Η ύπαιθρος στους Πρώιμους Bυζαντινούς
χρόνους: χρήση γης και περιβάλλον
Σύμφωνα
με το σύγγραμμα του 4ου αιώνα Expositio totius mundi
et gentium η γεωργία αποτελούσε την οικονομική βάση
πολλών επαρχιών: η Μικρά Ασία, η Συρία και η Παλαιστίνη εξήγαν
κρασί και ελαιόλαδο. Η Αίγυπτος, η Σικελία, η Θεσσαλία και
η Θράκη ήταν οι σιτοβολώνες της αυτοκρατορίας. Το κρασί και
το ελαιόλαδο συχνά παράγονταν σε άγονες ακριτικές περιοχές.
Στα άγονα τοπία της Παλαιστίνης, δηλαδή στην έρημο Ναγέβ (Negev),
στη Σαμάρεια (Samaria) και στο Γκολάν (Golan), εκτεταμένοι λίθινοι τοίχοι, πεζούλια και κινστέρνες
εξασφάλιζαν τη μέγιστη χρήση γης και την καλύτερη διαφύλαξη
του νερού.
Ομοίως, η ασβεστολιθική οροσειρά του Βήλου στη βόρεια
Συρία φέρει τα λείψανα μίας ευημερούσας αγροτικής κοινωνίας.
Εδώ, η ανάπτυξη σημειώθηκε σε χωριά με καλοχτισμένα σπίτια
και εντυπωσιακές εκκλησίες. Αν και οικονομικά εξαρτώμενα από τις πόλεις,
όπου διέθεταν τα προϊόντα τους, τα χωριά επηρεάστηκαν ελάχιστα
από τη γρήγορη παρακμή της αστικής ζωής, στα τέλη του 6ου
αιώνα. Πράγματι, ο πληθυσμός στην οροσειρά του Βήλου εξακολούθησε να
ευημερεί για μεγάλο διάστημα, αφότου η Αντιόχεια και η Απάμεια
είχαν καταστραφεί από πυρκαγιές, σεισμούς και πολέμους. Το
Χαουράν (Hauran, στη νότια Συρία), η Κιλικία και η Λυκία (στη νότια Μικρά
Ασία) δείχνουν μία παράλληλη εξέλιξη, με χωριά ακόμα πυκνοκατοικημένα
στον 6ο αιώνα, τα οποία σταδιακά εγκαταλείπονται το αργότερο
ως το 10ο αιώνα.
Αρχαιολογικές μαρτυρίες για τη χρήση γης στις ανατολικές
επαρχίες προέρχονται
κυρίως από αυτές τις ακριτικές περιοχές. Λιγότερα στοιχεία είναι γνωστά
για τις εύφορες πεδιάδες που καλλιεργήθηκαν χωρίς διακοπή
για πολλούς αιώνες, στις οποίες μάλιστα σχεδόν κανένα ορατό κτίσμα δε
διασώζεται. Είναι πιθανόν ότι το μεγαλύτερο μέρος της εύφορης
γης καταλάμβαναν μεγάλα αγροκτήματα (επαύλεις) που καλλιεργούνταν
από μισθωτούς γεωργούς, σε αντίθεση με τους μικρούς γαιοκτήμονες και
ελεύθερους γεωργούς των πιο απομακρυσμένων περιοχών. Πολλές
προαστιακές επαύλεις στις ανατολικές επαρχίες πράγματι
σχετίζονταν με την εκμετάλλευση των αγροκτημάτων. Ταπεινές σε σύγκριση με τις πολυτελείς αγροτικές επαύλεις
στη ρωμαϊκή Δύση βρίσκονταν σχετικά κοντά στις πόλεις και
τις επισκέπτονταν εποχικά οι αριστοκράτες ιδιοκτήτες τους
που επιθυμούσαν να επιθεωρήσουν τα κοπάδια και τις φυτείες
τους, να κυνηγήσουν ή να ξεφύγουν από τη ζέστη της πόλης
το καλοκαίρι. Οι επαύλεις στα προάστια παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά
με τα αστικά μέγαρα.
Οι κατοικίες των
χωρικών ήταν φυσικά πιο απλοϊκές. Συνήθως απαρτίζονταν
από δωμάτια, σε πολλαπλά επίπεδα, που ήταν διαταγμένα
γύρω από μία εσωτερική αυλή: ενδιαιτήματα, αποθηκευτικοί χώροι,
σταύλοι και μερικές φορές ένα ελαιοτριβείο ή σταφυλοπιεστήριο.
Τα πιο κομψά σπίτια είχαν βεράντες, διπλά παράθυρα και περίστυλες
αυλές, αλλά ακόμα κι αυτά δε διέθεταν ανέσεις, όπως λουτρά
και θέρμανση.
Στην Κιλικία, τη Συρία, την Παλαιστίνη και την
Ιορδανία τα ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία τεκμηριώνουν αρκετά καλά το αγροτικό περιβάλλον. Τα χωριά απαρτίζονταν από ακανόνιστα συγκροτήματα κατοικιών, με στενούς και χωρίς πλακόστρωση δρόμους και
λίγα έως καθόλου δημόσια κτήρια (συνήθως μία εκκλησία ή συναγωγή). Τα σπίτια ήταν στέρεα χτισμένα από τοπικό λίθο με την τεχνική
της ξερολιθιάς. Λίθινα ανάγλυφα κοσμούσαν τις προσόψεις και
πλαισίωναν τις εξώπορτες και τα παράθυρα. Ένα άλλο τυπικό
χαρακτηριστικό ήταν η λίθινη οροφή, κατασκευασμένη από ορθογώνιες
πλάκες που υποστηρίζονταν από τόξα ή δοκούς. Οι τελευταίοι
ακουμπούσαν σε λίθινα φουρούσια που προεξείχαν από τους τοίχους.
|