Η πρωτεύουσα της αψβουργικής μοναρχίας, ακμαίο εμπορικό, τραπεζιτικό και πνευματικό κέντρο, αποτέλεσε -μεταξύ των άλλων αυστριακών πόλεων- σημαντικό πόλο έλξης για τους ορθόδοξους εμπόρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως από το 17ο αιώνα και εξής. Μέσα στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής της αψβουργικής μοναρχίας και της επιδίωξής της να διεισδύσει στις αγορές της Ανατολής και με την υπογραφή των διάφορων αυστροτουρκικών συνθηκών των αρχών του 18ου αιώνα δημιουργήθηκαν ευνοϊκότατες προϋποθέσεις για την εμπορική δραστηριοποίηση των ορθόδοξων βαλκάνιων εμπόρων στην ίδια την πρωτεύουσα του αυστριακού κράτους. Η αυστριακή κυβέρνηση χορηγώντας προνόμια και βραβεία στους καλύτερους εμπόρους προσέλκυε τους έλληνες εμπόρους, η παρουσία των οποίων στη Βιέννη μαρτυρείται από το 1600 περίπου αλλά έγινε πιο συστηματική και δυναμική κατά το 18ο αιώνα.
Στα 1690 ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α' παραχώρησε στους ορθόδοξους Σέρβους που έρχονταν να εγκατασταθούν στη Βιέννη προνόμιο, το οποίο αναγνώριζε την άσκηση της θρησκείας τους και τη λειτουργία της εκκλησίας τους. Έτσι, οι Σέρβοι υπήρξαν οι πρώτοι ορθόδοξοι της αψβουργικής μοναρχίας στους οποίους δόθηκαν προνόμια, από τα οποία προσπάθησαν να επωφεληθούν και οι Έλληνες. Λίγο αργότερα, στα 1717, ο αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ' εξέδωσε πατέντα, δηλαδή "διάταξιν περί του καμπίου εις όφελος των πραγματευομένων", η οποία απευθυνόταν στους ορθόδοξους οθωμανούς υπηκόους που εμπορεύονταν στη Βιέννη και κατοχύρωνε νομοθετικά την ανάπτυξη του εμπορίου καθορίζοντας τους όρους διεξαγωγής του. Το διάταγμα αυτό ανανέωσε η Μαρία-Θηρεσία στα 1763 ιδρύοντας παράλληλα και καμπιαλοκριτήριο, δηλαδή δικαστήριο που εκδίκαζε τις εμπορικές και χρηματικές υποθέσεις των ορθόδοξων εμπόρων. Το προνόμιο της Μαρίας-Θηρεσίας αναγνωρίστηκε και επικυρώθηκε από τους διαδόχους της Ιωσήφ Β' (1783), Λεοπόλδο Β' (1791) και Φραγκίσκο Β' (1794).
Τα προνόμια αυτά μιλούσαν για έλληνες εμπορευόμενους και οθωμανούς υπηκόους του ελληνικού και μη ενωτικού δόγματος και απευθύνονταν στους "εν τη Βιέννη κατοικούντας Γραικούς τε και Βλάχους της ανατολικής θρησκείας..." Είναι, λοιπόν, εμφανές ότι υπό τον όρο Έλληνες τα προνόμια αυτά συγκαταλέγουν επίσης τους Βλάχους, τους ορθόδοξους Αλβανούς και τους Σέρβους. Πρόκειται για λαούς που κατοικούσαν στη Μακεδονία ή τη βόρεια Ήπειρο, είχαν ασπαστεί την ορθόδοξη θρησκεία και μιλούσαν την ελληνική γλώσσα παράλληλα με το δικό τους γλωσσικό ιδίωμα, ενώ ήρθαν ως έμποροι στην αψβουργική μοναρχία και άσκησαν το επάγγελμά τους μαζί με τους υπόλοιπους έλληνες οθωμανούς υπηκόους. Κατά συνέπεια, οι συσσωματώσεις των ορθόδοξων εμπόρων της Βιέννης περιλάμβαναν, εκτός από τους έλληνες, και βλάχους (αρωμούνους) εμπόρους.
Τα αυτοκρατορικά προνόμια έδιναν στους έλληνες και βλάχους εμπόρους τη δυνατότητα να συσσωματωθούν οικονομικά σχηματίζοντας εμπορικές ενώσεις, τις λεγόμενες Κομπανίες, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση της μεταγενέστερης πολιτικής τους συσσωμάτωσης εξελισσόμενες σε Κοινότητες.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στη Βιέννη σχηματίστηκαν δύο ελληνικές Κοινότητες: η πρώτη χρονικά -η Κοινότητα του Αγίου Γεωργίου- ήταν εκείνη που συσπείρωνε τους έλληνες οθωμανούς υπηκόους (τουρκομερίτες Έλληνες), ενώ στη δεύτερη -την Κοινότητα της Αγίας Τριάδας- ανήκαν οι Έλληνες ή Βλάχοι που είχαν λάβει την αυστριακή υπηκοότητα. Η διάκριση αυτή οφείλεται στο ότι πολλοί Έλληνες και Βλάχοι εγκατεστημένοι στη Βιέννη και συνάπτοντας επιγαμίες με Αυστριακές αλλά και για να μπορούν να ασκούν ευρύτερες εμπορικές δραστηριότητες έπαιρναν την αυστριακή υπηκοότητα, ενώ άλλοι παρέμεναν οθωμανοί υπήκοοι απολαμβάνοντας φορολογικών ελαφρύνσεων αλλά όντας υποχρεωμένοι να εμπορεύονται μόνο με ανατολικά προϊόντα και μόνο χονδρικά.
Οι βασικές αρχές για την οργάνωση των δύο Κοινοτήτων της Βιέννης, όπως ορίζονταν από τα αυτοκρατορικά προνόμια, συνίσταντο στην υπαγωγή των Κοινοτήτων στην αυστριακή κυβέρνηση και στο δικαίωμα αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης στις εσωτερικές τους υποθέσεις και στην άσκηση της θρησκευτικής τους λατρείας. Τα αυτοκρατορικά προνόμια δεν αναγνώριζαν, όμως, στις Κοινότητες το δικαίωμα απονομής δικαιοσύνης στα μέλη τους.
Οι δύο Κοινότητες της Βιέννης ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους. Η γενική συνέλευση των μελών αποτελούσε το εκλογικό σώμα κάθε Κοινότητας, που συνεδρίαζε κάθε χρόνο και εξέλεγε τα διοικητικά όργανα της Κοινότητας. Η Κοινότητα ως σώμα ήταν η ανώτερη αρχή, ενώ το βασικό διοικητικό όργανό της ήταν μία αντιπροσωπευτική βουλή, αρχικά 18μελής και αργότερα (από το 1777) 12μελής, η οποία εκλεγόταν από τη συνέλευση των μελών με ενιαύσια θητεία και διοικητικές αρμοδιότητες. Η βουλή αυτή αποτελούσε την αντιπροσωπευτική αρχή της κάθε Κοινότητας, ήταν υπεύθυνη για κάθε υπόθεση που την απασχολούσε και ταυτόχρονα ήταν και το νομικό πρόσωπο των Κοινοτήτων απέναντι στις αυστριακές αρχές. Ωστόσο, οι Κοινότητες της Βιέννης δεν είχαν δικαστική δικαιοδοσία επί των μελών τους, παρά μόνο το δικαίωμα της διαιτητικής μεσολάβησης για την άρση μικροδιαφορών.
Βασική μέριμνα των ορθόδοξων οθωμανών υπηκόων της Βιέννης, μόλις ισχυροποιήθηκαν οικονομικά στην πρωτεύουσα της αψβουργικής μοναρχίας, ήταν η ίδρυση ορθόδοξου ναού. Οι πρώτοι που απέκτησαν το δικαίωμα ανέγερσης ναού ήταν οι έλληνες οθωμανοί υπήκοοι, οι οποίοι κατόπιν της ευνοϊκής παρέμβασης του πρίγκιπα Ευγένιου της Σαβοΐας προς τον αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ' πέτυχαν στα 1723 τη χορήγηση μέσω αυτοκρατορικού εγγράφου του δικαιώματος ίδρυσης ορθόδοξου ναού στο όνομα του Αγίου Γεωργίου. Ο ναός αυτός φιλοξενήθηκε αρχικά στην κατοικία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του εξ Απορρήτων και η πρώτη ορθόδοξη λειτουργία τελέστηκε σε αυτόν το 1726. Από το ναό της ονομάστηκε η Κοινότητα των τουρκομεριτών Ελλήνων Κοινότητα του Αγίου Γεωργίου.
Η ίδρυση, όμως, ορθόδοξου ναού για τους Έλληνες προκάλεσε την οργή του σέρβου μητροπολίτη Κάρλοβιτς, ο οποίος διεκδικούσε για τον εαυτό του τη θρησκευτική και διοικητική εποπτεία του ναού. Από το 1723 ως το 1776 οι σέρβοι μητροπολίτες, κατόπιν και των προνομίων που τους παραχώρησε στα 1690 ο Λεοπόλδος Α', διεκδικούσαν την κυριότητα του ελληνικού ναού του Αγίου Γεωργίου και στα 1761 πέτυχαν την έκδοση εγγράφου από τη Μαρία-Θηρεσία, το οποίο υπήγε το ναό και την περιουσία του στο σέρβο μητροπολίτη Κάρλοβιτς. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν να κλείσουν οι Έλληνες της Κοινότητας του Αγίου Γεωργίου το ναό από το 1761 ως το 1776. Το θέμα διευθετήθηκε οριστικά με την παραχώρηση στις 2 Μαρτίου 1776 υψηλού αυτοκρατορικού προνομίου από τη Μαρία-Θηρεσία, το οποίο επιδίκαζε την κυριότητα του ναού στην ελληνική Κοινότητα και διέταζε το σέρβο μητροπολίτη να επιστρέψει στο ναό ό,τι του ανήκε και είχαν αφαιρέσει οι προηγούμενοι μητροπολίτες. Το προνόμιο αυτό επικυρώθηκε και από τους διαδόχους της Μαρίας-Θηρεσίας, ενώ η Κοινότητα του Αγίου Γεωργίου απέκτησε λίγο αργότερα ιδιόκτητο ναό, του οποίου η ανέγερση άρχισε στα 1803 και αποπερατώθηκε στα 1806.
Προνόμιο για την ίδρυση ναού χορηγήθηκε από τον Ιωσήφ Β' στα 1787 και στους έλληνες και βλάχους αυστριακούς υπηκόους, οι οποίοι μετά την απόρριψη της πρότασής τους προς τους έλληνες οθωμανούς υπηκόους για ίδρυση κοινού και για τις δύο Κοινότητες ναού, προχώρησαν στην ανέγερση δικού τους ναού, της Αγίας Τριάδας, με δαπάνες του μεγαλέμπορου Σίνα στην περιοχή Fleischmarkt της Βιέννης. Στο ναό αυτό είχαν δικαίωμα να εκκλησιάζονται και οι ορθόδοξοι Σέρβοι καλώντας για την τέλεση της λειτουργίας και της εξομολόγησης δικό τους ιερέα. Κατ' αναλογία προς τους τουρκομερίτες Έλληνες και η Κοινότητα των ελλήνων αυστριακής υπηκοότητας ονομάστηκε από το ναό της Κοινότητα της Αγίας Τριάδας
Η διοικητική αρχή του ναού κάθε Κοινότητας συνίστατο στους -δύο ή τρεις- επιτρόπους του ναού, οι οποίοι εκλέγονταν από τη βουλή κάθε Κοινότητας και ήταν υπεύθυνοι για τη διεκπεραίωση όλων των υποθέσεων που αφορούσαν στο ναό, ενώ υποχρεούνταν στο τέλος κάθε χρόνου να αποδίδουν ενώπιον όλης της Κοινότητας λογαριασμό της διαχείρισής τους. Η 12μελής βουλή της κάθε Κοινότητας εξέλεγε επίσης, κατά πλειοψηφία, τους ιερείς και εφημέριους του κάθε ναού, οι οποίοι όφειλαν να είναι Έλληνες στο γένος, ορθόδοξοι ιερομόναχοι προερχόμενοι από κάποια από τις μεγάλες μονές του τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου. Τα καθήκοντα των εφημέριων ήταν κατ' αποκλειστικότητα θρησκευτικά και οι ίδιοι ήταν υπόλογοι απέναντι στη βουλή της Κοινότητας, ενώ όφειλαν σεβασμό στο σέρβο μητροπολίτη Κάρλοβιτς, ο οποίος επικύρωνε τυπικά την εκλογή τους χωρίς, όμως, να έχει ενεργό ανάμιξη στα εκκλησιαστικά πράγματα των δύο ελληνικών Κοινοτήτων. Υπό την εποπτεία των εφημέριων τίθεντο επίσης ο καντηλανάφτης και οι ψάλτες του κάθε ναού, υπάλληλοι υπαγόμενοι στη διοίκηση της Κοινότητας. Ο εφημέριος και οι υπεφημέριοι λάμβαναν μισθό από την Κοινότητα, η οποία τους παραχωρούσε επίσης δωρεάν κατοικία. Ανάμεσα στους εφημέριους που υπηρέτησαν στο ναό του Αγίου Γεωργίου ήταν και ο Νεόφυτος Δούκας, ο 'Ανθιμος Γαζής και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης.
Στην αυστριακή πρωτεύουσα έφτασαν έλληνες και άλλοι ορθόδοξοι οθωμανοί υπήκοοι (Βλάχοι, Σέρβοι κ.ά.) που προέρχονταν κυρίως από τις σημερινές βόρειες ελληνικές περιοχές, δηλαδή την Ήπειρο και τη Μακεδονία, ειδικότερα δε τη δυτική. Οι συχνότερα αναφερόμενοι ως τόποι καταγωγής των παροίκων αυτών είναι οι εξής: Κοζάνη, Σιάτιστα, Σέρρες, Σέλιτσα, Βογατσικό, Καστοριά, Κλεισούρα, Βλάστη, Σέρβια, Νάουσα, Βέροια, Μελένοικο, Μοσχόπολη, Μοναστήρι κ.ά. καθώς και πόλεις της Μικράς Ασίας, της Θεσσαλίας, της Θράκης ακόμη και των νησιών του Αρχιπελάγους.
Αναφορικά με τον αριθμό των Ελλήνων και Βλάχων της Βιέννης γνωρίζουμε ότι στα 1767 καταγράφηκαν στην αυστριακή πρωτεύουσα 79 έλληνες και βλάχοι ορθόδοξοι οθωμανοί υπήκοοι. Αν στον αριθμό αυτό προστεθούν και οι γυναίκες και τα παιδιά τους, τότε οι Έλληνες και Βλάχοι της Βιέννης πρέπει να άγγιζαν τους 300 στα 1767 ενώ ανήλθαν στις 4000 στα 1814, περίοδο ακμής της ελληνικής παροικίας. (βλ. Plφchl, Die Wiener Orthodoxen Griechen..., 24-25).
Οι σχέσεις των παροίκων αυτών τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους ντόπιους κατοίκους παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η διοικητική κι εκκλησιαστική διαίρεση των Ελλήνων με βάση την υπηκοότητά τους σε δύο κοινότητες είχε σα συνέπεια την ανεξάρτητη δράση των δύο αυτών κοινοτήτων και την ψυχολογική διάσταση μεταξύ των μελών τους. Η δραστηριότητα και ο βίος της κάθε κοινότητας ήταν ανεξάρτητα αλλά κοινή ήταν η ιδιοκτησία τους στο ελληνικό τμήμα του νεκροταφείου Σανκτ-Μαρξ της Βιέννης, όπου ενταφιάζονταν και άλλοι ορθόδοξοι. Γεγονός, πάντως, είναι ότι γρήγορα οι Έλληνες κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν στην τοπική κοινωνία και, προσφέροντας σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό έργο, να προβληθούν και πολλοί από αυτούς να τιμηθούν με τίτλους ευγενείας και σημαντικά αξιώματα.
Ως τις αρχές του 19ου αιώνα δεν υπήρχε επίσημα οργανωμένο ελληνικό σχολείο στη Βιέννη και στα νεαρά ελληνόπαιδα παρεχόταν ιδιωτική εκπαίδευση από μισθωτούς δασκάλους που δίδασκαν κατ' οίκον τους γόνους των ευπορότερων ελληνικών οικογενειών. Καθώς, όμως, το αίτημα για ίδρυση ελληνικού σχολείου γινόταν έντονο και πιεστικό, η αψβουργική αυλή εξέδωσε μόλις στα 1804 θέσπισμα με το οποίο επέτρεπε στην Κοινότητα των ελλήνων αυστριακών υπηκόων της Αγίας Τριάδας την ίδρυση ελληνικού σχολείου, το οποίο θα έπρεπε να στεγαστεί στο δεύτερο όροφο του σπιτιού της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας. Το σχολείο τίθετο υπό το δημόσιο αυστριακό έλεγχο, ενώ η Κοινότητα της Αγίας Τριάδας επόπτευε τα οικονομικά και πρότεινε τους δασκάλους και τα διδακτικά βιβλία του σχολείου. Το σχολείο διαιρούνταν σε 4 τάξεις όπου οι μαθητές διδάσκονταν -χωριστά τα αγόρια από τα κορίτσια- Θρησκεία, Ανάγνωση, Γραφή, Αριθμητική, Θεματογραφία και ελληνική Γραμματική.
Ο αποκλεισμός της Κοινότητας του Αγίου Γεωργίου από τη διαχείριση του σχολείου προκάλεσε διαμάχες ανάμεσα στις δύο Κοινότητες και την άρνηση των ελλήνων οθωμανών υπηκόων να υποστηρίξουν οικονομικά το σχολείο, αιτούμενοι παράλληλα τη χορήγηση σε αυτούς ξεχωριστού προνόμιου για την ίδρυση δικού τους σχολείου, το οποίο, όμως, δε δόθηκε ποτέ. Αιτία προστριβών στάθηκε επίσης το θέμα της παροχής ελληνικής εκπαίδευσης και στους Βλάχους των ελληνικών Κοινοτήτων της Βιέννης. Κατά συνέπεια, το ελληνικό σχολείο της Βιέννης αντιμετωπίζοντας προβλήματα οικονομικά και λειτουργικά, λόγω της έλλειψης μαθητών -μετά και την ατελέσφορη προσπάθεια στα 1807 του αυστριακού Καρλ Ελλμάουερ να προσθέσει στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριό του "ιδιαίτερον τμήμα διά τους Γραικούς, τους από Βλαχίας και Μολδαβίας και εν γένει από τα ανατολικά της Ευρώπης ερχομένους νέους"- άρχισε να λειτουργεί συστηματικότερα για τα παιδιά και των δύο ελληνικών Κοινοτήτων από το 1815 προσελκύοντας πολλούς μαθητές, κυρίως από τους κύκλους των ελλήνων αυστριακών υπηκόων. Διαιρούνταν σε δύο τάξεις, με 4 κλάσεις η κάθε μία και είχε δύο δασκάλους. Η διάρκεια μαθημάτων κάθε τάξης ήταν τριετής και περιλάμβανε μαθήματα κοινής και αρχαίας ελληνικής γλώσσας, αριθμητικής, γεωγραφίας αλλά και γερμανικής γλώσσας με σκοπό την παροχή ελληνικής, ορθόδοξης και εμπορικής εκπαίδευσης, κατά το πρότυπο των περισσότερων σχολείων στις ελληνικές παροικίες.
Εκτός από τη μέριμνα για τη δημιουργία σχολείου και την παροχή οργανωμένης εκπαίδευσης στα παιδιά τους, οι Έλληνες της Βιέννης έχουν να επιδείξουν σημαντική κι εκτεταμένη πνευματική δραστηριότητα, κυρίως στο χώρο της τυπογραφίας και της έκδοσης ελληνικών βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών. Τα τυπογραφεία που συνδέθηκαν με την εκδοτική προσπάθεια των Ελλήνων της Βιέννης διακρίνονταν σε εκείνα που ανήκαν σε βιεννέζους τυπογράφους οι οποίοι τύπωναν και ελληνικά βιβλία και σε εκείνα που ιδρύθηκαν από έλληνες τυπογράφους στην αυστριακή πρωτεύουσα. Οι κυριότεροι Βιεννέζοι που τύπωναν ελληνικά ήταν: α) ο Θωμάς Τράτνερ, που άρχισε να τυπώνει ελληνικά βιβλία από τα μέσα του 18ου αιώνα και μαζί του συνεργάστηκαν προσωπικότητες, όπως ο Ιώσηπος Μοισιόδακας που εξέδωσε εκεί την Απολογία του (στα 1780) και τη Θεωρία της Γεωγραφίας (στα 1781) και ο Ρήγας Φεραίος για να εκδώσει το Φυσικής Απάνθισμα (στα 1790) και β) ο Ιωσήφ Βαουμάιστερ, κοντά στον οποίο εργάστηκαν οι κατοπινοί μεγάλοι έλληνες τυπογράφοι Γεώργιος Βεντότης και οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου.
Οι κυριότεροι έλληνες τυπογράφοι ήταν: α) ο Γεώργιος Βεντότης, ο οποίος ίδρυσε το τυπογραφείο του στα 1785 και συνεργαζόμενος με τον εκδότη Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη έφερε εις πέρας λαμπρές εκδόσεις μέσα στο πλαίσιο του πνεύματος του νεοελληνικού Διαφωτισμού, συγκαταλεγόμενος επίσης στους συνεργάτες του Ρήγα Φεραίου και β) οι σιατιστινοί αδελφοί Γεώργιος και Πούμπλιος Μαρκίδες Πούλιου, οι οποίοι ανέλαβαν το τυπογραφείο του Ιωσήφ Βαουμάιστερ, όταν αυτός κλήθηκε να διδάξει τους πρίγκιπες του αυστριακού θρόνου. Oι αδελφοί Πούλιου προέβησαν στην έκδοση της "Eφημερίδος", σημαντικού ελληνικού ειδησεογραφικού φύλλου που άρχισε να κυκλοφορεί στα 1790 και έπαψε βίαια στα 1797 με το κλείσιμο του τυπογραφείου μετά τη σύλληψη του Ρήγα, καθώς οι δύο αδελφοί ήταν από τους βασικούς συνεργάτες του Ρήγα. Aκόμη, στα 1784 ο Γεώργιος Bεντότης εξέδωσε στα ελληνικά άλλη "Eφημερίδα" η οποία, όμως, υπήρξε εξαιρετικά βραχύβια και μικρής εμβέλειας.
Στη Βιέννη, εκτός από τις παραπάνω δύο απόπειρες έκδοσης δημοσιογραφικού οργάνου στα ελληνικά, κυκλοφόρησαν και άλλες σημαντικές εφημερίδες, όπως οι "Ειδήσεις διά τα Ανατολικά μέρη" με εκδότες τον Ιωσήφ Φραγκίσκο Χαλλ και τον Ευφρόνιο Ραφαήλ Πόποβιτς. Η εφημερίδα άρχισε να εκδίδεται στα 1811 και είχε περιορισμένη χρονική και ουσιαστική εμβέλεια, ενώ στα 1812 έδωσε τη θέση της στον "Ελληνικό Τηλέγραφο" με εκδότη το Δημήτριο Αλεξανδρίδη, ανιψιό του 'Ανθιμου Γαζή. Ο "Ελληνικός Τηλέγραφος" αποδείχτηκε πολύ μακροβιότερη εφημερίδα, αφού κυκλοφόρησε ως το 1836 ενημερώνοντας τους αναγνώστες της για θέματα κυρίως οικονομικά και πολιτικά, ενώ από το 1817 εκδιδόταν παράλληλα και ο "Φιλολογικός Τηλέγραφος" ως συμπλήρωμα του κύριου φύλλου με θέματα φιλολογικά και πολιτισμικά.
Παράλληλα, κυκλοφόρησαν στην αυστριακή πρωτεύουσα και ελληνικά φιλολογικά περιοδικά, με κυριότερα τα εξής: α) "Ερμής ο Λόγιος" που άρχισε να εκδίδεται από τον 'Ανθιμο Γαζή στα 1811 και τερμάτισε την πορεία του με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης στα 1821. Ωστόσο, η κυκλοφορία του δεν υπήρξε απρόσκοπτη καθ' όλη αυτή τη διάρκεια, αλλά επηρεάστηκε από τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε το περιοδικό. Έτσι, με μειωμένα τεύχη κυκλοφόρησε το περιοδικό κατά τα έτη 1814, 1815 ενώ ήδη από το 1812 και ως το 1815 παρατηρούνταν επανειλημμένες αλλαγές των υπεύθυνων εκδοτών σε μια προσπάθεια εξεύρεσης οικονομικών πόρων και διάσωσης του περιοδικού, το οποίο έφτασε τελικά στην καλύτερη στιγμή του κατά την πενταετία 1816-1821. Η ύλη του περιοδικού -καθ' όλη τη διάρκεια της κυκλοφορίας του- συνδυάζοντας το ελληνικό με το ευρωπαϊκό στοιχείο περιλάμβανε φιλολογικές και πολιτισμικές ειδήσεις που θα συντελούσαν στη μετακένωση των ιδεών της δυτικής σκέψης και παιδείας στον ελληνικό κόσμο, ενώ η γλώσσα του προπαγάνδιζε τη χρήση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας. β) "Η Καλλιόπη" που εκδόθηκε ως αντίπαλο δέος στο Λόγιο Ερμή από τον Αθανάσιο Σταγειρίτη και κυκλοφόρησε από το 1819 ως το 1821 προορισμένη να καταστεί το όργανο των οπαδών του γλωσσικού αρχαϊσμού της εποχής.
Τέλος, τη Βιέννη επέλεξαν ως τόπο έκδοσης των βιβλίων τους πολλοί έλληνες λόγιοι προσπαθώντας να συντελέσουν στην πνευματική αφύπνιση του υπόδουλου Γένους. Ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Ρήγας Φεραίος, ο Πολυζώης Κοντός, ο 'Ανθιμος Γαζής, ο Νεόφυτος Δούκας είναι λίγοι μόνο από αυτούς που ήρθαν στην αυστριακή πρωτεύουσα για να εκδώσουν τα βιβλία τους ή να μεταφράσουν στα ελληνικά ξενόγλωσσα αξιόλογα έργα. Έτσι, από τα τυπογραφεία της Βιέννης κυκλοφόρησαν βιβλία θρησκευτικά, διδακτικά-εκπαιδευτικά, ημερολόγια, μεταφράσεις, εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων, θεατρικά έργα -πρωτότυπα ή σε μετάφραση- και ποιητικές συλλογές. Αυτή η εκδοτική δραστηριότητα κατέστησε τη Βιέννη την αξιολογότερη πνευματική εστία του ελληνισμού της εποχής, το "εργαστήριον της νέας των Γραικών φιλολογίας" κατά το χαρακτηρισμό του Κοραή.
Οι Έλληνες της Βιέννης μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων τους ανέπτυξαν και αξιόλογο φιλανθρωπικό έργο. Όντας πάμπλουτοι πολλοί από αυτούς διέθεσαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για την ίδρυση στη Βιέννη νοσοκομείων, πτωχοκομείων και ξενώνων για τη στέγαση των άπορων ομοεθνών τους, που έρχονταν να σπουδάσουν στα αυστριακά πανεπιστήμια. Πολλοί άφησαν επίσης γενναία κληροδοτήματα για τη συντήρηση των ιδρυμάτων αυτών ή ανέλαβαν και την προικοδότηση άπορων κοριτσιών. Έντονη ήταν και η μέριμνα για την ανέγερση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων παράλληλα με την ανέγερση σχολείων και ναών και στην υπόδουλη πατρίδα και ιδιαίτερα στις πόλεις καταγωγής των ελλήνων παροίκων. Παράλληλα, οικονομικά και κοινωνικά επιφανείς και ισχυρές οικογένειες, όπως η οικογένεια Σίνα, χρηματοδότησαν την κατασκευή δημόσιων έργων στη Βιέννη (π.χ. υδραγωγείο) κι ενίσχυσαν οικονομικά τη συντήρηση πανεπιστημιακών κτηρίων (π.χ. του Πολυτεχνείου).
Εκτός από το φιλανθρωπικό έργο μεμονωμένων περιπτώσεων ελλήνων παροίκων και οι ελληνικές Κοινότητες της Βιέννης ως σώμα άσκησαν οργανωμένη φιλανθρωπική δραστηριότητα προσφέροντας χρήματα για την ανακούφιση των φτωχών της πόλης, ενώ οι δύο ελληνικές εκκλησίες δημιούργησαν ειδικό ταμείο για τη βοήθεια των χηρών, των ορφανών και όλων γενικά των πασχόντων, τόσο ελλήνων όσο και αυστριακών.
Η Βιέννη απέβη αξιόλογο εμπορικό κέντρο ιδιαίτερα κατά το 18ο και 19ο αιώνα, καθώς η επίκαιρη θέση της μεταξύ της κεντρικής Ευρώπης και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο Δούναβης που κυλούσε δίπλα της της προσκόμιζαν σημαντικά οφέλη. Τα εμπορεύματα που προέρχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αποθηκεύονταν στη Βιέννη και από εκεί αποστέλλονταν στην υπόλοιπη Αυστρία, Γερμανία, βόρεια Ιταλία και Γαλλία. Επίσης, στην αυστριακή πρωτεύουσα λάμβαναν χώρα και δύο εμπορoπανηγύρεις κάθε χρόνο, οι οποίες προσέλκυαν πλήθος εμπόρων και προσέδιδαν ζωηρή εμπορική κίνηση στην πόλη. Τέλος, η Βιέννη διέθετε χρηματιστήριο και τράπεζα ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, πράγμα που διευκόλυνε πολύ τους εμπόρους στις συναλλαγές τους. Τα πλεονεκτήματα αυτά, σε συνδυασμό με τα προνόμια και τις διευκολύνσεις που η αψβουργική κυβέρνηση παραχωρούσε στους βαλκάνιους εμπόρους, οδήγησαν πλήθος ελλήνων εμπόρων στη Βιέννη ήδη από το τέλος του 17ου αιώνα.
Οι κυριότεροι χερσαίοι δρόμοι που χρησιμοποιούσαν οι έλληνες έμποροι στην πορεία τους από τα τουρκοκρατούμενα ελληνικά εδάφη προς τις αυστριακές επαρχίες ήταν οι εξής: α) Ο αυτοκρατορικός ή δρόμος της Κωνσταντινούπολης που ξεκινούσε από την Κωνσταντινούπολη και ακολουθώντας την κοιλάδα του Έβρου έφτανε στη Σόφια κι από εκεί συνέχιζε προς τα νοτιοδυτικά, περνούσε από το Πιρότ και το Βελιγράδι και διαμέσου του ποταμού Σάβο κατέληγε στο Σεμλίνο. Από εκεί κατευθυνόταν προς τον τελικό σταθμό της Βιέννης. Οι περισσότεροι έμποροι από τη δυτική Μακεδονία ακολουθούσαν μία διακλάδωση του δρόμου αυτού που ξεκινούσε από τη Νίσσα και κατευθυνόταν νότια ακολουθώντας την κοιλάδα του Μοράβα. β) Ο δρόμος της Μακεδονίας ή της Βοσνίας που ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη ένωνε τη Μακεδονία με τη Βοσνία, με ενδιάμεσους σταθμούς τα Σκόπια και το Σεράγεβο και τελικό προορισμό τη Βιέννη. γ) Ο δρόμος που ξεκινούσε από τη Θεσσαλονίκη και ακολουθούσε την κοιλάδα του Στρυμόνα σχηματίζοντας τη γραμμή Σέρρες-Σιδηρόκαστρο-Μελένοικο-Σόφια-Νίσσα-Βελιγράδι-Σεμλίνο. δ) Ο δρόμος των Σερρών που ξεκινούσε από τις Σέρρες και ακολουθώντας την κοιλάδα του Στρυμόνα έφτανε στη Στρώμνιτσα, από εκεί στα Σκόπια και τελικά στην πρωτεύουσα της αψβουργικής μοναρχίας.
Οι δρόμοι αυτοί ήταν σε πολλά σημεία δύσβατοι, έκλειναν σε περίπτωση κακοκαιρίας και συχνά τους λυμαίνονταν ληστές και κακοποιοί. Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις συνθήκες ανασφάλειας οι έλληνες έμποροι ταξίδευαν συνήθως σε κοινές πορείες, δηλαδή με τα λεγόμενα καραβάνια: σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο συγκεντρώνονταν πολλοί έμποροι από διάφορες περιοχές και ξεκινούσαν όλοι μαζί μεταφέροντας τα εμπορεύματά τους με υποζύγια -συνήθως άλογα, καμήλες και μουλάρια. Οι έμποροι αυτοί ήταν κατά κανόνα οπλισμένοι, ενώ στη διάρκεια του μακρινού ταξιδιού, το οποίο διαρκούσε ολόκληρους μήνες, σταματούσαν στα καραβάν-σεράγια και στα χάνια που βρίσκονταν κατά μήκος του δρόμου. Εκεί διανυκτέρευαν, τάιζαν τα ζώα τους, ανεφοδιάζονταν οι ίδιοι, ενώ συχνά προέβαιναν και σε εμπορικές συναλλαγές.
Οι έλληνες έμποροι χρησιμοποιούσαν επίσης και πλωτούς δρόμους με κύριο το Δούναβη που μετέφερε από τη Βιέννη μεγάλα πλοία με φορτία προς το νότο, τα οποία τα παραλάμβαναν οι έλληνες έμποροι και τα διαμετακόμιζαν μέσω των χερσαίων δρόμων στα λιμάνια της Αδριατικής.
Τα κυριότερα ανατολικά προϊόντα που εξήγαν οι έλληνες πραματευτές από τις τουρκοκρατούμενες πατρίδες τους προς τη Βιέννη ήταν: γουναρικά της Καστοριάς, νήματα (κόκκινα και λευκά), χαλιά της Μοσχόπολης, δέρματα Μακεδονίας και Ανατολής, βαμβάκι Σερρών, αλατζάδες και κρόκος Κοζάνης, κρασί Σιάτιστας και Νάουσας, μαχαίρια σμυρνιώτικα, καπνός, αλάτι, πιπέρι και άλλα μπαχαρικά, μεταξωτές κλωστές, ρύζι, όσπρια κ.ά. Κατά την επιστροφή τους στις πατρίδες τους μετέφεραν από την κεντρική Ευρώπη προϊόντα επεξεργασμένα, ρούχα, είδη πολυτελείας, μεταξωτά υφάσματα, αγγεία κρυστάλλινα και πορσελάνινα, γυναικεία κοσμήματα, καθρέφτες με επίχρυσα πλαίσια κ.ά.
Αρχικά οι έλληνες έμποροι ταξίδευαν οι ίδιοι μεταφέροντας και πουλώντας τα εμπορεύματά τους στην αυστριακή πρωτεύουσα. Σταδιακά όμως, οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στη Βιέννη και δημιούργησαν εμπορικές συντροφίες, όπου συνεταιριζόμενοι μερικοί έμποροι μεταξύ τους αναλάμβαναν κάποιοι την αγορά και άλλοι την προώθηση των εμπορευμάτων συμμετέχοντας από κοινού στα έξοδα και τα έσοδα. 'Αλλοι ίδρυσαν επίσης μεγάλους εμπορικούς οίκους με έδρα στη Βιέννη και υποκαταστήματα σε άλλες ευρωπαϊκές και βαλκανικές πόλεις (π.χ. οικογένεια Σίνα).
Οι κυριότεροι τρόποι που χρησιμοποιούσαν οι έλληνες έμποροι για τη διευκόλυνση του εμπορίου ήταν η ασφάλεια (σιγουριτά), η πληρωμή δηλαδή από τον έμπορο ενός ποσού σε μια ασφαλιστική εταιρεία ώστε σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του εμπορεύματος να λάβει τα χρήματά του από την εταιρεία, η πρόβλεψη (κομισιόν, commissione), δηλαδή η μεσιτεία ενός φίλου του εμπόρου προκειμένου να αγοραστεί και να πουληθεί το προϊόν, η συναλλαγματική (πόλιτζα ή καμβιάλα), όπου ένας έμπορος έβαζε τα χρήματα στον ένα τόπο ώστε να τα εισπράξει ο σύντροφός του σε κάποιον άλλο τόπο και η ομολογία (ομπλιγκατζιόνε), δηλαδή το γράμμα που πιστοποιούσε ότι ο έμπορος είχε δανειστεί από κάποιον χρήματα, όταν ο ίδιος δε διέθετε το απαιτούμενο κεφάλαιο. Τέλος, οι έμποροι διατηρούσαν ειδικά κατάστιχα, όπου κωδικοποιούσαν όλες τις εμπορικές τους δραστηριότητες για προσωπική τους διευκόλυνση. Παράλληλα, σημαντικοί λόγιοι έμποροι ανέλαβαν στη Βιέννη την έκδοση ειδικών εμπορικών εγχειριδίων με οδηγίες για την εύκολη διεξαγωγή του εμπορίου και τη σωστή κατάρτιση και συμπεριφορά του εμπόρου (π.χ. Σκριττούρα Δόππια και Χειραγωγός έμπειρος εις τα της πραγματείας... του Θωμά Δημητρίου και μια εμπορική πραγματεία του Αθανάσιου Ψαλίδα).
Εκτός από τις εμπορικές, οι Έλληνες επιδόθηκαν στη Βιέννη και σε τραπεζιτικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες -με εξέχον παράδειγμα την οικογένεια Σίνα-, αλλά και σε τυπογραφικές κι εκδοτικές προσπάθειες, με σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Το ελληνικό βιβλίο την εποχή αυτή -εποχή του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της πνευματικής αφύπνισης- γνώριζε μεγάλη ζήτηση και απέφερε σημαντικά κέρδη. Έτσι, οι έλληνες έμποροι επένδυαν κεφάλαια στην ίδρυση και τον εξοπλισμό των τυπογραφείων, χρηματοδοτούσαν τη μετάφραση ξένων κι έκδοση ελληνικών βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών κι ενίσχυαν την κυκλοφορία τους συγκαταλεγόμενοι στους συνδρομητές που προμηθεύονταν τα έντυπα αυτά.
Οι έλληνες έμποροι στη Βιέννη αποτελούσαν τους φορείς της νέας αστικής τάξης που εμφανίστηκε και ισχυροποιήθηκε την εποχή αυτή στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Συσσωρεύοντας υλικό πλούτο αναδείχτηκαν και κοινωνικά, έγιναν εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας, απέκτησαν τίτλους ευγενείας (π.χ. τον τίτλο του βαρόνου πήραν οι έμποροι Κωνσταντίνος Μπέλιος, Στέργιος Δούμπας, Γεώργιος Σίνας κ.ά.), ενώ πολλοί ανήλθαν και στη διοικητική ιεραρχία της χώρας (π.χ. οι Θεόδωρος Καραγιάννης και Νικόλαος Δούμπας εισήλθαν στην αυτοκρατορική βουλή ως βουλευτές) ή κατέλαβαν υψηλές θέσεις στα πανεπιστημιακά ιδρύματα της πόλης (π.χ. ο φιλόλογος Θ. Καραγιάννης διορίστηκε διευθυντής της Αυστριακής Ακαδημίας Βιέννης και της αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης).
Οι αστοί αυτοί ασπάστηκαν τις νέες φιλελεύθερες κι επαναστατικές ιδέες της εποχής και παρακολουθούσαν από κοντά τα πολιτικά τεκταινόμενα του κόσμου τους. Οι φιλολογικές, οικονομικές και πολιτικές συζητήσεις στα διάφορα καφενεία της Βιέννης όπου σύχναζαν, οι συγκεντρώσεις στα σπίτια και η επίδοση σε τυχερά παιχνίδια φαίνεται πως αποτελούσαν τις συνηθέστερες μορφές διασκέδασης για τους απόδημους αυτούς. Όσοι, όμως, είχαν πάρει την αυστριακή υπηκοότητα ή είχαν νυμφευτεί Αυστριακές φαίνεται πως αφομοιώνονταν σταδιακά όλο και περισσότερο από το ντόπιο περιβάλλον.
Ωστόσο, υπήρχαν ανάμεσα σε αυτούς τους έλληνες παροίκους και αρκετοί που ζούσαν με το όραμα της επιστροφής στην πατρίδα τους, όταν αυτή θα ήταν ελεύθερη, και αγωνίζονταν για το σκοπό αυτό υποστηρίζοντας οικονομικά την ανέγερση σχολείων και εκκλησιών και την αποστολή βιβλίων για την πνευματική αφύπνιση και επαναστατική προετοιμασία των συμπατριωτών τους. Πολλοί μάλιστα επέστρεψαν στους τόπους καταγωγής τους και έχτισαν εκεί ωραιότατα αρχοντικά σπίτια κατά το πρότυπο των ευρωπαϊκών, τα οποία εξόπλισαν με έπιπλα και διακοσμητικά αντικείμενα δυτικής μόδας και κατασκευής. Πολλά από αυτά σώζονται μέχρι σήμερα σε αρκετές πόλεις της δυτικής -κυρίως- Μακεδονίας.
Οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης βρήκαν πρόσφορο έδαφος διάδοσης μεταξύ των ελλήνων παροίκων της Βιέννης. Οι έλληνες διανοούμενοι της αυστριακής πρωτεύουσας ασπάστηκαν τις γαλλικές διακηρύξεις περί ισότητας, δημοκρατίας και ελευθερίας, διάβασαν και μετέφρασαν τα έργα των γάλλων διαφωτιστών -Montesqieu, Rousseau, Voltaire- και δημοσίευσαν στις ελληνικές εφημερίδες που εκδίδονταν στη Βιέννη τη γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Παράλληλα, η προσδοκία λυτρωτικής επέμβασης του Ναπολέοντα στην Ανατολή μετέφερε τον επαναστατικό προβληματισμό των Ελλήνων από το θεωρητικό στο πρακτικό επίπεδο και ώθησε πατριώτες, όπως ο Ρήγας, να επιδιώξουν προσωπική επαφή με το Βοναπάρτη. Τέλος, τα δημοκρατικά φυλλάδια με τον προγραμματικό τους χαρακτήρα και την κωδικοποίηση των επαναστατικών αρχών παρείχαν το πρότυπο για τη σύνταξη των δημοκρατικών πολιτευμάτων που οραματίζονταν κάποιοι λόγιοι της διασποράς, όπως ο Ρήγας.
Αποφασιστική υπήρξε η συμβολή των Ελλήνων της Βιέννης στην Ελληνική Επανάσταση και ιδιαίτερα στο στάδιο της ιδεολογικής και πρακτικής προετοιμασίας της. Τα ελληνικά βιβλία, οι εφημερίδες, οι ξένες μεταφράσεις που βγήκαν από τα ελληνικά τυπογραφεία της Βιέννης διοχετεύονταν και στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο, συμβάλλοντας στην πνευματική αφύπνιση και ιδεολογική εξοικείωση των υπόδουλων Ελλήνων με τις επαναστατικές ιδέες της εποχής. Την αυστριακή πρωτεύουσα, όμως, επέλεξε και ο Ρήγας Φεραίος για να εκδώσει το επαναστατικό του υλικό σχεδιάζοντας τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Στο τυπογραφείο των Μαρκίδων Πούλιου τύπωσε το επαναστατικό του μανιφέστο σε 3000 αντίτυπα, τους περίφημους χάρτες του και τη χαλκογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προοριζόμενα όλα να φτάσουν στην υπόδουλη πατρίδα. Επίσης, στη Βιέννη στρατολόγησε από τους εκεί εγκατεστημένους Έλληνες τους πρώτους συνεργάτες του, πολλοί από τους οποίους βρήκαν μαρτυρικό θάνατο μαζί του (Θ. Τουρούτζιας, Παν. και Ιωάννης Εμμανουήλ κ.ά.), ενώ γρήγορα ο κύκλος των οπαδών του περιέλαβε Έλληνες και από άλλες παροικίες για τη συνέχιση και ολοκλήρωση του έργου του.
Με τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας πολλοί Έλληνες της Βιέννης μυήθηκαν στους κόλπους της και αρκετοί κατατάχθηκαν στον Ιερό Λόχο του Υψηλάντη που καταρρακώθηκε στη μάχη του Δραγατσανίου (π.χ. Γεώργιος Λασσάνης), ενώ άλλοι μετέβησαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να αγωνιστούν εκεί. Οι ελληνικές Κοινότητες της Βιέννης υποστήριξαν οικονομικά την Επανάσταση στέλνοντας χρήματα κι εφόδια, αλλά προσέφεραν και ηθική συμπαράσταση υποδεχόμενες και περιθάλπτοντας γυναικόπαιδα από την επαναστατημένη Ελλάδα και αγωνιστές από άλλες χώρες που χρησιμοποιούσαν τη Βιέννη ως ενδιάμεσο σταθμό για τη μετάβασή τους στον ελληνικό επαναστατημένο χώρο.