ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Σάρδεις     Έφεσος     Ανεμούριο

Σάρδεις, ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο
  Οι Σάρδεις ήταν μία σημαντική επαρχιακή πρωτεύουσα και ένα σπουδαίο στρατιωτικό και παραγωγικό κέντρο. Τα αποκαλούμενα Βυζαντινά Καταστήματα των Σάρδεων (περίπου 33 στο σύνολο) στοιχίζονταν κατά μήκος του νότιου τοίχου του τεράστιου συγκροτήματος Λουτρού/Γυμνασίου και έβλεπαν προς τον κύριο δρόμο που οδηγούσε από τις Σάρδεις στην ανατολική Ανατολία. Αποτελούσαν το εμπορικό κέντρο στο δυτικό τμήμα της πόλης και αποδεικνύουν τη μετατόπιση του λιανικού εμπορίου και της μικρής βιοτεχνίας από τις ανοιχτές πλατείες (αγοραί) στους δρόμους με κιονοστοιχίες, κατά τους Πρώιμους Bυζαντινούς χρόνους.
  Τα καταστήματα στεγάζονταν κάτω από μία μακρά στοά, η οποία πιθανόν στις αρχές του 5ου αιώνα αντικατέστησε ένα προγενέστερο, μεγαλύτερο οικοδόμημα. Μία δεύτερη παρόμοια στοά βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Οι απλές, νεότερες στοές ήταν χτισμένες από ετερόκλητα υλικά. Οι κοντόχοντροι κίονες στήριζαν τον ξύλινο θριγκό και την ξύλινη οροφή, ενώ το δάπεδο του διαδρόμου μπροστά στα καταστήματα ήταν στρωμένο με ψηφιδωτά. Το συνολικό πλάτος του δρόμου και των στοών υπερέβαινε τα 37 μέτρα.
  Τα καταστήματα αποτελούνταν από έναν ή περισσότερους χώρους και ήταν συχνά διώροφα. Τα υλικά δομής περιλάμβαναν κομμάτια μαρμάρου σε δεύτερη χρήση (spolia) για τις γωνίες και τις παραστάδες, ακανόνιστους λίθους και πλίνθους για τους τοίχους, πήλινες πλάκες για τη στέγη και την πλακόστρωση των διαμερισμάτων του δευτέρου ορόφου. Το δάπεδο στο ισόγειο ήταν συνήθως από πατημένο χώμα, αλλά πήλινες και λίθινες πλάκες στρώνονταν στα σημεία που έπρεπε να είναι ανθεκτικότερα.
  Οι χριστιανοί και οι ιουδαίοι ιδιοκτήτες των καταστημάτων των Σάρδεων κατασκεύαζαν και πουλούσαν μία μεγάλη ποικιλία προϊόντων, όπως μεταλλικά εργαλεία και σκεύη, γυάλινα δοχεία (χωρίς ή με το περιεχόμενό τους), βαφές και βαμμένα υφάσματα και πιθανόν κοσμήματα. Μερικά καταστήματα ήταν εστιατόρια, τα οποία ταυτίστηκαν από την παρουσία πάγκων, εδράνων για τους πελάτες, άφθονων κουζινικών σκευών και οστών προβάτων ή κατσικιών. Ένας μεγάλος αριθμός από χάλκινα νομίσματα, τυπικά κέρματα της εποχής, υποδηλώνουν τη συνεχή χρήση των καταστημάτων μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα (η κιονοστοιχία καταστράφηκε από πυρκαγιά, το 616).
  Ένα από τα δεκάδες καταστήματα ταυτίστηκε ως βαφείο. Δύο επτάφωτες λυχνίες σκαλισμένες επάνω στην παραστάδα της θύρας φαίνεται να δηλώνουν ότι ο ιδιοκτήτης ήταν Εβραίος και χαράγματα σε δύο θραύσματα αμφορέα κατονομάζουν κάποιον Ιακώβ, πιθανόν τον ίδιο τον ιδιοκτήτη. Ο άνω όροφος του καταστήματος χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη, ενώ το ισόγειο για την παρασκευή βαφών. Και τα δύο επίπεδα φωτίζονταν από παράθυρα με υαλοπίνακες. Ποικίλα εργαλεία και δοχεία που βρέθηκαν διάσπαρτα στο δάπεδο του καταστήματος, καθώς και σωροί από χρωστικές ουσίες, υποδηλώνουν τη χρήση του χώρου. Αρκετά γουδιά και γουδοχέρια χρησιμοποιούνταν για την κονιορτοποίηση των βαφών, ενώ το λιβάνι που καιγόταν σε μπρούτζινο δοχείο κρεμασμένο από την οροφή κάλυπτε τις δυσάρεστες οσμές. Τα υλικά ζυγίζονταν με στατήρες σε μία μικρή ζυγαριά και αποθηκεύονταν σε πήλινους σωλήνες, τους οποίους ακουμπούσαν επάνω και δίπλα στα σκαλοπάτια. Αρκετά ποτήρια και μία χάλκινη χύτρα χρησιμοποιούνταν από τους εργάτες για να παρασκευάζουν ζεστά ποτά. Άλλα αντικείμενα, όπως σκελετοί από πτυσσόμενα σκαμνιά και λυχνοστάτες, ένα μαχαίρι, ένα σουρωτήρι, πήλινες λεκάνες και κανάτες, εξυπηρετούσαν καθημερινές οικιακές ανάγκες.
  Παρά την ευτελή τους κατασκευή και το ακανόνιστο σχέδιο, τα Βυζαντινά Καταστήματα στις Σάρδεις είχαν σχεδιαστεί ως ένα ενιαίο σύνολο. Η παρουσία εκτενούς ψηφιδωτής διακόσμησης στη στοά υποδηλώνει ότι πιθανόν να ήταν δημόσια οικοδομήματα. Ως προς αυτό το χαρακτηριστικό διαφέρουν από σύγχρονα και μεταγενέστερα εμπορικά κτίσματα σε ορισμένες πόλεις (Έφεσος, Σίδη, Φίλιπποι, Κόρινθος), όπου ιδιώτες καταπάτησαν δημόσιο χώρο και έστησαν πρόχειρες εγκαταστάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ιουστινιανή Πρώτη (Caricin Grad), όπου μία μικρή συνοικία εργαστηρίων αναπτύχθηκε εξίσου σε δημόσιες και εκκλησιαστικές ιδιοκτησίες, εντός των τειχών της άνω πόλης, στα τέλη του 6ου αιώνα.

 
Δες επίσης: Πολεοδομία, Aστικό περιβάλλον