ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Eισαγωγή     Tοπογραφία     Eκκλησίες     Aγία Σοφία

Tοπογραφία της Bασιλεύουσας
  Το 324, ο Κωνσταντίνος Α' (307-337) αποφάσισε να μεταφέρει την έδρα του στο Βυζάντιο, μία αρχαία μεγαρική αποικία ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και τη Θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίς). Η πόλη βρισκόταν σε μία φυσικά οχυρωμένη θέση που περιβαλλόταν από θάλασσα και διέθετε δύο λιμάνια προς την πλευρά του Χρυσού Κέρατος. Ο Κωνσταντίνος κατασκεύασε ένα τείχος στο δυτικό όριο της πόλης, διαπλάτυνε τους υπάρχοντες δρόμους, επέκτεινε τον ιππόδρομο, πολλαπλασίασε τους δημόσιους χώρους, που τους διακόσμησε με αγάλματα και αψίδες, και πρόσθεσε ένα τεράστιο αυτοκρατορικό ανάκτορο και λίγες εκκλησίες, όπως της Αγίας Ειρήνης και των Αγίων Αποστόλων.
  Η σημαντική επέκταση της Κωνσταντινούπολης στις δεκαετίες που ακολούθησαν τα εγκαίνιά της (330) πιστοποιείται από τον αυξανόμενο αριθμό των φόρων, των μνημείων και των μεγάρων, από το νέο της λιμάνι και από τα διπλά χερσαία τείχη (413) που χτίστηκαν επί Θεοδοσίου Β' (408-450).
  Πηγές του 5ου αιώνα αναφέρουν 52 κιονοστοιχίες, 4 φόρους, 2 θέατρα κι επιπλέον τον ιππόδρομο, 322 δρόμους, 5 αυτοκρατορικά και 9 πριγκιπικά ανάκτορα, 4388 μέγαρα, 8 δημόσια και 153 ιδιωτικά λουτρά, 14 εκκλησίες και 5 σιταποθήκες, όλα εντός των τειχών του Κωνσταντίνου. Η Μέση ήταν ο βασικός εμπορικός δρόμος της πόλης και μία σημαντική αρτηρία για τις αυτοκρατορικές πομπές και τους θριάμβους.
  Εκτεινόταν από το Μίλλιο, το πρώτο ορόσημο της αυτοκρατορίας, κοντά στην Αγία Σοφία και τον ιππόδρομο, μέχρι το φόρο του Κωνσταντίνου, του Θεοδοσίου (Ταύρου), του Άμαστρη, του Βοός και του Αρκαδίου. Πέρα από αυτό το σημείο, η Μέση εκτεινόταν παράλληλα με την ακτή μέχρι που έφτανε στη Χρυσή Πύλη, την κύρια πύλη του τείχους του Θεοδοσίου, απ' όπου οι θριαμβευτές αυτοκράτορες εισέρχονταν επίσημα στην πόλη. Αμέσως μετά το φόρο του Θεοδοσίου, σε ένα σταυροδρόμι γνωστό ως Φιλαδέλφειο, η Μέση διακλαδωνόταν και ένα σκέλος της οδηγούσε με κατεύθυνση βορειοδυτική προς το ναό των Αγίων Αποστόλων, το αυτοκρατορικό μαυσωλείο.
  Από την Προποντίδα μέχρι το Χρυσό Κέρας η πόλη προστατευόταν από ογκώδεις χερσαίες οχυρώσεις, που περιλάμβαναν ένα εσωτερικό τείχος με πύργους, ένα χαμηλότερο εξωτερικό τείχος, επίσης με πύργους, και μία τάφρο. Το θαλάσσιο μέτωπο προστατευόταν από μονή οχύρωση. Τόσο τα χερσαία όσο και τα θαλάσσια τείχη ήταν χτισμένα με τη μεικτή τεχνική (opus mixtum), δηλαδή εναλλασσόμενες ζώνες πλίνθων και λαξευμένων λίθων. Τα θαλάσσια τείχη περιέκλειαν έναν πυρήνα αργολιθοδομής.
  Η πόλη πολύ σύντομα συναγωνιζόταν σε μέγεθος, σπουδαιότητα και μεγαλοπρέπεια τις παλιές μητροπόλεις, τη Ρώμη, την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια. Όπως όλες οι μεγάλες πρωτεύουσες έτσι και η Κωνσταντινούπολη ήταν ένα χωνευτήρι λαών και γλωσσών, πόλος έλξης τόσο για τους επαρχιώτες όσο και για τους βαρβάρους. Οι πρώτοι εγκαθίσταντο εκεί ή πηγαινοέρχονταν για δουλειές, ενώ οι τελευταίοι απασχολούνταν ως υπηρέτες ή μισθοφόροι. Ήδη στον 6ο αιώνα, ο πληθυσμός της πόλης ανερχόταν στους 300.000-400.000 κατοίκους.