Στα χρόνια μετά την 'Αλωση του 1453 συναντούμε ομάδες Ελλήνων σκορπισμένες σε διάφορες πόλεις της Ισπανίας. Στο Τoledo και το Valladolid έχουν καταφύγει πολλοί κάτοικοι της Εύβοιας μετά την κατάληψη της Χαλκίδας από τους Οθωμανούς (1470). Μια ομάδα ευγενών φυγάδων (π.χ. ο κερκυραίος Γ. Διπλοβατάτζης) αναφέρεται να συμμετέχει στον αγώνα του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας εναντίον των Αράβων της Γρανάδας. Στη Σεβίλη βρίσκουμε από τις αρχές του 16ου αιώνα κρητικούς ναυτικούς να συμμετέχουν στις επιχειρήσεις των conquistadores. Σημαντική ελληνική παρουσία εντοπίζεται επίσης στα πεζικά και ναυτικά μισθοφορικά σώματα του ισπανικού στρατού. Ιδιαιτέρως διακρίθηκαν οι Έλληνες (καθώς και οι Αλβανοί) στα τάγματα ελαφρού ιππικού, ώστε αυτά συχνά να αναφέρονται στα έγγραφα ως σώματα "de griegos". Στη συνεργασία, τέλος, ισπανών ουμανιστών και ελλήνων λογίων που ταξίδεψαν στην Ισπανία οφείλεται και η δημιουργία της συλλογής ελληνικών χειρογράφων στη βιβλιοθήκη του Escorial. Μερικά γνωστά ονόματα είναι του Ν. Τουριανού, του Ν. Σοφιανού, του Δ. Δούκα κ.ά., οι οποίοι είτε στάλθηκαν στην Ανατολή σε αποστολή ανεύρεσης πολύτιμων χειρογράφων είτε εργάστηκαν στην Ισπανία ως αντιγραφείς κωδίκων και καλλιγράφοι. Σ' αυτή τη χώρα βρήκε το δρόμο του επίσης, ως γνωστό, και ο μεγάλος έλληνας καλλιτέχνης Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.
Οργανωμένη ελληνική παροικία στην Iβηρική θα συναντήσουμε μόνο στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στο Port-Mahon της Μινόρκας, το οποίο βέβαια εκείνη την περίοδο βρέθηκε διαδοχικά υπό αγγλική, γαλλική και πάλι αγγλική κατοχή.
Στις 7 Νοεμβρίου 1745 ο στρατηγός Wynyard, διοικητής της Μινόρκας, υπέβαλε στο Privy Council του αγγλικού στέμματος πρόταση του πρίγκιπα Scherbatov να γίνουν δεκτοί προς εγκατάσταση στο νησί μερικοί έλληνες έμποροι που επιθυμούσαν να αποκτήσουν τη βρετανική υπηκοότητα, με τον όρο όμως να τους παραχωρηθούν όλα τα προνόμια των βρετανών υπηκόων της Μινόρκας καθώς και η ελευθερία να εξασκούν τη λατρεία τους και η άδεια να χτίσουν εκκλησία και νεκροταφείο. Το συμβούλιο του βασιλιά με απόφασή του στις 28 Νοεμβρίου 1745 παραχωρεί τα ζητηθέντα προνόμια.
Ωστόσο Η αντίδραση του καθολικού κλήρου που απαγόρευσε στους ντόπιους να πουλούν υλικά στους Έλληνες καθυστέρησε την εκτέλεση της απόφασης του 1745 περί παραχώρησης προνομίων στους Έλληνες. Χρειάστηκε νέα αυστηρότερη διαταγή του αγγλικού ανακτοβουλίου (Ιούνιος 1749) ώστε αυτή να εφαρμοστεί. Έτσι, τον Απρίλιο του 1752 μαθαίνουμε ότι η ορθόδοξη εκκλησία στη Μινόρκα ήταν έτοιμη, βρισκόταν στο Cale de Cos de Gracia και ετιμάτο στο όνομα του Αγίου Νικολάου ενώ διοικητικά δεν εξαρτιόταν από την Κωνσταντινούπολη αλλά από τη Ρωσική Σύνοδο. Ως εφημέριος διορίστηκε ο γνωστός από το προπαγανδιστικό υπέρ της ρωσικής πολιτικής έργο που συνέταξε, τον Αγαθάγγελο, Θεόκλητος Πολυείδης. Η εκκλησία λειτούργησε κανονικά όλα τα χρόνια και έκλεισε μόνο στα 1782, όταν το νησί πέρασε πάλι στα χέρια των Ισπανών κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αμερικής (1778-1783), οπότε τοποθετείται και το τέλος της ελληνικής παροικίας.
Πληροφορίες για τα δημογραφικά στοιχεία της παροικίας αντλούμε από τα έγγραφα του γάλλου πρόξενου στη Σμύρνη Peyssonel, ο οποίος αναφέρει ότι ως τα 1752 δεν υπήρχαν στη Μινόρκα παρά περίπου δεκαπέντε ελληνικές οικογένειες από την Κρήτη και το Μοριά. Γύρω στα 1754 όμως ο αριθμός των Ελλήνων είχε ανέβει σε εξακόσιους και οι τόποι προέλευσης ήταν η Πάτμος, η Κέρκυρα, η Κεφαλονιά, η Κορσική και το Μεσολόγγι. Όταν το νησί έπεσε προσωρινά στα χέρια των Γάλλων (1756-1763) οι Έλληνες διώχτηκαν από τη Μινόρκα, ενώ από κάποιες σκόρπιες πληροφορίες συμπεραίνουμε ότι, όταν οι 'Αγγλοι την ανακατέλαβαν, επιχείρησαν να τους επαναφέρουν. Η δεύτερη αυτή παραμονή έληξε με το τέλος της αγγλικής κατοχής (1782).
Η αρχική εγκατάσταση ελλήνων εμπόρων και ναυτικών στο Port-Mahon εντασσόταν μέσα στο πλαίσιο του αγγλογαλλικού ανταγωνισμού και δεν ήταν παρά ένα ελάχιστο σημείο στη γενική πολιτική της Αγγλίας για τη στερέωση της βρετανικής θαλασσοκρατορίας. Οπαδοί του φιλελεύθερου εμπορίου οι 'Αγγλοι συνεργάστηκαν εξ αρχής με τα ιθαγενή στοιχεία της Ανατολής και κυρίως με τους Έλληνες προκειμένου να υπονομεύσουν τη γαλλική πολιτική στη Μεσόγειο. Στα πρόθυρα του Επταετούς Πολέμου (1756-1763), οπότε κορυφωνόταν η σύγκρουση μεταξύ των δύο δυνάμεων, αποφάσισαν να μεταφέρουν κάποιους από αυτούς στη Μινόρκα, προχωρημένη βάση για τον αγγλικό στόλο πριν από τη Μάλτα, παρατηρητήριο και σημείο ελέγχου των θαλάσσιων δρόμων της Γαλλίας και της Ισπανίας. Ταυτόχρονα, ευνοϊκή στάση απέναντι στο γεγονός της εγκατάστασης ελλήνων ναυτικών στο Port-Mahon τήρησε και η Ρωσία, σύμμαχος της Αγγλίας εκείνα τα χρόνια ενάντια στον κοινό εχθρό, τη Γαλλία με την παραδοσιακή φιλοτουρκική πολιτική της.
Η συμβολή των Ελλήνων της Μινόρκας υπήρξε πραγματικά πολύτιμη στην ανάπτυξη του αγγλικού εμπορίου. Ταυτόχρονα, ζήτησαν και πέτυχαν από την αγγλική κυβέρνηση το προνόμιο της παραγωγής αλατιού και μάλιστα τους παραχωρήθηκαν με μικρό νοίκι τα κατάλληλα παραλιακά οικόπεδα. Επίσης ασχολήθηκαν με το ψάρεμα, ιδιαίτερα του τόνου, ενώ έχουμε πληροφορίες και για σημαντική παραχώρηση κτημάτων σ' αυτούς εκ μέρους του αγγλικού στέμματος, κτημάτων που απέφεραν αξιόλογα εισοδήματα.
Ιδιαίτερα χρήσιμοι στάθηκαν οι έλληνες ναυτικοί της Μινόρκας στον πειρατικό πόλεμο ανάμεσα σε Αγγλία και Γαλλία, καθώς πολύ εύκολα μπορούσαν να μεταβληθούν σε κουρσάρους, όπως άλλωστε και όλοι οι ναυτικοί της εποχής τους. Στην υπηρεσία του αγγλικού στόλου προκάλεσαν επανειλημμένα ζημιές σε γαλλικά πλοία, όπως συμπεραίνουμε από τις προξενικές γαλλικές εκθέσεις της Ανατολής που είναι γεμάτες με πληροφορίες γι' αυτούς τους κουρσάρους που αναφέρονται με το όνομα Angligrecs. Η δράση τους εκτείνεται σε όλο το διάστημα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Επταετή Πόλεμο ενώ γνωστά μας είναι και κάποια ονόματα ελλήνων καπεταναίων από το Port-Mahon όπως ο Ν. Γεράκης, ο κουρσάρος Παναγιώτης, ο κουρσάρος Λουκάς κ.ά. Όπως μαθαίνουμε από τα έγγραφα του Privy Council, ενεργό μέρος έλαβαν επίσης και στην υπεράσπιση του φρουρίου του Αγίου Φιλίππου, το οποίο προστατεύει το λιμάνι της Μινόρκας, το 1756 κατά την πολιορκία από τους Γάλλους. Τέλος, το Port-Mahon παραχωρήθηκε ως ναυτική βάση στους Ρώσους κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου επί Αικατερίνης Β' (1768-1774) και οι έλληνες ναυτικοί, που ακόμη υπήρχαν εκεί, υποστήριξαν τα ρωσικά συμφέροντα.