Λόγος Ελευθέριου Βενιζέλου
Aπόσπασμα από το λόγο του Eλευθέριου Bενιζέλου στις 12/5/1930 προς το
λαό της Θεσσαλονίκης, δημοσιευμένος στο Eλεύθερον Bήμα δύο μέρες αργότερα.
O μεγάλος Kρητικός πολιτικός, σε μια εποχή περισυλλογής και εσωτερικής
ανασυγκρότησης, συνοψίζει με το δικό του τρόπο εκατό χρόνια ελεύθερου βίου.
...Διά να σας κάμω να συμμερισθήτε την βαθείαν εμπιστοσύνην
μου δια το μέλλον της Ελλάδος, θα ήθελα να συγκρίνετε δύο χρονολογίες της
Ιστορίας μας, την χρονολογία του Φεβρουαρίου του 1830, οπότε έγινε το Πρωτόκολλον
του Λονδίνου, το οποίον ανεγνώρισε την ανεξαρτησία μας, και του Φεβρουαρίου
του 1930, μετά εκατόν έτη. Εις τα 1830, όταν η Ελλάς ανεγνωρίζετο ως ανεξάρτητον
κράτος και εξήρχετο από δεκαετή αγώνα, ήτο σωρός ερειπίων και η δημιουργία
της απετέλει πολιτικόν εξάμβλωμα, ημπορεί κανείς να είπη, το βιώσιμον του
οποίου εθεώρει τόσον αμφίβολον ο κληθείς εις τον θρόνον της Ελλάδος πρίγκηψ
του Κοβούργου, ώστε ηρνήθη δια τούτο να τον δεχθή εφ' όσον δεν εδέχοντο
να επεκτείνουν τα όρια της. Ο πληθυσμός της Ελλάδος, όταν επανήλθεν εις
τον ανεξάρτητον βίον γνωρίζετε ότι ανήρχετο εις 700.000, το 1/9 δηλαδή
του σημερινού [1930]. Ουδεμία πόλις αξία του ονόματος υπήρχε εις όλην την
Ελλάδα. Αι Αθήναι ήσαν ένα μεγάλο χωριό 10-12 χιλιάδων κατοίκων. Ο Πειραιεύς
ήτο ακατοίκητος εντελώς. Είχε τρεις καλύβες μόνον. Ενώ λοιπόν οι όροι,
ως είπον, υπό τους οποίους εδημιουργήθη αυτό το κρατίδιον, καθίστων την
ανάπτυξίν του επισφαλεστάτην, ενώ και οι πόροι του ήσαν ανάξιοι λόγου,
και η πολιτική του πείρα μικροτάτη, και μεγάλη η ρωμαντική του απορρόφησις
από την Μεγάλην Ιδέαν, λέγω ρωμαντική, διότι μίαν στιγμήν, ο πρώτος βασιλεύς,
όταν απέθανεν ο Σουλτάνος εις την Κωνσταντινούπολιν, εκάλεσε τον υπουργόν
των Ναυτικών και του είπε να του ετοιμάση ένα πολεμικόν, το μόνον που είχε
η Ελλάς, διότι ήθελε να πλεύση εις Κωνσταντινούπολιν να πάρη την κληρονομίαν
των πατέρων μας... Δια τούτο ωνόμασα ρωμαντικήν την προσήλωσιν εις την
Μεγάλην Ιδέαν. Ήτο και αυτή μία αφορμή της ασθενείας ημών της διηνεκούς.
Δεν μας άφινε η απορρόφησις αυτή να επιδιώξωμεν την συγκρότησιν ενός συγχρονισμένου
κράτους, δυναμένου σοβαρώς πράγματι να επιδιώξη μίαν ημέραν την πραγματοποίησιν
της Μεγάλης Ιδέας. Ενώ λοιπόν, οι όροι της ζωής αυτού του κράτους ήσαν
τόσο κακοί, εν τούτοις βλέπομεν ότι το πολιτικόν αυτό εξάμβλωμα κατώρθωσε
να ζήση, να αναπτυχθή και να έχη σήμερον έκτασιν τριπλασίαν της τότε, πληθυσμόν
εννεαπλάσιον, και πλούτον εκατονταπλάσιον, ίσως και πλέον, και να κατέχη
μίαν έντιμον θέσιν μεταξύ της οικογενείας των πεπολιτισμένων λαών... Πώς
ημπορεί λοιπόν κανείς να αμφιβάλλη ότι το κράτος αυτό, το οποίον από τοιαύτας
μικράς απαρχάς έφθασε εις εκατόν έτη μόνο, εις τοιαύτην σήμερον ανάπτυξιν,
ποίος αμβιβάλλει ότι έχει ακόμη να πραγματοποιήση κατά την δευτέραν εκατονταετίαν
της; ανεξαρτήτου ζωής του, εις την οποίαν εισέρχεται αφού ετερμάτισε την
εθνικήν του αποκατάστασιν, νέας προόδους εις το πεδίον της ειρηνικής αμίλλης,
αλλά και της φιλικής συνεργασίας με τους άλλους λαούς, νέας προόδους, τας
οποίας ολίγοι από ημάς είμεθα ικανοί και να φαντασθώμεν ακόμη σήμερον;
|