Ασαφείς είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η πρώτη ομαδική εγκατάσταση Ελλήνων στο Λονδίνο στα μέσα του 17ου αιώνα. Ο Σάθας υποστηρίζει ότι εκατό περίπου οικογένειες Σαμίων και Μηλίων μετανάστευσαν στο Λονδίνο ύστερα από παρακίνηση και κάτω από την ηγεσία του αρχιεπισκόπου Σάμου Ιωσήφ Γεωργειρήνου, ενώ ο Ροδοκανάκης ότι έλληνες πρόσφυγες στην Ισπανία προσκλήθηκαν στην αγγλική πρωτεύουσα από τον πρόγονό του Κ.Ροδοκανάκη, ιατρό του βασιλιά. Και οι δύο ωστόσο δεν προσκομίζουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο ενώ έχει διατυπωθεί και μια τρίτη άποψη από τον ιστορικό Alan Haynes ο οποίος θεωρεί ότι η πρώτη αυτή εγκατάσταση ήρθε ως αποτέλεσμα του εμπορίου κρασιού και υφασμάτων που διεξαγόταν μεταξύ Κρήτης και Αγγλίας. Ο,τι και να συνέβη πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι στους πρώτους έλληνες μετανάστες παραχωρήθηκαν οικόπεδα να χτίσουν σπίτια στην περιοχή Soho Fields.
Η ανέγερση της πρώτης ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας του Λονδίνου οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις ενέργειες του αρχιεπισκόπου Σάμου, Ιωσήφ Γεωργειρήνου. Κατάφερε να εξασφαλίσει την έγκριση αλλά και τη χρηματική ενίσχυση από τον επίσκοπο του Λονδίνου, το βασιλιά της Αγγλίας καθώς και από λονδρέζους ευγενείς ώστε στις 10 Μαίου του 1677 να εορταστούν τα εγκαίνια του ναού της Kοιμήσεως της Θεοτόκου. Η εκκλησία όμως αυτή δεν κατάφερε να λειτουργήσει πάνω από έξι χρόνια λόγω οικονομικών δυσχερειών. Κατασχέθηκε σχεδόν δια της βίας από την ενορία του Αγίου Μαρτίνου και παραχωρήθηκε στους γάλλους Oυγενότους (1682) ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα οι Ελληνες κάλυπταν τις θρησκευτικές τους ανάγκες στη ρώσικη εκκλησία. Στα 1837 αποφάσισαν να μετατρέψουν σε εκκλησία αφιερωμένη στο Σωτήρα, μια αποθήκη ενός μεγάλου κτηριακού συγκροτήματος στην περιοχή Finsbury Circus ενώ στα 1849 ανήγειραν νέο ναό στην Wintsester street του London Wall. Τέλος πολύ αργότερα, στα 1881, χτίστηκε και τρίτη εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Σοφία, στη συνοικία Bayswater.
Η οργάνωση των Ελλήνων του Λονδίνου σε Kοινότητα έγινε το 1837 και η πρώτη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1839. Απαρτιζόταν από τα ευπορότερα μέλη της παροικίας, στην πλειοψηφία τους Χιώτες, και από τις πρώτες αποφάσεις που έλαβε ήταν πως κάθε Έλληνας που ήθελε να κάνει χρήση της εκκλησίας για την τέλεση π.χ. του γάμου του, έπρεπε να πληρώνει τακτικές εισφορές.
Για την περίοδο πριν το 1821 δε διαθέτουμε ασφαλείς πληροφορίες σχετικά με τη δημογραφική σύνθεση της παροικίας. Σίγουρα πάντως δεν ήταν μεγάλη καθώς τα μέλη της δύσκολα ξεπερνούσαν τις δύο εκατοντάδες ενώ η μεγάλη πλειοψηφία ήταν άνδρες. Περισσότερες γυναίκες ήρθαν μετά το 1830 πράγμα που ανέβασε αισθητά και τον αριθμό των γάμων μεταξύ συνήθως αντρών σε ώριμη ηλικία και γυναικών πολύ νεότερών τους. Τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν υπήρχε μεγάλη θνησιμότητα τόσο ανδρών όσο και γυναικών στην ελληνική παροικία, η οποία στο αποκορύφωμά της γύρω στα 1871 έφτασε να αριθμεί εξακόσια μέλη.
Ελληνικό σχολείο στο Λονδίνο λειτούργησε πολύ αργότερα από την περίοδο που μας ενδιαφέρει, στο διάστημα 1870-83. Μέχρι τότε το ρόλο του αναπλήρωναν ιδιωτικοί δάσκαλοι. Αξιοσημείωτη ήταν η προσπάθεια του Dr. B.Woodroffe, ανώτερου εκκλησιαστικού αξιωματούχου της Προτεσταντικής εκκλησίας να μετατρέψει το κολλέγιο Gloucester της Οξφόρδης σε σχολείο για έλληνες σπουδαστές (1694-1705). Σε συνεργασία με τον έλληνα ιερέα Ιερεμία Γερμανό κατάρτισαν πρόγραμμα μαθημάτων, έπεισαν τη Levant Company να παράσχει υποτροφίες και ήρθαν σε επαφή με τον Πατριάρχη Καλλίνικο Β. Η ανταπόκριση όμως υπήρξε ελάχιστη. Λιγότεροι από δέκα μαθητές στάλθηκαν από τη Σμύρνη ενώ μάλλον κανένας από την ελληνική παροικία. Οι πρώτοι σε λίγο καιρό επέστρεψαν στην Ελλάδα ενώ ο Dr. B.Woodroffe που είχε ξοδέψει τόσα χρήματα γι'αυτό το σκοπό βρέθηκε στη φυλακή για χρέη.
Το Λονδίνο δεν υπήρξε ποτέ πολιτισμικό κέντρο του νεότερου ελληνισμού όπως π.χ. η Βενετία ή η Βιέννη. Ωστόσο ένας μεγάλος αριθμός ελλήνων λογίων πέρασε μια μεγάλη περίοδο της μόρφωσής τους εκεί. Ο Γ.Ερμώνυμος, ο Α.Κάλλιστος, ο Ν.Νούκιος, ο Μ.Κριτόπουλος που ήρθε για σπουδές αλλά και ως απεσταλμένος του Κύριλλου Λούκαρη προκειμένου να διερευνήσει τις δυνατότητες ένωσης με την εκκλησία της Αγγλίας, ο Ν.Μεταξάς που ίδρυσε και τυπογραφείο, ο Ν.Κονόπιος, ο οποίος συμφωνα με μια παράδοση ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την καφεποσία στην Αγγλία, ο Λ.Φιλαράς, ο Ε.Τιμόνης, ο Φ.Προσαλέντης κ.α. Τέλος αξίζει να αναφερθεί κανείς και στην προσπάθεια που έγινε στο Λονδίνο το1819 να εκδοθεί περιοδικό με τίτλο "ΙΡΙΣ ή ΤΑ ΝΥΝ ΕΛΛΗΝΙΚΑ" και με σκοπό τη "μετακένωση" όλων των καλών που συμβαίνουν στη "σοφή Ευρώπη" και ιδιαιτέρως στη Βρετανία στον υπόδουλο ελληνισμό. Δυστυχώς όμως δεν καρποφόρησε.
Οι πληροφορίες μας για τις οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων της παροικίας στο 17ο και 18ο αιώνα είναι πενιχρές. Υπήρχαν μερικοί έμποροι σταφίδας που την έφερναν μέσω Ζακύνθου και Κεφαλληνίας από την Πελοπόννησο και κάποιοι άλλοι εμπορευόμενοι καθώς και τραπεζίτες όπως ο Ι.Χρυσοβελώνης. Χρυσός αιώνας όμως για τους Ελληνες της Αγγλίας θα αποβεί ο 19ος.
Η περιορισμένης έκτασης ελληνική παροικία του Λονδίνου "μπολιάστηκε" με νέα δυναμικά στοιχεία. Ενας σημαντικός αριθμός Ελλήνων εμπόρων πήγε στην Αγγλία στα τέλη της δεκαετίας του 1810 και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθαρωτικού αγώνα του 1821. Με προεξάρχουσα ομάδα τους Χιώτες, που το νησί τους πλέον είχε καταστραφεί, αλλά και Σμυρνιοί και Κωνσταντινουπολίτες και νησιώτες ακολούθησαν τους δρόμους που έπαιρνε το εμπόριο της εποχής και ίδρυσαν υποκαταστήματα στο Λονδίνο και στην υπόλοιπη δυτική Ευρώπη. Παλιοί μαθητές οι περισσότεροι απ'αυτούς δυτικοευρωπαίων εμπόρων της Ανατολής ακολούθησαν το παράδειγμα των δασκάλων τους, τους ξεπέρασαν και εκμεταλλευόμενοι τις συγκρούσεις τους έφτασαν σε τέτοιο βαθμό ευρωστίας ώστε να κατέχουν γύρω στα 1850 περίπου εξήντα εμπορικούς οίκους σ'ολόκληρη την Αγγλία με σημαντικότερο τον οίκο των αδελφών Ράλλη.
Ο δρόμος που ένωνε την Αγγλία με την Ανατολή ήταν θαλάσσιος ενώ σημαντικότεροι σταθμοί ήταν όλα τα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου: η Μασσαλία, το Λιβόρνο, η Τεργέστη κ.α. Πολλοί από τους εμπόρους, Χιώτες κυρίως, έχοντας επενδύσει και στον τομέα της ναυτιλίας, ήταν και πλοιοκτήτες οπότε χρησιμοποιούσαν τα δικά τους καράβια ως μέσο μεταφοράς. Ο συνδυασμός εμπορίου και ναυτιλίας ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που συντέλεσαν στην οικονομική τους επιτυχία. Τα προιόντα που μετέφεραν από την ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα ήταν δημητριακά, μαλλί, βαμβάκι, λιναρόσπορος κ.α., ενώ την αντίθετη κατεύθυνση έπαιρναν κυρίως υφάσματα, νήματα και αποικιακά προιόντα.
Οι έμποροι ήταν οργανωμένοι σε συλλογικές εταιρείες, η έδρα των οποίων βρισκόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα υποκαταστήματα στα λιμάνια της Μεσογείου και σε άλλα εμπορικά κέντρα. Ο οίκος π.χ. των αδερφών Ράλλη είχε έδρα στην Κωνσταντινούπολη και υποκαταστήματα στο Λονδίνο, το Μάντσεστερ, στο Λίβερπουλ, την Οδησσό, τη Μασσαλία, την Τραπεζούντα και αλλού. Οι συνέταιροι ήταν ίσοι μεταξύ τους, είχαν δικαίωμα υπογραφής, ήταν νομικά ανεξάρτητοι και συνεννοούνταν ανταλλάσσοντας πληροφορίες ώστε να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους. Δημιουργούνταν έτσι ένα πανμεσογειακό κλειστό εμποροναυτιλιακό δίκτυο με κοινή εμπορική στρατηγική. Επιπλέον η συγγένεια και ο κοινός τόπος καταγωγής δημιουργούσε δεσμούς εμπιστοσύνης μεταξύ τους. Ιδιαίτερα στις χιώτικες οικογένειες, η δύναμή τους βασίστηκε στην ισχυρή συνεκτικότητά τους και στις ενδογαμίες. Προκειμένου να διατηρηθεί η επιχείρηση εντός οικογενειακού πλαισίου παντρεύονταν μεταξύ τους θείοι με ανιψιές, ξαδέρφια κλπ., ενάντια φυσικά στους κανόνες της ελληνικής ορθοδοξίας.Τέλος η συνήθης τακτική των Ελλήνων εμπόρων να αγοράζουν τα προιόντα κατευθείαν από τους παραγωγούς στην ενδοχώρα της Μαύρης Θάλασσας και της ανατολικής Μεσογείου αποφεύγοντας τους μεσάζοντες καθώς και η προώθηση των εμπορευμάτων τους στην Αγγλία μέσω του Βαλτικού Κέντρου, που ιδρύθηκε στα 1823, ελαχιστοποιούσε τις πιθανότητες απώλειας ή ζημιάς.
Από το 1850 και έπειτα ενεργός ήταν η συμμετοχή πολλών Ελλήνων του Λονδίνου (π.χ. Ράλληδες, Ροδοκανάκηδες) σε τραπεζιτικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες.
Οι Ελληνες του Λονδίνου όπως συνέβαινε και με άλλες κοινότητες της διασποράς δεν αναμιγνύονταν εύκολα με τον ντόπιο πληθυσμό ιδιαίτερα τον 17ο,18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα. Εμεναν σε ξεχωριστές ελληνικές συνοικίες στα Soho Fields αρχικά, στο Finsbury Circus στη συνέχεια, συναναστρέφονταν μεταξύ τους, απέφευγαν τη συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις της αγγλικής πρωτεύουσας και προσπαθούσαν να διατηρήσουν την πολιτισμική και θρησκευτική τους ταυτότητα συσπειρωμένοι γύρω από την ελληνική εκκλησία. Οπως μαθαίνουμε από το μυθιστόρημα του Δ.Βικέλα "Η ζωή μου", ζούσαν σε στενά και ταπεινά δωμάτια δίπλα ή πάνω από τα γραφεία τους και προσπαθούσαν να μειώνουν τα έξοδα τους και να στερούνται τις πολυτέλειες. Αργότερα όμως, ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής, τα πράγματα άλλαξαν. Η οικονομική ευρωστία κυρίως αλλά και η διαρκής συναναστροφή με τους ντόπιους προκάλεσαν νοοτροπιακές μεταβολές. Πρώτος ο Π.Ράλλης, ο "Δίας" της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου εγκατέλειψε το μελαγχολικό Finsbury Circus και έχτισε καινούριο πολυτελές σπίτι στο Bayswater. Η πλειοψηφία των επιτυχημένων συναδέλφων του ακολούθησαν το παράδειγμά του ενώ πλέον τους συναντούμε να συμμετέχουν σε κοσμικά γεγονότα όπως πρεμιέρες θεατρικών παραστάσεων, δεξιώσεις, πάρτι κλπ., οπότε φυσικά προσαρμόζονται και στις ενδυματολογικές απαιτήσεις της αγγλικής πρωτεύουσας.
Η έναρξη της Eλληνικής Eπανάστασης του 1821 δε φάνηκε να ταράζει τη ζωή της ελληνικής παροικίας. Η συμμετοχή στο φιλελληνικό κομιτάτο του Λονδίνου υπήρξε φτωχότατη. Δεν έχουμε πληροφορίες για προσφορά χρημάτων, όπλων ή εφοδίων εκ μέρους Ελλήνων ενώ γνωρίζουμε μόνο ένα όνομα Χιώτη του Λονδίνου που έφυγε εθελοντής για τον πόλεμο,τον Α.Κοντόσταυλο. Αντιθέτως η επιφανέστερη οικογένεια της ελληνικής παροικίας, οι Ράλληδες, φαίνονται αναμεμιγμένοι στη σκανδαλώδη διαχείρηση των αγγλικών δανείων προς την Ελλάδα τα οποία πρόσφεραν ευκαιρία για κερδοσκοπική δραστηριότητα.