Η περιοχή της Τρανσυλβανίας από το τέλος του 12ου αιώνα ως το 1540 αποτέλεσε ουγγρικό βοεβοδάτο -δηλαδή αυτοδιοικούμενη επαρχία του ουγγρικού βασιλείου με επικεφαλής τον βοεβόδα που είχε την ανώτερη πολιτική, διοικητική, στρατιωτική και δικαστική εξουσία κι εξάρτηση από τον ούγγρο βασιλιά- ενώ στα 1540 πέρασε στο καθεστώς της αυτόνομης ηγεμονίας υπό την επικυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα τέλη του 17ου αιώνα η Τρανσυλβανία βρέθηκε στο επίκεντρο της αναμέτρησης μεταξύ Αψβουργικής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ώσπου τέθηκε, τελικά, στα 1699 υπό την κυριαρχία των Αψβούργων.
Η καίρια θέση της περιοχής, στο επίκεντρο των
εμπορικών δρόμων από την Κωνσταντινούπολη και τη
νότια Βαλκανική προς την κεντρική Ευρώπη,
προσέλκυσε από νωρίς πολλούς εμπόρους από την
Οθωμανική Αυτοκρατορία και κυρίως Έλληνες. Οι
Έλληνες αυτοί διεξήγαν αρχικά ένα μέρος του
εμπορίου των δύο γειτονικών Παραδουνάβιων
Ηγεμονιών εισάγοντας σε αυτές διάφορα
"ανατολικά" προϊόντα, τα οποία τα εισήγαν
και στην Τρανσυλβανία και μέσω αυτής τα
διαμετακόμιζαν προς τις μεγάλες αγορές της
Ουγγαρίας, της Βιέννης, της Βενετίας κλπ. Οι
τοπικές αρχές ευνόησαν κι ενθάρρυναν τη
διεξαγωγή του εμπορίου αυτού από τους ορθόδοξους
βαλκάνιους εμπόρους -και ιδιαίτερα τους Έλληνες-
με την παραχώρηση προς αυτούς προνομίων και
οικονομικών διευκολύνσεων.
Έτσι, στην Τρανσυλβανία δημιουργήθηκαν οι
πρωιμότερες, χρονικά, ελληνικές παροικίες στο
χώρο της κεντρικής Ευρώπης, χρονολογούμενες από
τα μέσα του 17ου αιώνα, στις πόλεις Μπρασόφ (Brasov ή
Kronstadt) και Σίμπιο (Sibiu ή Hermannstadt), οι οποίες ήταν τα
σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της περιοχής και
απολάμβαναν ιδιαίτερων προνομίων και
αυτονομιών.
Στα 1636 ο ηγεμόνας της Τρανσυλβανίας Γεώργιος Ρακότσι Α' παραχώρησε γενικό συλλογικό προνόμιο σε όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες που ασκούσαν εμπόριο στην Τρανσυλβανία, με το οποίο επέτρεπε τη συσσωμάτωσή τους σε Κομπανία. Με ένα ειδικότερο προνόμιο του 1639 οργανώθηκαν σε Κομπανία οι έλληνες έμποροι του Σιμπίου, ενώ λίγο αργότερα, στα 1678, συστήθηκε και η εμπορική Κομπανία του Μπρασόφ.
Το προνόμιο του Ρακότσι θέσπιζε εξαιρετικό
δίκαιο για τους έλληνες εμπόρους της
Τρανσυλβανίας και για τις συσσωματώσεις τους, το
οποίο οριοθετούσε την εμπορική τους
δραστηριότητα, την αυτοδιοίκησή τους και τη
δικαστική δικαιοδοσία των συσσωματώσεών τους.
Στα 1701 ο αυτοκράτορας της Αυστρίας Λεοπόλδος Α'
παραχώρησε νέο προνόμιο στους έλληνες
εμπόρους της Τρανσυλβανίας, το οποίο επικύρωνε
και επέκτεινε το προηγούμενο, καθώς τους έθετε
υπό βασιλική προστασία και τους παρείχε
απαλλαγές και διευκολύνσεις στη διεξαγωγή του
εμπορίου. Παράλληλα, διατηρήθηκε το δικαίωμα
αυτοδιοίκησης κι εκλογής ενός προεστού, ενώ για
την απονομή δικαιοσύνης οριζόταν ότι πρώτο και
τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας στις εμπορικές
υποθέσεις αποτελούσε το κριτήριο της Κομπανίας
και για τις αστικές υποθέσεις υπήρχε δυνατότητα
έφεσης στο θησαυροφυλάκιο της Τρανσυλβανίας.
Το επόμενο προνόμιο προς τους έλληνες
εμπόρους-μέλη των Κομπανιών της Τρανσυλβανίας
παραχωρήθηκε από την αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία
στα 1777. Το προνόμιο αυτό καθιστούσε τη
θέση των μελών των δύο Κομπανιών χειρότερη σε
σχέση με το προηγούμενο, κυρίως σε ό,τι αφορούσε
στην αυτοδιοίκηση και τη δικαστική δικαιοδοσία
των δύο Κομπανιών. Συγκεκριμένα, απαιτούσε από τα
μέλη των Κομπανιών του Σιμπίου και του Μπρασόφ να
μεταφέρουν από τα εδάφη της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας και να εγκαταστήσουν στην
Τρανσυλβανία τις οικογένειές τους και παράλληλα
να δώσουν όρκο πίστης στον αυτοκράτορα των
Αψβούργων.
Η οργάνωση των Κομπανιών συνυφαίνεται αρχικά με το ποιοι θεωρούνταν μέλη της Κομπανίας, δηλαδή ποιοι έφεραν τις προϋποθέσεις ένταξης σε αυτή. Για να γίνει κάποιος μέλος της Κομπανίας έπρεπε να είναι "ρωμαίος πραματευτής" και να διεξάγει εμπόριο στην Τρανσυλβανία. Στα 1669 η τρανσυλβανική δίαιτα όρισε ότι ο ανώτατος αριθμός μελών της Κομπανίας ήταν 60 έμποροι, οι οποίοι όφειλαν να καταβάλλουν το ποσό των 600 ταλίρων για την ετήσια εισφορά της Τρανσυλβανίας προς την Πύλη. Τα μέλη διακρίνονταν στα τακτικά (ή μέλη με τη στενή έννοια) και στα έκτακτα (ή μέλη με την ευρεία έννοια). Και οι δύο κατηγορίες αφορούσαν οθωμανούς υπηκόους που ασκούσαν εισαγωγικό εμπόριο στην Τρανσυλβανία, με τη διαφορά ότι στα τακτικά μέλη συγκαταλέγονταν όσοι διέμεναν ή είχαν μόνιμη κατοικία στην Τρανσυλβανία, ενώ έκτακτα μέλη θεωρούνταν όσοι έμποροι διέμεναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κι έρχονταν στην Τρανσυλβανία κατά τη διάρκεια των εμποροπανηγύρεων για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους (πλανόδιοι έμποροι).
Τα τακτικά μέλη είχαν το δικαίωμα να εκλέγουν τα διάφορα διοικητικά όργανα της Κομπανίας και να εκλέγονται σε αυτά, να συμμετέχουν στη νομοθετική λειτουργία της Κομπανίας προτείνοντας και ψηφίζοντας τα διάφορα θεσπίσματα, να μετέχουν στη δικαστική λειτουργία και να καρπώνονται τα διάφορα οικονομικά οφέλη από την εμπορική δραστηριότητα της Κομπανίας, δικαίωμα που το είχαν και τα έκτακτα μέλη. Οι υποχρεώσεις των μελών ήταν η καταβολή του αναλογούντος στον καθένα ποσού για την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων της Κομπανίας προς τη χώρα, η τήρηση και εφαρμογή των θεσπισμάτων της Κομπανίας και η υπαγωγή τους στην αποκλειστική δωσιδικία της Κομπανίας. Παράλληλα, τα μέλη όφειλαν να είναι πιστά προς τον ηγεμόνα της Τρανσυλβανίας, να καταβάλλουν τους νόμιμους εμπορικούς δασμούς στα τελωνεία της χώρας και να μην αναμιγνύονται στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Η εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων τους έδινε το δικαίωμα να διεξάγουν εμπόριο και να διαμένουν στην Τρανσυλβανία, αρχικά έξω από την πόλη του Σιμπίου, στα προάστια άλλων πόλεων ή σε κωμοπόλεις και χωριά, ενώ από τα μέσα του 18ου αιώνα και μέσα στην πόλη του Σιμπίου.
Τα διοικητικά όργανα της Κομπανίας του Σιμπίου
διακρίνονταν σε μονοπρόσωπα (ο προεστός, ο
καπετάνος, οι δύο χαρατζάρηδες, ο νοτάριος και ο
επίτροπος της εκκλησίας) και συλλογικά (οι
ορκωτοί πάρεδροι, το "έσω συνέδριον", η
"εξωτέρα των παλλικαριών" και το κριτήριο
της Κομπανίας).
Το ανώτερο ιεραρχικά αξίωμα ήταν του προεστού
της Κομπανίας, ο οποίος στις πηγές αναφέρεται και
ως "αρχηγέτης", "κριτής" κ.ά. Εκλεγόταν
με ψηφοφορία από τη συνέλευση των μελών καθ'
ομοφωνία και η θητεία του ήταν συνήθως διετής, με
δυνατότητα επανεκλογής. Μετά τη λήξη της θητείας
του υποχρεούνταν να κάνει απολογισμό του έργου του
και να δώσει λογαριασμό ("λογάριασιν"). Οι
αρμοδιότητές του ήταν ευρύτατες και κάλυπταν όλο
το φάσμα της διοικητικής, δικαστικής και
νομοθετικής δραστηριότητας της Κομπανίας, ενώ
ήταν ο μοναδικός υπόλογος για την Κομπανία
απέναντι στις αρχές της Τρανσυλβανίας. Το
δεύτερο σε σπουδαιότητα διοικητικό όργανο μετά
τον προεστό ήταν οι -12 ως το τέλος του 18ου αιώνα
και 6 από το 19ο αιώνα- ορκωτοί πάρεδροι
("ωμοσμένοι"), που εκλέγονταν από τη
συνέλευση των μελών και ασκούσαν τα καθήκοντά
τους συλλογικά. Οι αρμοδιότητές τους ήταν
διοικητικές και κυρίως δικαστικές, αφού
αποτελούσαν μαζί με τον προεστό το κριτήριο
(δικαστήριο) της Κομπανίας, το οποίο συστήθηκε
στα 1639 κι εκδίκαζε υποθέσεις εμπορικές,
πολιτικές, ποινικές και πειθαρχικές των μελών
της Κομπανίας και των ξένων εμπόρων από την
Οθωμανική Αυτοκρατορία που συναλλάσσονταν στην
Τρανσυλβανία. Ο προεστός μαζί με τους ορκωτούς
παρέδρους αποτελούσε το διοικητικό σώμα της
Κομπανίας, σε αντιδιαστολή με τα υπόλοιπα όργανα
και τα μέλη της Κομπανίας, που συνιστούσαν το
σώμα των διοικουμένων και προσδιορίζονταν με το
χαρακτηρισμό "εξωτέρα".
'Αλλοι αξιωματούχοι στην υπηρεσία της Κομπανίας
ήταν οι χαρατζάρηδες, υπεύθυνοι για την
είσπραξη του υποχρεωτικού φόρου από το κάθε
μέλος, ο νοτάριος, δηλαδή ο γραμματέας της
Κομπανίας, ο αγέντης, έμμισθος εκπρόσωπος
της Κομπανίας στην αυλική καγκελαρία της
Τρανσυλβανίας στη Βιέννη και ο επίτροπος,
δηλαδή ο πληρεξούσιος αντιπρόσωπος ή και
αναπληρωτής του προεστού και άλλων αξιωματούχων.
Όλοι οι αξιωματούχοι της Κομπανίας ήταν
υποχρεωμένοι να δίνουν όρκο μπροστά στη
συνέλευση που τους είχε εκλέξει, με τον οποίο
δεσμεύονταν να είναι πιστοί στον ηγεμόνα της
Τρανσυλβανίας και στην Κομπανία και να ασκούν
σωστά τα καθήκοντά τους.
Η Κομπανία του Μπρασόφ ιδρύθηκε στα 1678 κατόπιν παραχώρησης προνομίου από τη Δίαιτα της Τρανσυλβανίας, υπογεγραμμένου από τον πρίγκιπα Απάφη (Apafi), το οποίο της εξασφάλιζε το δικαίωμα αυτονομίας, αυτοδιοίκησης και απονομής δικαιοσύνης στα μέλη της.
Όπως και στην Κομπανία του Σιμπίου, έτσι και στην Κομπανία του Μπρασόφ το ανώτατο ιεραρχικά διοικητικό όργανο ήταν ο εκλεγόμενος από τη συνέλευση των μελών προεστός ("αρχηγός και κυβερνήτης της Κομπανίας"), ο οποίος έπαιρνε τις σημαντικότερες για την Κομπανία αποφάσεις. Οι αρμοδιότητές του ήταν βασικά διοικητικές, ενώ διαιτήτευε επίσης σε περιπτώσεις αντιθέσεων μεταξύ των μελών της Κομπανίας και ήταν υπόλογος απέναντι στις αυστριακές αρχές για την Κομπανία. Στο τέλος της θητείας του όφειλε να παρουσιάσει απολογισμό του έργου του, ενώ επικουρείτο από ένα 6μελές συμβούλιο (αντίστοιχο των ορκωτών παρέδρων της Κομπανίας του Σιμπίου), εκλεγόμενο από όλα τα μέλη της Κομπανίας σε γενική συνέλευση. Οι αρμοδιότητες αυτού του σώματος ήταν πρωτίστως διοικητικές, αλλά και δικαστικές για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των μελών της Κομπανίας, αφού η Κομπανία απολάμβανε του δικαιώματος της απόδοσης δικαιοσύνης εκλέγοντας από τα μέλη της τους δικαστές και τους βοηθούς τους, οι οποίοι εκδίκαζαν υποθέσεις εμπορικές και αστικές. Το αξίωμα του δικαστή παρουσιάζεται ως ιδιαίτερα σημαντικό στα έγγραφα της Κομπανίας, καθώς στο δικαστήριο της Κομπανίας υπάγονταν και όσοι έμποροι οθωμανοί υπήκοοι δεν ήταν μέλη της. Τέλος, σημαντικό ήταν και το αξίωμα των γραμματέων της Κομπανίας, οι οποίοι διατηρούσαν την αλληλογραφία, τα κατάστιχα και γενικά το αρχείο της.
Η ίδρυση ναού αποτελούσε μία από τις πρωταρχικές μέριμνες των ελλήνων παροίκων στις κατά τόπους εγκαταστάσεις τους και μετά τη συγκρότηση της Κοινότητας. Οι Έλληνες της Κομπανίας του Σιμπίου κατά τα πρώτα χρόνια της δραστηριότητάς τους δε διέθεταν δικό τους ναό, παρά τελούσαν τη λειτουργία σε άλλους ναούς ή οικίες της περιοχής όπου έμεναν, νοικιασμένες γι' αυτό το σκοπό. Μόλις στα 1690 η σύγκλητος του Σιμπίου με διάταγμά της επέτρεψε την ανέγερση ορθόδοξου ναού, αλλά κι αυτός έπρεπε να χτιστεί έξω από την πόλη, στο προάστιο Bungard. Στα 1745/50 τα μέλη της Κομπανίας αγόρασαν ένα οικόπεδο στο κέντρο της πόλης, με σκοπό να χτίσουν ναό, σχολείο και κατοικίες για τους δασκάλους. Οι εργασίες ανέγερσης του ναού αυτού, που αφιερώθηκε στον 'Αγιο Αθανάσιο και στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, άρχισαν στα 1797 υπό την εποπτεία των διακεκριμένων μελών της Κομπανίας Μανικάτη Σαφράνου και Χατζηκωνσταντίνου Πωπ. Τέλος, πρέπει να ιδρύθηκε και άλλος ένας ναός στο προάστιο Croapa του Σιμπίου από τον Χατζηκωνσταντίνο Πωπ, του οποίου, όμως, το ακριβές ιστορικό δε γνωρίζουμε.
Η φροντίδα των υποθέσεων των σχετικών με το ναό ανατέθηκε στον επίτροπο της εκκλησίας, αξίωμα που θεσπίστηκε από την Κομπανία στα 1721 με σκοπό τη διοίκηση του ναού και τη διαχείριση των εσόδων και των περιουσιακών στοιχείων του. Πηγές εσόδων για το ναό αποτελούσαν η πώληση των κεριών και κυρίως οι δωρεές των μελών της Κομπανίας υπέρ του. Τα έσοδα αυτά τα διαχειριζόταν ο επίτροπος, ο οποίος όφειλε να αποδίδει αναλυτικό λογαριασμό στο κριτήριο της Κομπανίας κάθε χρόνο. Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικό για την εύρυθμη λειτουργία του ναού και τη διατήρηση της ειρήνης, της τάξης και της καλής επικοινωνίας μεταξύ των μελών ήταν το λειτούργημα του εφημέριου. Ο εφημέριος εκλεγόταν από τη συνέλευση της Κομπανίας και τα καθήκοντά του ήταν αποκλειστικά θρησκευτικά, ενώ η πλειοψηφία των ιερέων προερχόταν από τις μεγάλες μονές του τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου.
Η ίδρυση ορθόδοξου ναού από την Κομπανία του Μπρασόφ προσέκρουε στη διάκριση των ελλήνων εμπόρων σε ανήκοντες στην Κομπανία και μη ανήκοντες, στην απαίτηση των Ρουμάνων της πόλης η ορθόδοξη λειτουργία να τελείται στη ρουμάνικη γλώσσα και ο ιερέας να είναι Ρουμάνος καθώς και στην εχθρική στάση των αυστριακών καθολικών αρχών του τόπου. Κατόπιν των εμποδίων αυτών η ανέγερση ορθόδοξου ναού στο Μπρασόφ, αφιερωμένου στην Αγία Τριάδα, άρχισε μόλις στα 1787, ενώ ως τότε οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη ρουμάνικη εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Νέα διαμάχη ξέσπασε αναφορικά με το αν ο ναός αυτός προοριζόταν για όλους τους έλληνες εμπόρους της πόλης ή μόνο για τα μέλη της Κομπανίας, καθώς οι μη ανήκοντες στην Κομπανία ζητούσαν την ίδρυση δικού τους ναού, πράγμα που, όπως φαίνεται, δεν κατόρθωσαν να πετύχουν.
Τα μέλη των Κομπανιών του Σιμπίου και του Μπρασόφ κατάγονταν κατά κύριο λόγο από τις τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές και ιδιαίτερα από τη σημερινή βόρεια Ελλάδα. Συγκεκριμένα, οι τόποι καταγωγής τους ήταν οι εξής πόλεις: Αρβανιτοχώρι, Μελένοικο, Ιωάννινα, Κοζάνη, Σέρρες, Φιλιππούπολη, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Τραπεζούντα, Τίρνοβο, Σινώπη, Νικόπολη, ενώ στην Κομπανία του Μπρασόφ συναντά κανείς και εμπόρους καταγόμενους από τη Χίο και την Κρήτη. Αρκετά μέλη προέρχονταν επίσης από άλλες ελληνικές παροικίες (π.χ. Σεμλίνου, Βουκουρεστίου κ.ά.) και από τις γειτονικές Μολδαβία και Βλαχία, ενώ στα μέλη των δύο Κομπανιών συγκαταλέγονταν και αρκετοί ορθόδοξοι Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Σέρβοι καθώς και κάποιοι Εβραίοι, Αλβανοί και Αρμένιοι.
Ο ακριβής αριθμός των μελών των δύο Κομπανιών είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, δεδομένων και των αυξομειώσεων που παρουσιάζει κατά τις διάφορες χρονικές περιόδους. Για την Κομπανία του Σιμπίου φαίνεται ότι οι έλληνες έμποροι-μέλη της Κομπανίας ήταν λίγοι συγκριτικά με εκείνους που δεν ανήκαν σε αυτήν. Έτσι, στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα η Κομπανία αριθμούσε 60 μέλη, ενώ στην Τρανσυλβανία δρούσαν τουλάχιστον 400 έλληνες έμποροι. Κατ' αναλογία, και ο αριθμός των μελών της Κομπανίας του Μπρασόφ υπέστη μεγάλες διακυμάνσεις αγγίζοντας στα τέλη του 18ου αιώνα τα 494 μέλη. Ωστόσο, φαίνεται ότι η Κομπανία του Μπρασόφ ήταν ευρύτερη εκείνης του Σιμπίου κι εναγκάλιζε στους κόλπους της εμπόρους από διάφορες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και της Βλαχίας και της ίδιας της Τρανσυλβανίας.
Η ίδρυση σχολείου αποτέλεσε, μαζί με την ανέγερση ναού, βασική μέριμνα των μελών των δύο Κομπανιών της Τρανσυλβανίας. Από την ίδρυσή της στα 1636 ως τα 1766 η Κομπανία του Σιμπίου δεν είχε σχολείο και την εκπαιδευτική δραστηριότητα είχαν αναλάβει ορθόδοξοι ιερείς και μοναχοί, που δίδασκαν τα στοιχειώδη γράμματα στους νεαρούς Έλληνες του Σιμπίου. Το ελληνικό σχολείο άρχισε να λειτουργεί στο Σίμπιο στα 1766 και ήταν υπό την εποπτεία δύο επιτρόπων εκλεγόμενων από την Κομπανία, που ήταν υπεύθυνοι για την πρόσληψη δασκάλου και τη διαχείριση των οικονομικών του σχολείου. Αρχικά το σχολείο στεγαζόταν σε κάποια οικία της πόλης, νοικιασμένης γι' αυτό το σκοπό, ενώ η Κομπανία έχτισε καινούργιο σχολείο στα 1797 στο κέντρο της πόλης. Το σχολείο απέβλεπε στη διατήρηση της μητρικής γλώσσας και της ελληνορθόδοξης συνείδησης των μαθητών του, αλλά και στην εξοικείωσή τους με τις αρχές του εμπορίου. Κατά συνέπεια, τα μαθήματα που διδάσκονταν στο σχολείο ήταν: η χρηστοήθεια, η Βίβλος, διάφορες προσευχές, η Αριθμητική και η γερμανική γλώσσα. Η Κομπανία παρείχε στους δασκάλους το μισθό τους κι ένα δωμάτιο για να μένουν.
Το σχολείο της Κομπανίας του Μπρασόφ ήταν αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας ενός μόνο ατόμου -μέλους της Κομπανίας- του Παναγιώτη Χατζηνίκου, ο οποίος κληροδότησε με τη διαθήκη του στην Κομπανία ένα ποσό για την ίδρυση ελληνικού σχολείου. Το σχολείο άρχισε να λειτουργεί στα 1796, ενώ ως τότε έλληνες μοναχοί και λόγιοι έδιναν ιδιαίτερα μαθήματα στα λεγόμενα σπιτικά σχολεία, αλλά η λειτουργία και η διοίκηση του σχολείου αποτέλεσαν συχνά αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στους Έλληνες-μέλη της Κομπανίας και στους μη ανήκοντες σε αυτή. Τα διδασκόμενα σε τρεις κύκλους μαθήματα του σχολείου -στον πρώτο κύκλο διδασκόταν η νεοελληνική, στο δεύτερο η αρχαία και στον τρίτο η γερμανική γλώσσα- απέβλεπαν στην ενίσχυση της ελληνορθόδοξης συνείδησης των μαθητών και της μύησής τους στις αρχές του εμπορίου. Τα βιβλία που χρησιμοποιούνταν στο σχολείο του Μπρασόφ ήταν σχολικά εγχειρίδια τυπωμένα στο Μπρασόφ ή αλλού, ενώ ανάμεσα στους δασκάλους που δίδαξαν και στο ελληνικό σχολείο του Μπρασόφ ήταν ο Αθανάσιος Σταγειρίτης (1806), ο Μιλτιάδης Αγαθόνικος (1814-;) και άλλοι.
Τo σχολείo στο Mπρασόφ, όπως άλλωστε και τα ελληνικά σχολεία στο Σίμπιο, διέθετε στοιχειώδη βιβλιοθήκη, που κατά καιρούς εμπλουτιζόταν με τα ελληνικά βιβλία της εποχής, ενώ πολλά επιφανή μέλη των Κομπανιών άφηναν κληροδοτήματα υπέρ των σχολείων.
Οι ελληνικές Κομπανίες του Σιμπίου και του Μπρασόφ δεν εξελίχτηκαν σε αξιόλογα πνευματικά κέντρα, όπως άλλες εστίες της ελληνικής διασποράς (Βιέννη, Βενετία κ.ά.). Οι Κομπανίες αυτές δεν απέκτησαν ελληνικά τυπογραφεία για την εκτύπωση ελληνικών βιβλίων, χρηματοδότησαν όμως και υποστήριξαν την έκδοση βιβλίων από τα γειτονικά τυπογραφεία της Βιέννης, της Βούδας, της Πέστης και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Παράλληλα, πολλοί έλληνες λόγιοι της εποχής κατευθυνόμενοι προς τις γειτονικές Μολδαβία και Βλαχία περνούσαν από την Τρανσυλβανία και εγκαθίσταντο για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα στις δύο ελληνικές παροικίες (π.χ. Ιερεμίας Κακαβέλας, Ιλλαρίων Κιγάλας, Ιωάννης Αδάμης κ.ά.). Έτσι, οι Έλληνες των δύο Κομπανιών έρχονταν σε επαφή με τα νέα ιδεολογικά ρεύματα και παρακολουθούσαν τα πνευματικά επιτεύγματα της εποχής.
Για τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες των μελών των δύο Κομπανιών δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Ενδεχομένως, οι έλληνες πάροικοι να είχαν ιδρύσει νοσοκομείο και άλλα ευαγή ιδρύματα, ενώ είναι πιθανό και η ορθόδοξη εκκλησία κάθε Κομπανίας να είχε αναλάβει φιλανθρωπική δραστηριότητα. Για τα θέματα αυτά, όμως, η υπάρχουσα βιβλιογραφία δε μας παρέχει ακριβείς πληροφορίες.
Τα μέλη των Κομπανιών του Σιμπίου και του Μπρασόφ ήταν κατά βάση έμποροι, αφού οι δύο Κομπανίες συστήθηκαν ως εμπορικές Κομπανίες. Με τα παραχωρηθέντα από την αυστριακή ηγεσία προνόμια οι προερχόμενοι από τη βαλκανική χερσόνησο -και κυρίως από τις ελληνικές περιοχές- έμποροι αποκτούσαν τη δυνατότητα να ασκούν το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της Τρανσυλβανίας. Έτσι, είτε εισήγαν στην Τρανσυλβανία διάφορα ανατολικής προέλευσης προϊόντα είτε διαμετακόμιζαν μέσω αυτής τα προϊόντα αυτά στις μεγάλες εμπορικές αγορές της κεντρικής Ευρώπης και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Από την Τρανσυλβανία εξήγαν προς την Ανατολή κατεργασμένα βιομηχανικά ευρωπαϊκά προϊόντα. Αρχικά, επιτρεπόταν να πουλούν τα εμπορεύματά τους μόνο χονδρικά και μόνο στη διάρκεια των εμποροπανηγύρεων, ενώ με τα επόμενα προνόμια αποκτούσαν το δικαίωμα να εμπορεύονται και λιανικά μέσα στις πόλεις και να ανοίγουν και μαγαζιά. Απαγορευόταν, όμως, η εξαγωγή από τη χώρα χρυσού, αργύρου, υδράργυρου και νίτρου.
Τα κυριότερα χερσαία δρομολόγια που ακολουθούσαν οι βαλκάνιοι έμποροι ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη και κατευθυνόμενοι προς την Τρανσυλβανία ήταν τα εξής τρία: το πρώτο και σπάνια ακολουθούμενο περνούσε από τη Βοσνία, το δεύτερο ακολουθούσε τη γραμμή Σέρρες-Μελένοικο-Σόφια-Βιδίνι-Όρσοβα-Πέστη-Βιέννη και το τρίτο ακολουθούσε την κοιλάδα του Στρυμόνα, περνούσε από τις πόλεις Σόφια και Νις και κατέληγε στο Βελιγράδι.
Η κατάσταση των δρόμων αυτών ως το 19ο αιώνα φαίνεται πως ήταν μάλλον άθλια, ενώ οι κακές καιρικές συνθήκες καθιστούσαν συχνά αδύνατη την κυκλοφορία, γι' αυτό και τα ταξίδια των εμπόρων αυτών διαρκούσαν μήνες. Οι έμποροι ξεκινούσαν συνήθως το μήνα Μάιο και επέστρεφαν στις πατρίδες τους στις αρχές του φθινοπώρου, ενώ δύο μήνες χρειάζονταν μόνο μέχρι το Βουκουρέστι. Η συνηθέστερη μορφή ταξιδιού ήταν τα καραβάνια, όπου συγκεντρώνονταν πολλοί έμποροι και χρησιμοποιώντας ως μέσο μεταφοράς τα υποζύγια πορεύονταν ομαδικά ως τον τόπο προορισμού τους. Στη διάρκεια της μακράς αυτής πορείας στάθμευαν κατά διαστήματα στα διάφορα χάνια και καραβάν-σεράγια που βρίσκονταν κατά μήκος των δρόμων ή στις πόλεις.
Οι περισσότεροι έμποροι των Κομπανιών του Σιμπίου και του Μπρασόφ κατάγονταν από τα Ιωάννινα, τις Σέρρες, τη Θεσσαλονίκη, την Αδριανούπολη, την Κοζάνη κλπ. και στα πρώτα χρόνια σύστασης των Κομπανιών έρχονταν προς την Τρανσυλβανία μόνοι τους, χωρίς τις οικογένειές τους, ενώ αργότερα, με το προνόμιο του 1777, αναγκάστηκαν να μεταφέρουν και τις οικογένειές τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να τις εγκαταστήσουν στην Τρανσυλβανία. Οι έμποροι κατατάσσονταν σε δύο ομάδες: στην πρώτη ανήκαν όσοι διέμεναν μόνιμα στην Τρανσυλβανία και ασκούσαν εκεί το εσωτερικό εμπόριο, ενώ στη δεύτερη κατατάσσονταν οι πλανόδιοι έμποροι που έρχονταν να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους στις εμποροπανηγύρεις κι επέστρεφαν έπειτα στην πατρίδα τους ασκώντας έτσι το διαμετακομιστικό εμπόριο. Γνωστοί έλληνες έμποροι της Τρανσυλβανίας ήταν ο Μανικάτης Σαφράνος, ο Χατζηκωνσταντίνος Πωπ και άλλοι.
Τα κυριότερα εμπορεύματα, που εισήγαν οι βαλκάνιοι έμποροι στην Τρανσυλβανία, ήταν υφάσματα και ρούχα από την Προύσσα, χαλιά από την Ανατολή, βαμβάκι, μετάξι, δέρματα, ρύζι, λινά υφάσματα, αμπάδες, μπαχαρικά, κρασί, δημητριακά, μαλλί, κερί, μέλι, μεγάλα ζώα κ.ά. Μέσω της Τρανσυλβανίας οι έλληνες έμποροι προμήθευαν τις οθωμανικές αγορές με ευρωπαϊκά κατεργασμένα προϊόντα, είδη πολυτελείας, ενδύματα, υποδήματα, μέταλλα και μεταλλικά αντικείμενα, όπλα κ.ά.
Οι περισσότεροι έλληνες έμποροι της Τρανσυλβανίας δεν εμπορεύονταν μόνοι τους, αλλά σύστηναν εμπορικές συντροφίες, δηλαδή συσπειρώσεις πολλών εμπόρων με σκοπό την από κοινού αντιμετώπιση των δυσκολιών και κάρπωση των κερδών από τη διεξαγωγή του εμπορίου. Στις συντροφίες αυτές έβαζαν όλοι από ένα χρηματικό κεφάλαιο και συνήθως οι μισοί αναλάμβαναν την αγορά και οι άλλοι μισοί την πώληση των εμπορευμάτων. Τέτοιου είδους συντροφίες ήταν πολύ περισσότερες στο Μπρασόφ από ό,τι στο Σίμπιο.
Μία άλλη μορφή εμπορικής οργάνωσης ήταν οι
λεγόμενοι εμπορικοί οίκοι, δηλαδή μεγάλες
οικογένειες εμπόρων με υποκαταστήματα εκτός από
το Σίμπιο και το Μπρασόφ και σε άλλες ευρωπαϊκές
πόλεις όπου υπήρχαν ελληνικές παροικίες (Βιέννη,
Τεργέστη, Βελιγράδι κλπ.). Ιδιαίτερα, οι ελληνικοί
εμπορικοί οίκοι του Μπρασόφ είχαν εκτεταμένες
σχέσεις με τη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, το Βελιγράδι,
το Βουκουρέστι, την Κωνσταντινούπολη, τη
Μολδαβία και Βλαχία κ.ά, ενώ και πολλές ελληνικές
εμπορικές εταιρείες της Βιέννης είχαν
θυγατρικές στο Μπρασόφ.
Τα μέλη των Κομπανιών του Σιμπίου και του
Μπρασόφ επισκέπτονταν επίσης τις μεγάλες
εμποροπανηγύρεις της Θεσσαλονίκης, των
Ιωαννίνων, της Αδριανούπολης, του Τιρνόβου, της
Λάρισας, της Φιλιππούπολης και άλλων ελληνικών
και ανατολικών πόλεων, όπου διέθεταν τα
εμπορεύματά τους.
Οι έλληνες πάροικοι της Τρανσυλβανίας, αντιμετωπίζοντας στην καθημερινή τους ζωή συχνά την έχθρα και τον ανταγωνισμό -οικονομικό και θρησκευτικό- εκ μέρους των ντόπιων Σαξόνων, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να διαφυλάξουν την ορθόδοξη πίστη και την ελληνική τους παράδοση. Έτσι, στα επίσημα έγγραφα των Κομπανιών και στην αλληλογραφία τους χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα και επέμεναν στη διδασκαλία τόσο της αρχαίας όσο και της νέας ελληνικής στα σχολεία που ίδρυσαν. Ωστόσο, συχνά λόγω της συναναστροφής τους με τους ντόπιους παρεισέφρεαν στη γλώσσα τους κάποια στοιχεία της τοπικής σαξονικής διαλέκτου. Παράλληλα, φρόντιζαν συχνά να αποστέλλουν χρηματικά ποσά για την ανέγερση σχολείων στην πατρίδα τους και την ενίσχυση εκκλησιών και μονών, κυρίως των μονών του Αγίου Όρους από όπου προερχόταν η πλειοψηφία των ιερέων των δύο Κομπανιών.
Ως έμποροι στην πλειοψηφία τους ακολουθούσαν έναν αστικό τρόπο ζωής και αποτελούσαν την αστική τάξη της τοπικής κοινωνίας. Συχνά, υιοθετούσαν ευρωπαϊκές συνήθειες και μόδες, ενώ ο εξαναγκασμός των εμπόρων αυτών στα τέλη του 18ου αιώνα από τις αρχές να πάρουν την αυστριακή υπηκοότητα και να μεταφέρουν τις οικογένειές τους στην Τρανσυλβανία οδήγησε στην αυξανόμενη αφομοίωση των Ελλήνων από τους αυτόχθονες και στη σταδιακή αποδυνάμωση των Κομπανιών τους.
Τα μέλη των ελληνικών παροικιών της Τρανσυλβανίας δεν έχουν να επιδείξουν ιδιαίτερη πολιτική δραστηριότητα αναφορικά με τις ανταγωνιστικές μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων σχέσεις. Εμφανίστηκαν στα τρανσυλβανικά εδάφη κατά το 16ο αιώνα ως έμποροι και δε φαίνεται να έλαβαν μέρος στις διάφορες διαμάχες μεταξύ Αψβουργικής Μοναρχίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την επικυριαρχία στην Τρανσυλβανία. Μόνο μετά την υπογραφή των συνθηκών του Karlowitz και του Passarowitz, τα Ορλωφικά και την αλβανοκρατία στην Πελοπόννησο, τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και τις δύο καταστροφές της Μοσχόπολης κι ενώ είχαν ήδη συστηθεί οι Κομπανίες στο Σίμπιο και το Μπρασόφ, οι έλληνες πάροικοι υπέστησαν τις συνέπειες από τα τεκταινόμενα στο χώρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός μεταναστών από τις οθωμανικές περιοχές εμπλούτισε αριθμητικά τις ελληνικές Κομπανίες της Τρανσυλβανίας.
Η ποικιλότροπη συμβολή των ελληνικών Κομπανιών της Τρανσυλβανίας στην Ελληνική Επανάσταση δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Καταρχήν, τα μέλη των δύο Κομπανιών συγκαταλέγονται ανάμεσα στους οπαδούς του Ρήγα Φεραίου, του οποίου τα μηνύματα είχαν φτάσει και στην Τρανσυλβανία, καθώς και ανάμεσα στους μυημένους στη Φιλική Εταιρεία. Κατά συνέπεια, μετά την αποτυχία του κινήματος του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (Ιούνιος 1821) οι δύο Κομπανίες απέβησαν βασικοί χώροι υποδοχής ελλήνων στρατιωτών, λογίων, εμπόρων, σπουδαστών από τις Ακαδημίες του Ιασίου και του Βουκουρεστίου και από άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τις αντεκδικήσεις των Τούρκων στη Μολδαβία και τη Βλαχία. Για πολλούς οι πόλεις του Σιμπίου και του Μπρασόφ ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός που θα τους επέτρεπε να περάσουν στην Ευρώπη και να συνεχίσουν από εκεί τον αγώνα τους, ενώ φαίνεται ότι ιδιαίτερα εκτεταμένη ήταν στις πόλεις αυτές και η δράση της Φιλικής Εταιρείας και των μελών της. Γενικά, οι Έλληνες του Σιμπίου και του Μπρασόφ προσέφεραν καταφύγιο και βοήθεια σε πολλούς μαχητές του αγώνα της ανεξαρτησίας, στηρίζοντας έτσι με τον τρόπο τους τις επαναστατικές δυνάμεις του ελληνισμού της εποχής.