιονίου. Η παράμετρος αυτή μας επιβάλλει να θέσουμε διαφορετικά ερωτήματα για την εξέταση της εξέλιξης της παροικίας της Βενετίας και την ιδιαίτερη ακμή που εμφάνισε ανάμεσα στις παροικίες της εποχής. Ό,τι υπήρξε η Κωνσταντινούπολη για τους Έλληνες, υποτελείς στους Οθωμανούς, διαδραμάτιζε η Βενετία για τους Έλληνες, βενετούς υπηκόους, και συνεπώς ιδιάζουσα υπήρξε και η σχέση της Γαληνοτάτης με τους έλληνες παροίκους.

Τη διασπορά των Ελλήνων κατά τη δεύτερη φάση, από το 17ο αιώνα κ.ε., πρέπει να θεωρήσουμε μέσα σε γενικότερους παράγοντες που σχετίζονται με: α) τη διοικητική οργάνωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας β) την οικονομική κρίση που παρουσιάστηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία από τα τέλη του 16ου αιώνα και είχε συνέπειες που επηρέασαν μακρόχρονα τόσο την κρατική οικονομία όσο και τη ζωή των υπηκόων της αυτοκρατορίας και γ) την ισορροπία και τον ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων και τη στάση τους απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ιδίως μετά τις συνθήκες του Κάρλοβιτς (Karlowitz, 1699) και του Πασάροβιτς (Passarowitz, 1718), αλλά και με τις αλλαγές της φοράς που γνώριζε το εμπόριο. Σημαντικός υπήρξε ο ρόλος του Levante στον οικονομικό προσανατολισμό καθεμιάς από τις δυνάμεις αυτές (Γαλλίας, Αγγλίας, Ολλανδίας, Βενετίας καθώς εντέλει και της Αυστρίας-Ουγγαρίας) και σε ποικίλα χρονικά διαστήματα. Οι παράγοντες αυτοί συνέβαλαν στη διαμόρφωση και εξέλιξη του νέου ρόλου των χριστιανών υπηκόων στην Οθωμανική αυτοκρατορία τόσο στην οικονομική ζωή στο εσωτερικό όσο και στις εμπορικές κυρίως σχέσεις με τις ξένες δυνάμεις. Οι χριστιανοί υπήκοοι και κυρίως οι Έλληνες αλλά και οι Σέρβοι και άλλοι λαοί της Βαλκανικής άρχισαν να γνωρίζουν νέους διευρυμένους ορίζοντες οικονομικών δραστηριοτήτων. Δρούσαν βαθμιαία κοντά στους ξένους εμπόρους, επωφελούμενοι από τη δική τους παρουσία στο Levante. Η δραστηριότητά τους εκτεινόταν σε ξηρά και θάλασσα και ανάλογα με τους δρόμους που ακολουθούσε το θαλάσσιο και το χερσαίο εμπόριο καθοριζόταν και ο δικός τους προσανατολισμός. Η κατεύθυνση αυτή θα διαμόρφωνε πολύ γρήγορα το είδος του εμπορίου που θα διεξήγαν αλλά και τους τόπους προς τους οποίους θα προσανατολίζονταν να ιδρύσουν τους νέους πυρήνες εγκατάστασής τους. Αρκετοί από τους Έλληνες είχαν "μαθητεύσει" στην υπηρεσία των εκπροσώπων των εμπορικών δυνάμεων στα παράλια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (πρβλ. τα "nations" francais στη Σμύρνη κ.α.). Οι παροικίες των ξένων εμπόρων αποτελούσαν οικονομικούς πόλους και εστίες συσπείρωσης και εξέλιξης του τοπικού αστικού πληθυσμού καθώς και πρότυπα οργάνωσης ανάλογων πυρήνων, ως και κέντρα "εκμάθησης" και ειδίκευσης στην εμπορική τέχνη και μάλιστα στις διεθνείς της για την εποχή διαστάσεις.

Ο ορίζοντας που θα εκτείνονταν οι ελληνικές παροικίες το 17ο- 18ο αιώνα διαγραφόταν από τους χώρους επιρροής της Βενετίας, Γαλλίας, Ολλανδίας, Αψβουργικής μοναρχίας, Ιταλικών κρατών· από τα τέλη του 18ου αιώνα θα διανοιγόταν νέα προοπτική στις περιοχές της Νότιας Ρωσίας, προοπτική που καθόριζε θετικά η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774). Στον αντίποδα η Αίγυπτος θα άρχιζε να προσελκύει την ίδια εποχή, αλλά κυρίως από το 19ο αιώνα, το ενδιαφέρον των Ελλήνων για εγκατάσταση. Αλεξάνδρεια και Κάιρο θα αποτελούσαν τους πρώτους πυρήνες συσπείρωσης και εξέλιξης του ελληνισμού που η δραστήρια ανάπτυξή τους θα διαρκούσε ως τις μέρες μας. Στην Αγγλία θα αναπτυσσόταν η παροικία του Λονδίνου από τις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς εκεί εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι αντιπρόσωποι και στη συνέχεια οι έδρες των εφοπλιστικών επιχειρήσεων των Ελλήνων.

Αν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις της μετακίνησης των λογίων κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, η συνηθέστερη ενασχόληση των παροίκων ήταν το εμπόριο. Μετακινούμενοι έμποροι στην αρχή, άφηναν τους τόπους καταγωγής τους για να μεταφέρουν τα εμπορεύματά τους στην Ευρώπη, να μετάσχουν στα κατά τόπους πανηγύρια και τις αγορές και βαθμιαία εγκαθίσταντο στις νέες πόλεις φιλοξενίας τους. Από τα πρώτα μελήματα των Ελλήνων μετά τη μόνιμη εγκατάστασή τους σε μια πόλη ήταν η συγκρότησή τους σε κοινότητα και η ίδρυση ναού. Η θρησκευτικότητα, κατά την εποχή που εξετάζουμε, ήταν απαραίτητο στοιχείο της ανθρώπινης ζωής και η ίδρυση ναού κάλυπτε όχι μόνο την επιθυμία των παροίκων να ασκούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα αλλά εξηγείται και από την ανάγκη τους για κοινωνική συσπείρωση. Η ίδρυση του ναού και η συγκρότηση της κοινότητας ήταν δυνατές χάρη στα προνόμια (privilegi/privilegien) που πετύχαιναν να αποκτήσουν οι πάροικοι εκ μέρους των αρχών υποδοχής τους. Η παραχώρηση ή η επέκταση των προνομίων σε εθνοθρησκευτικές ομάδες ήταν συνήθως συνάρτηση του γενικότερου πολιτικού προσανατολισμού των αρχών των χωρών, όπου εγκαθίσταντο οι πάροικοι. Έτσι, η ευκολία με την οποία π.χ. παραχωρήθηκαν προνόμια από τις αυστριακές αρχές στους Έλληνες- Σέρβους στην Τεργέστη, στους Έλληνες, Σέρβους, "Μακεδονοβλάχους" στη Βιέννη και στις ουγγρικές περιοχές, κατά τις αρχές και τα μέσα του 18ου αιώνα, εξηγούνται από την αψβουργική πολιτική, που καθοριζόταν από την προσέλκυση ξένων έμπειρων εμπόρων. Αντίθετα, τα εμπόδια που αντιμετώπιζαν οι ορθόδοξοι Έλληνες στη Βενετία ή την Αγκώνα το 15ο αιώνα για να αποκτήσουν προνόμια σχετικά με την ίδρυση ορθόδοξου ναού ή τη λειτουργία του οφείλονταν και στις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία. Οι σχέσεις ανάμεσα στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία σκιάζονταν ακόμη από τις ενωτικές και ανθενωτικές τάσεις. Όσο για την Αυστρία, τα θρησκευτικά θέματα ήταν ακόμη πιο έντονα, αφού ζούσε ως τα τέλη του 18ου αιώνα τις συνέπειες των συγκρούσεων της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης. Μόλις επί αυτοκράτορα Ιωσήφ Β' και με το Διάταγμά του περί ανεξιθρησκείας (Toleranzpatent, 1781), φάνηκαν για την Κεντρική τουλάχιστον Ευρώπη να απαλύνονται οι θρησκευτικές αντιπαραθέσεις, για να παραχωρήσουν το έδαφος στους μελλούμενους τριγμούς της Γαλλικής Επανάστασης.

Αξίζει να τονισθεί εδώ ότι στην πρώιμη αυτή, "προεθνική" περίοδο, τα προνόμια παραχωρούνταν στους Greci, Griechen, Gorog. Όπως είναι γνωστός ο όρος Grecio/Grieche δε σήμαινε απαραίτητα και αποκλειστικά ως τις αρχές του 19ου αιώνα τους Έλληνες, αλλά τους ορθόδοξους της Ανατολικής Εκκλησίας, κατά τις πηγές τους "greci scismatici", "greci non uniti"' ενίοτε ο όρος greco/gorog σήμαινε και τον έμπορο. Έτσι, προνόμια που παραχωρούνταν με σκοπό να ιδρυθούν εκκλησία και κοινότητα, κυρίως στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, αναφέρονταν και στους Έλληνες και στους Σέρβους και στους Βλάχους, αφού είναι ιστορικά δεδομένο ότι αυτοί κυρίως οι λαοί ακολούθησαν στη Βαλκανική τους δρόμους του εμπορίου από νότο προς βορρά, όταν οι οικονομικές συνθήκες τούς το επέτρεψαν. Η συμβίωση, απρόσκοπτη στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους στις νέες χώρες, άρχισε στις περισσότερες περιπτώσεις να γίνεται προβληματική. Η οικονομική ενδυνάμωση, η πρόοδος στην παιδεία, η επίδραση του Διαφωτισμού και κυρίως η διάδοση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης οδήγησαν βαθμιαία προς την εθνική αυτοσυνειδησία και κατά συνέπεια στις τάσεις διαχωρισμού και στην οργάνωση διακριτών κοινοτήτων και ναών. Η γλώσσα θα αποτελούσε τον κύριο θεωρητικό μοχλό του εθνικισμού. Η κοινή θρησκεία δεν ήταν πια αρκετή για να τονιστούν κοινοί πολιτισμικοί παράγοντες. 'Αλλωστε, στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία η επιμέρους αυτονομία των Εκκλησιών αποτελούσε παράδοση. Στους λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης επί Τουρκοκρατίας αποτελούσε την ανώτερη εκκλησιαστική αρχή για τους ορθόδοξους. Η πρώτη του θέση δεν ήταν αυτονόητα αναγνωρισμένη από όλους τους λαούς της περιοχής και ιδιαίτερα από τους Σέρβους. Οι τελευταίοι τόσο εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όσο και κατά την εγκατάστασή τους στην Αψβουργική μοναρχία, ιδίως από τις αρχές του 18ου αιώνα, κατόρθωσαν να διαθέτουν τη δική τους αρχιεπισκοπή, επομένως και το δικό τους πόλο παιδείας και κατά συνέπεια και εθνικού προσανατολισμού. Ο γλωσσικός και θρησκευτικός παράγοντας επέβαλαν διαφοροποίηση και από το κατεξοχήν καθολικό, ιταλόφωνο, γερμανόφωνο, ουγγαρόφωνο περιβάλλον των παροίκων. Εξαίρεση αποτελούσαν οι βλαχόφωνοι της νότιας Βαλκανικής, που βρέθηκαν στις νέες εγκαταστάσεις τους, κυρίως στην Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία, κοντά σε πληθυσμούς που μιλούσαν συγγενική με τη δική τους γλώσσα. Τάσεις διαφοροποίησης από τους Σέρβους και Έλληνες που εκδήλωσαν στις παροικίες δεν κατέληξαν σε εθνική διαφοροποίηση και σαφή απαίτηση για αυτόνομο κρατικό σχηματισμό.

Η κοινοτική οργάνωση των Ελλήνων αλλά και των άλλων παροίκων βασιζόταν σε κάποιες λίγο ως πολύ κοινές αρχές με κατά τoπους επιμέρους διαφοροποιήσεις. Η κοινότητα αποτελούσε τη νομική εκπροσώπηση των μελών της απέναντι στις τοπικές αρχές αλλά και ευρύτερα τον πυρήνα γύρω από τον οποίο συσπειρώνονταν κοινωνικά αλλά και διά μέσου του οποίου κατόρθωναν να συγκρατήσουν την εθνική ιδιαιτερότητά τους, οργανώνοντας σχολεία και συμβάλλοντας στην έκδοση βιβλίων γραμμένων στη γλώσσα τους. Ήταν στις παροικίες που δημιουργήθηκαν κυρίως οι εστίες της πνευματικής αναγέννησης του ελληνισμού και ανδρώθηκαν οι φορείς που θα διαμεσολαβούσαν για τη διάδοση των μηνυμάτων του Διαφωτισμού τόσο στους Έλληνες όσο και στους άλλους λαούς της Βαλκανικής.

Εντούτοις, η κυριότερη σημασία των παροικιών ήταν η συμβολή τους στη διεξαγωγή του εμπορίου στον ευρύτερο χερσαίο και θαλάσσιο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Μετακινούμενοι έμποροι τους πρώτους αιώνες, εξελίχθηκαν βαθμιαία σε εδραίους. Ίδρυσαν εμπορικά καταστήματα ή επεξέτειναν τις οικογενειακές εμπορικές επιχειρήσεις τους συνδέοντας οικονομικά τους τόπους της νέας εγκατάστασής τους με εκείνους της αφετηρίας τους, συμβάλλοντας στην πολλαπλή οργάνωση του εμπορίου, των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των ναυτιλιακών υποθέσεων. Εντάσσονταν στα τοπικά και διεθνή για την εποχή εμπορικά δίκτυα. Ήταν μεταπράτες, ασκούσαν διαμετακομιστικό εμπόριο, συμμετείχαν σε εμποροπανηγύρεις. Μετέφεραν προς βορρά συνήθως πρώτες ύλες για την ευρωπαϊκή βιοτεχνία και βιομηχανία και αγόραζαν μεταποιημένα προϊόντα: μια κίνηση αγοράς ενταγμένη στο σύστημα του μερκαντιλισμού. Έμποροι, ασφαλιστές, πλοιοκτήτες, τραπεζίτες ήταν οι πάροικοι που θα επάνδρωναν τις ακμαίες παροικίες των αρχών του 19ου αιώνα και θα διαμόρφωναν την ελληνική αστική τάξη μέσα και έξω από τον ελλαδικό χώρο και θα αναδείκνυαν την ελληνική γλώσσα ως lingua franga του εμπορίου και της παιδείας στα Βαλκάνια.

Η παροικία με τη διαχρονική ύπαρξή της σ' έναν τόπο παρακολουθεί αναγκαστικά την ποικίλη ζωή των κατοίκων του χώρου ο οποίος φιλοξενεί τα μέλη της. Οι πάροικοι είναι λόγιοι, που το 15ο-16ο αιώνα μεταφέρουν χειρόγραφα από την Ανατολή, αλλά διδάσκουν και στις ακαδημίες των αναγεννησιακών πόλεων, συγγράφουν, μεταφράζουν, μ' ένα λόγο συμβάλλουν στην ανάπτυξη του πολιτισμού της αναγέννησης. Οι πάροικοι είναι οι δάσκαλοι που θα επανδρώσουν τα κοινοτικά σχολεία της διασποράς αλλά και θα γεφυρώσουν τα πνευματικά ρεύματα της Ευρώπης με αυτά της Ανατολής συμβάλλοντας στην πνευματική αναγέννηση των βαλκανικών λαών. Οι πάροικοι με τις ακμαίες επιχειρήσεις τους μετέχουν στην οικονομική διοίκηση των πόλεων υποδοχής τους, συχνά επιδιώκουν και αποκτούν την υπηκοότητα των κρατών που τους φιλοξενούν, ανέρχονται και στις τάξεις των ευγενών, εντασσόμενοι στην τοπική διοικητική και οικονομική αριστοκρατία. Η συμμετοχή αυτή δεν μας επιβάλλει κατ' ανάγκη να υποθέσουμε ότι αφομοιώνονται από το ευρύτερο περιβάλλον. Η εθνοθρησκευτική ταυτότητα, όπως διαμορφώνεται από τα τέλη του 18ου και το 19ο αιώνα, δεν είναι απαραίτητο να περιχαρακώνεται γύρω από τον οικονομικό ρόλο τους, που συχνά τους επιβάλλει συνεργασία με τις τοπικές αρχές, ανάδειξη σε ανώτερα αξιώματα του τόπου υποδοχής. Οι πολιτισμικές διαστάσεις μέσα στις οποίες δρουν οι πάροικοι, αναπτύσσουν τις επιχειρήσεις τους, σχηματίζουν τις οικογένειές τους δε θα μπορούσαν να οριοθετηθούν από εθνικούς προσανατολισμούς και μόνο, απαιτήσεις περισσότερο των σύγχρονών μας ιστορικών παρά απαραίτητα των ανθρώπων της εποχής. Ο κοσμοπολιτισμός που διαφαίνεται τόσο από τα σχολικά προγράμματα, όπου πλην της ελληνικής διδάσκονται η ιταλική, η γαλλική, η γερμανική, και η ρωσική αντίστοιχα, αλλά και από τους μικτούς γάμους, τις μικτές επιχειρήσεις, παρά το μικρό αναλογικά ποσοστό τους, είναι το κύριο χαρακτηριστικό του κόσμου των παροίκων και αυτό πρέπει να επισημανθεί εδώ. Με τα δεδομένα αυτά δεν είναι σωστό να υπερτονίζεται η αφομοιωτική διαδικασία την οποία υφίστανται οι πάροικοι. Συνήθως παραμένουν "ξένοι" για μακρό διάστημα από την τοπική κοινωνία ή ως "ξένους" (acatolici, είναι ένας όρος) τους αντιμετωπίζει η εκάστοτε γραφειοκρατική γλώσσα. "Ξένοι" ως προς τη γλώσσα, τη θρησκεία, τους τόπους αφετηρίας, τους τόπους του κυρίως οικονομικού προσανατολισμού τους; Το ορθότερο θα ήταν, σύμφωνα και με τις εξελίξεις των σύγχρονων κοινωνιολογικών και ιστορικοανθρωπολογικών μεθοδολογικών τάσεων, να ιδωθούν οι πάροικοι ως μονάδες και σύνολα που δρουν σε πολυπολιτισμικά κοινωνικά σύνολα, φέρουν τις παραδόσεις τους και τις τακτικές της επιχειρησιακής τους οργάνωσης, υφίστανται τις επιδράσεις του νέου, άλλου περιβάλλοντος και συμβάλλουν και αυτοί στη διαμόρφωση της κοσμοπολίτικης κοινωνίας στην οποία θα παραμείνουν. Κατά κανόνα, τουλάχιστον στην εποχή που εξετάζουμε, διατηρούν τους οικογενειακούς, επιχειρησιακούς, ιδεολογικούς δεσμούς επικοινωνίας με τους τόπους αφετηρίας τους. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, όταν και όσοι το αποφασίσουν, συμμετέχουν ενεργά στο οικονομικό, πολιτισμικό πεδίο και αποτελούν μέρος της αστικής, των διοικούντων κοινωνικών σωμάτων, συμβάλλοντας στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους.


Παροικιακός Ελληνισμός